1. Ο Βρετανός Patric Edward Dove ανήκει στη σειρά των στοχαστών που διακήρυξαν πως η φορολόγηση των αξιών της γης, δίχως την αξία τυχόν εγγειοβελτιωτικών έργων, είναι η μόνη ορθή και δίκαιη μέθοδος φορολογίας. Δεν ήταν ο πρώτος.
Οι Γάλλοι “φυσιοκράτες”, Quesnais (Κενέ), Turgot και άλλοι, πρέσβευαν τη Γεωφορολόγηση (=φορολόγηση των αξιών της γης σκέτης δίχως να συμπεριλαμβάνεται η αξία κτιρίων, καλλιεργειών, ορυχείων, και άλλων εγγειοβελτιωτικών έργων πάνω της) ως “μοναδικό φόρο” – l’impôt unique – στα μισά του 18ου αιώνα. Την προώθησαν μάλιστα για τις γεωργικές περιοχές της Γαλλίας αλλά ήρθε η επανάσταση του 1789 και το όλο θέμα ξεχάστηκε.
Δεν το ξέχασε όμως ο Άνταμ Σμιθ ο οποίος έγραψε πως η φορολόγηση της γεωπροσόδου (=Γεωφορολόγηση) είναι ένας εξαιρετικός φόρος που δεν φέρνει στρεβλώσεις στην οικονομία, δηλαδή αυξήσεις τιμών, πληθωρισμό, ανεργία κλπ (Πλούτος των Εθνών, 1776). Να σημειωθεί πως και ο Thomas Paine αναφέρθηκε στη φορολόγηση της προσόδου στο έργο του Agrarian Justice (1797). Οι άλλοι κλασικοί στη Βρετανία (Ρικάρντο, Μιλ κ.α.) έγραψαν τα ίδια. Όμως κανείς δεν προχώρησε στην ιδέα των φυσιοκρατών, η Γεωφορολόγηση να είναι ο μοναδικός φόρος!
Αυτή την ιδέα κοινοποίησε στις Η.Π.Α. ο Henry George δημοσιεύοντας το πολύκροτο έργο του Progress and Poverty (1879, Νέα Υόρκη) ‘Πρόοδος και Φτώχεια’. Στη συνέχεια δημοσίευσε και άλλα έργα και ταξίδεψε σε πολλές πολιτείες της Αμερικής και σε άλλες χώρες όπου έδωσε ομιλίες για το θέμα, δηλαδή Γεωφορολόγηση και ‘μοναδικό φόρο’ – single tax. Παρότι απέκτησε πολλούς οπαδούς και σε κάποιες περιοχές αυτό το φορολογικό σύστημα εφαρμόστηκε μερικώς, οι πάμπλουτοι γαιοκτήμονες στην Αμερική, Βρετανία και αλλού αποτελούσαν την άρχουσα τάξη και, φυσικά, μη θέλοντας να χάσουν τα προνόμιά τους, εναντιώθηκαν εντονότατα και κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τις όποιες προσπάθειες για μια ολική φορολογική μεταρρύθμιση. Έκτοτε ιδρύθηκαν πολλές οργανώσεις σε διάφορες χώρες που λέγονται Georgist αφού προωθούν αμιγώς τις ιδέες και τα έργα του H. George.
2. Μετά τον Χένρι Τζωρτζ, από το 1880 ως το 1920 περίπου, στις Η.Π.Α. έγινε μια επιτυχημένη προσπάθεια διαστρέβλωσης της Οικονομολογίας από διάφορους ακαδημαϊκούς που αμείβονταν από τους πλούσιους μεγαλοϊδιοκτήτες και παρεμφερή συμφέροντα. (Βλ. προηγούμενο φύλλο, 19, Στρέβλωση της Οικονομολογίας.) Η γη παρουσιάστηκε στις διαλέξεις και δημοσιεύσεις τους ως “κεφάλαιο” και όχι πρωταρχικός συντελεστής στην παραγωγή. Το κεφάλαιο είναι εξ ορισμού προϊόντα της παραγωγής (χρήμα, εργαλεία, μηχανές, οχήματα, κτίρια κλπ) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή περισσότερου πλούτου (=αγαθών και υπηρεσιών) και η γη σαφέστατα δεν είναι προϊόν ανθρώπινης παραγωγής, εκτός από αμελητέες περιπτώσεις αποξήρανσης βάλτων και παρόμοια. Αυτό είναι ένα θέμα για μελλοντικό φύλλο.
Την ίδια εποχή ο Alfred Marshall δίδασκε Πολιτική Οικονομία στο Cambridge της Βρετανίας. Υποστήριξε τη Γεωφορολόγηση ως μοναδικό φόρο αλλά προχώρησε σε μια εκλέπτυνση της θεωρητικής άποψης καταδείχνοντας αναλυτικά μια ακριβέστερη διαίρεση του προϊόντος της παραγωγής. Στην παραγωγή του προϊόντος γενικά συμβάλλει αφενός η εργασία του ανθρώπου (ή ομάδας ανθρώπων) και αφετέρου η τοποθεσία που έχει ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία προσδίδει η ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας: σε μια γεωργική κοινότητα αυτά οφείλονται κυρίως στην ευφορία του εδάφους και τη γειτνίαση νερού και δευτερευόντως στην προσβασιμότητα της αγοράς• σε μια πλήρως ανεπτυγμένη οικονομία με βιομηχανίες, εμπόριο και χρηματοπιστωτικές λειτουργίες αυτά οφείλονται κυρίως στη θέση μέσα στην Πολιτεία και στη γειτνίαση σε κέντρα εμπορίου και συγκοινωνιών, σε πηγές πρώτων υλών και σε αγορές. Αυτά τα πλεονεκτήματα που βοηθούν στο να παράγεται περισσότερος πλούτος από όμοιες επιχειρήσεις σε τοποθεσίες λιγότερο ευνοϊκές δεν οφείλονται στην εργασία του κατόχου της τοποθεσίας. Έτσι ο Marshall πολύ ορθά διαχώρισε την αξία του προϊόντος σε “ιδωτική”, δηλαδή αυτή που οφείλεται στην εργασία, και “δημόσια”, δηλαδή αυτή που οφείλεται στα πλεονεκτήματα της ανεπτυγμένης κοινωνίας (συγκοινωνίες, δημόσιες υπηρεσίες, αγορές, ηλεκτροδότηση, κλπ). Σε αυτόν τον διαχωρισμό αναφέρθηκα στο φύλλο 14, Παραγωγή Γ: Πρόσοδος ή Δημόσια Αξία.
3. Στο Διάγραμμά μας έχουμε μια πόλη με κέντρο λιμάνι και ζώνες παραγωγής με χρηματοπιστωτικές εταιρείες, εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, βιομηχανίες και ορυχεία, τουριστικές εγκαταστάσεις και αγροτικές δραστηριότητες. H φυσική αμοιβή της εργασίας είναι η ιδιωτική αξία, κάτω από τη διακεκομμένη γραμμή, δηλαδή το ολικό προϊόν στη λιγότερο παραγωγική (οριακή) ζώνη τοποθεσιών• πιο εξειδικευμένα επαγγέλματα θα έχουν συνήθως μεγαλύτερη αμοιβή, ενώ ανεκπαίδευτοι εργαζόμενοι θα παίρνουν κάπως μικρότερη. Τα πλεονάσματα οφείλονται στα πλεονεκτήματα των τοποθεσιών και αποτελούν τη δημόσια αξία που θα πρέπει να εισπράττεται από το Δημόσιο Ταμείο.
Όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι φόρος επί των αξιών της γης, οι οποίες αντανακλούν την παραγωγικότητα (δηλαδή Γεωφορολόγηση, ή Επιστροφή των Δημόσιων Αξιών) είναι ο μόνος φόρος που δεν έχει καμιά στρεβλωτική επίδραση στην οικονομία. Αλλά οι περισσότεροι αφού μνημονεύσουν αυτό το σύστημα φορολόγησης δεν το ξανα-εξετάζουν. Οι οπαδοί του Χ. Τζώρτζ γράφουν και μιλούν για Γεωφορολόγηση (LVT = Land Value Taxation). Λιγοστοί συγγραφείς ακολουθούν την ανάλυση του Marshall.
4. Πολύ πριν τον Marshall και 29 χρόνια πριν τη δημοσίευση του Progress and Poverty του Τζώρτζ, ο Βρετανός Π.E. Νταβ δημοσίευσε το έργο του The Theory of Human Progression, Λονδίνο 1850, ‘Η θεωρία της Ανθρώπινης Προόδου’. Εκεί, προς το τέλος του τρίτου κεφαλαίου θέτει το ερώτημα για μια δίκαιη κατανομή του πλούτου την οποία θεωρεί μέρος της αληθινής προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού: “Ποιό σύστημα θα διασφαλίσει σε κάθε άτομο το μερίδιό του από τα φυσικά πλεονεκτήματα της Χώρας;”
Στην απάντησή του (§5, πιο κάτω) χρησιμοποιεί ιδέες από τον John Locke (γύρω στα 1700: Concerning Civil Government, Second Essay, εκδ. Britannica 1952) ο οποίος έγραψε: “Κάθε άνθρωπος έχει την “προσωπική” περιουσία του στο “πρόσωπό” του [=εαυτό]. Η εργασία του σώματός του ορθά και δίκαια ανήκει στον ίδιο. Έτσι ό,τι μετακινεί από όσα παρέχει η Φύση, σε αυτό έχει σμίξει τη δική του εργασία: έτσι το συνενώνει με κάτι ολόδικό του και το κάνει δική του “περιουσία” (§26). Ο Λοκ επαναλαμβάνει την ιδέα πιο αναλυτικά: “Όλα όσα ένας άνθρωπος καλλιεργεί και θερίζει, αποθηκεύει και χρησιμοποιεί προτού αυτά χαλάσουν, αυτά είναι ατομικό του δικαίωμα [=περιουσία]• όλα όσα περικλείνει και τρέφει και χρησιμοποιεί, τα ζώα και τα προϊόντα τους, αυτά επίσης είναι δικά του” (§38). Σε κάθε περίπτωση ο Λοκ ξεκαθαρίζει πως οι άνθρωποι δεν κλέβουν αλλά και παίρνουν νόμιμα από την Πολιτεία μόνο εφόσον “μένουν αρκετά και εξίσου καλής ποιότητας για τους άλλους” (§26, 32, 37, 38, 48, 50). Αυτό εξηγείται πιο κάτω στα λόγια του Νταβ.
5. O Νταβ χρησιμοποιεί επίσης την ιδέα της Γεωφορολόγησης των Σμιθ, Ρικάρντο και Μιλ, τον “μοναδικό φόρο” των Γάλλων φυσιοκρατών αλλά και την ιδιωτική και δημόσια αξία του Μάρσαλ!
Γράφει λοιπόν πως “ένα αντικείμενο είναι περιουσία του δημιουργού του”: οι άνθρωποι δημιουργούν στις τέχνες μορφή, στην πολιτική οικονομία αξία και στην πολιτειακή σφαίρα περιουσία. Μόνο με δημιουργία/εργασία μπορεί να εγερθεί το δικαίωμα στην ατομική περιουσία. Συνεπώς, όμως, αφού κανείς άνθρωπος δεν δημιούργησε τη γη, η γη ανήκει σε όλους τους κατοίκους της εξίσου. Έτσι, η γη, το μόνιμο σώμα της, δεν μπορεί να λογίζεται “ιδιωτική περιουσία” και οποιοδήποτε σύστημα τη θεωρεί τέτοια δεν έχει λογική βάση και εξ ανάγκης είναι άδικο. Από την άλλη όμως, τα άτομα πρέπει να έχουν αποκλειστική κατοχή (όχι ιδιοκτησία, έστω κι αν οι νόμοι την αποδέχονται) για κατοικία, καλλιέργεια, εξόρυξη πόρων, κλπ.
Εδώ διατυπώνει ο Νταβ νέο ερώτημα. “Με ποιους όρους, με ποιο σύστημα θα πρέπει να κατέχουν γεωτεμάχια οι άνθρωποι κάθε παρούσας γενεάς;” Έχουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις, γράφει: α) Η γη είναι κοινή περιουσία της ανθρωπότητας. β) Όλα όσα παράγει με την εργασία του ένα άτομο (νέο αντικείμενο ή ανανεωμένο με πρόσθετη προσπάθεια και έχοντας τώρα αυξημένη αξία) είναι ιδιωτική περιουσία εκείνου του παραγωγού, ο οποίος μπορεί να το διαχειρισθεί όπως θέλει φθάνει να μην ενοχλεί άλλους. γ) Κάθε άνθρωπος σε κάθε γενεά δικαιούται αποκλειστική κατοχή ενός γεωτεμαχίου, φθάνει πάλι να μην εμποδίζει ο ένας τον άλλο και η μια γενεά την άλλη. Έτσι έχουν την ευκαιρία με την εργασία, τέχνη και πρωτοβουλία να δημιουργούν την περιουσία τους.
Το πιο φανερό σύστημα κατοχής των εδαφών θεωρείται από τους πολλούς να είναι μια διαίρεση της γης σε ίσα γεωτεμάχια ανάμεσα στους κατοίκους μιας χώρας. Αυτή η διαίρεση όμως, γράφει ο Νταβ, δεν είναι δίκαιη αφού διαφορετικά επαγγέλματα και λειτουργήματα απαιτούν διαφορετικά μεγέθη γης και αφού οι επόμενες γενεές θα έχουν τις δικές τους ανάγκες. Πώς λοιπόν θα διευθετηθεί μια δίκαιη διαίρεση των πλεονεκτημάτων που εγείρονται φυσικά από τη γη;
“Με τη διαίρεση της προσόδου ή της ετήσιας αξίας (=μίσθωσης) των γαιών καθώς αυτή γίνεται κοινή περιουσία του Έθνους”.
Η φορολογία είναι η δημόσια περιουσία του κράτους, επεξηγεί ο Νταβ. Έτσι το κράτος αποκομίζει όλα τα έσοδά του από την πρόσοδο και καταργεί όλους τους άλλους φόρους. Συνεπώς η σύνολη εργασία, πρωτοβουλία και τέχνη θα λυτρωνόταν τότε από κάθε βάρος και περιορισμό και οι άνθρωποι θα απολάμβαναν την παραγωγή τους σύμφωνα με τον φυσικό νόμο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Όλοι οι φόροι σήμερα έχουν εγερθεί λόγω της αποξένωσης της γης από το Έθνος και της ιδιωτικοποίησής της. Αν η γη έπαυε να είναι ιδιόκτητη κι έτσι το Έθνος απεκόμιζε την πρόσοδο πλήρως, δεν θα υπήρχε ανάγκη για τη στρατιά των φορο-εισπρακτόρων, τελωνειακών κλπ, καθότι οι άλλοι φόροι όλοι (άμεσοι, έμμεσοι, δασμοί κλπ) θα καταργούνταν.
Και ο Νταβ συνοψίζει: “Η φορολογία επιβάλλεται μόνο στην εργασία ή στη γη – και με “γη” εννοώ όλη τη γη, όχι μόνο γεωργικά εδάφη. Και αφού το κεφάλαιο προέρχεται από συσσωρευμένη αμοιβή εργασίας ή από την πρόσοδο [από τα πλεονεκτήματα] της γης, η φορολόγηση κεφαλαίου είναι τελικά φορολόγηση εργασίας ή γης… Η εργασία είναι ουσιαστικά ιδιωτική περιουσία ενώ η γη δεν είναι… αλλά είναι δημόσια κληρονομιά όλων των γενεών της ανθρωπότητας… Τελικά κάθε φορολογία είναι φορολόγηση της εργασίας, δηλαδή αφαίρεση από τη φυσική αμοιβή του εργαζόμενου, ή φορολόγηση της τρέχουσας αξίας της γης για τις δαπάνες του κράτους… ‘Όπου φορολογείται η γη δεν φορολογείται η εργασία και αυτή η φορολογία δεν παρεμβαίνει καθόλου στην ανάπτυξη της παραγωγής. Απεναντίας, η φορολόγηση των αξιών της γης προάγει την ευμάρεια της κοινωνίας.”
6. Ο Νταβ δεν ήταν οικονομολόγος αλλά, όπως διαφαίνεται στις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου του, ήταν ένας απλός στοχαστής που ενδιαφερόταν για την προοδευτική ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας. Γιαυτό δεν επιδίδεται σε οικονομικές αναλύσεις όπως νωρίτερα ο Adam Smith ή αργότερα ο Henry George. Ο τελευταίος αναφέρει εγκωμιαστικά τον Νταβ και το βιβλίο του στη δική του δημοσίευση A Perplexed Philosopher (1892), Λονδίνο, 1937 (σ.48), όπου ο “μπερδεμένος φιλόσοφος” είναι ο Herbert Spencer, όχι ο Νταβ!
Το κύριο ενδιαφέρον του Νταβ επικεντρώνεται στην πνευματική άνοδο του ανθρώπου και την εδραίωση της δικαιοσύνης στην κοινωνία. Έτσι οδηγείται στην εξέταση των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο της κοινωνίας, της ορθής έννοιας της ατομικής περιουσίας και του συστήματος που διασφαλίζει σε κάθε άτομο το δίκαιο μερίδιό του από τα φυσικά πλεονεκτήματα της Χώρας.
Όταν γράφει για το δίκαιο μερίδιο κάθε ατόμου “από τα φυσικά πλεονεκτήματα της Χώρας”, για τη γη ως “δημόσια κληρονομιά όλων των γενεών της ανθρωπότητας”, για την “ανάπτυξη της παραγωγής” και για την “ευμάρεια της κοινωνίας”, προφανώς κατανοεί πως η γεωπρόσοδος εγείρεται από τη φυσική ευφορία του εδάφους αλλά και από τα πλεονεκτήματα που προσδίδει σε μια τοποθεσία η ανάπτυξη της κοινωνίας με την αύξηση του πληθυσμού, της εξειδίκευσης, της τεχνολογίας, των δημόσιων υπηρεσιών κλπ.
Αυτή η γεωπρόσοδος είναι το πλεόνασμα της παραγωγής (η “υπεραξία”, όπως λένε μερικοί) υπεράνω του ολικού προϊόντος στις οριακές τοποθεσίες, όπου φαίνεται καθαρά η φυσική αμοιβή της εργασίας: στο διάγραμμα στο §3 το πλεόνασμα είναι η δημόσια αξία και η αμοιβή της εργασίας η ιδιωτική. Η (γεω-)πρόσοδος ή δημόσια αξία αποτελεί και κατά τον Νταβ το φυσικό έσοδο του κράτους για τις δαπάνες του. Η φορολόγηση της εργασίας (=ιδιωτικής αξίας) είναι κατάλοιπο σκοτεινών και βάρβαρων εποχών.
Τελικά αυτός ο στοχαστής υποδείχνει πως είναι το έργο της Πολιτικής Οικονομίας να ανακαλύψει τους νόμους της παραγωγής και κατανομής του πλούτου και το έργο της Πολιτικής να τους εφαρμόσει. Το επιχείρημα της δικαιοσύνης, γράφει, ότι δηλαδή μια πρακτική είναι δίκαιη, παρότι έχει τη μέγιστη ηθική εγκυρότητα δεν έχει τη μέγιστη επιρροή στους ανθρώπους εκτός κι αν υποστηρίζεται από τη γνώση των οικονομικών πλεονεκτημάτων που επιφέρει και από τη γνώση και των οικονομικών μειονεκτημάτων που συνοδεύουν την αδικία.
Χρειάζεται λοιπόν να διαδοθούν και να εμπεδωθούν αυτές οι πληροφορίες, η γνώση των νόμων με την ευεργετική επίδρασή τους, αν είναι να αλλάξει νοοτροπία ένας λαός.