1. Μια χώρα πρέπει να έχει μια επίσημη θρησκεία, όπως πχ. στην Ελλάδα ο Χριστιανισμός, που δίνει ενότητα στην Πολιτεία. Αλλά κράτος ή κυβέρνηση κι Εκκλησία, που εκφράζει την επίσημη θρησκεία, πρέπει να διαχωρίζονται. Διότι διάφοροι πολίτες ή ομάδες πολιτών ακολουθούν διαφορετικό θρήσκευμα (Μωαμεθανισμό ή Βουδισμό) ή διαφορετική σέχτα Χριστιανισμού (Ρωμαιοκαθολικισμό) που εκπροσωπείται από διαφορετική Εκκλησία.
Με την εξάπλωση των ΜΜΕ, της παιδείας, του Διαδικτύου κλπ, δεν μπορεί πια η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία να ισχυρίζεται ή να προσποιείται πως είναι ο μόνος φορέας αλήθειας και να απαιτεί όλοι να την ακολουθούν.
Ο Χριστιανισμός είναι μόνο μια θρησκεία ανάμεσα σε πολλές άλλες και ο ίδιος είναι κατακερματισμένος σε πολλές σέχτες που δεν συμφωνούν και δεν ομονοούν, ούτε σε δόγματα, ούτε σε τελετουργικά, ούτε σε πρακτικές – άσχετα με τις γλυκερές εξαγγελίες που οι Εκκλησίες κατά καιρούς σαλπίζουν για την ενιαία του Χριστού Εκκλησία.
2. Υπάρχουν άθεοι, άθρησκοι και οπαδοί διαφορετικών θρησκευμάτων ή σεχτών. Μπορεί να είναι μικρές μειονότητες (ή μεγάλες, ο αθεϊσμός έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη νομιζόμενη).
Όμως δεν μπορεί μια ευνομούμενη Πολιτεία να φορολογεί αυτούς τους πολίτες και μετά να δίνει μέρος από αυτό το έσοδο στην επίσημη Εκκλησία – που γενικά μάλλον τους εχθρεύεται, αν δεν τους διώκει με ύπουλο τρόπο.
Η επίσημη Εκκλησία και κάθε άλλη Εκκλησία θα πρέπει να συντηρείται από τους δικούς της πιστούς και όχι από τα χρήματα των φορολογούμενων.
Είναι γελοίο, βέβαια, μια κυβέρνηση αναρχοαριστερή σαν αυτή του κ. Τσίπρα, τα περισσότερα μέλη της οποίας δηλώνουν, και είναι, άθεοι (ψευτο-μαρξιστές), να έχουν διαπλοκές με την Εκκλησία. Το κάνουν φυσικά, όπως επιδίδονται σε τόσα ψέματα, για να προσελκύσουν ψηφοφόρους. (Και είναι αντίστοιχα γελοίο για χριστιανούς να ψηφίζουν ως κυβέρνηση τους άθεους Τσιπριστές.)
Η Εκκλησία έχει πολλά έσοδα από διάφορες δραστηριότητες. Αυτό την κάνει επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα. Έτσι, όπως κάθε άλλη επιχείρηση, θα πρέπει να φορολογείται.
3. Εφόσον υπάρχει επίσημη θρησκεία, το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να δίνει λεπτομέρειες γι’ αυτήν, για τα δόγματα και τα πιστεύω της και την ιστορία της. Αλλά δεν πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με αυτήν.
Κάθε εκκλησία και κάθε σέχτα θέλει να έχει όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Έτσι προσπαθεί όσο μπορεί να προσελκύσει οπαδούς. Αν μπορέσει να προσεγγίσει τα ευάλωτα παιδιά νωρίς, τόσο το καλύτερο. Μπορεί μαζί με τις υλικές επιδιώξεις να υπάρχει και κάποιο ειλικρινές κίνητρο για τη σωτηρία της ψυχής.
Αλλά στην εποχή μας θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα επιλογής, αφού κάθε θρήσκευμα επικαλείται το δικό του αλάθητο και μοναδικό σωτήριο πνεύμα. Έτσι θα πρέπει τα μαθήματα των θρησκευτικών να εξετάζουν και άλλες θρησκείες.
Επιπλέον θα πρέπει να δίνονται συνόψεις της ιστορίας κάθε θρησκεύματος – πώς ξεκίνησε, πώς αναπτύχθηκε.
Θα πρέπει όταν το παιδί τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του να γνωρίζει αρκετά περί θρησκειών ώστε να επιλέγει ποιαν θέλει να ασπαστεί.
Αυτές οι συγκριτικές θρησκευτικές μελέτες θα ανάγκαζαν τους εκπροσώπους της κάθε θρησκείας, δηλαδή τις Εκκλησίες, να συμπεριφέρονται προς όλους τους πολίτες πολύ πιο έντιμα και ταπεινά.