1. Ο φίλος Ν. Καζάνας ανάρτησε στην ιστοσελίδα του Ομίλου Μελετών επιλογές από τις ποιητικές του συλλογές (Ένα Καλοκαίρι 1986, Χαμόγελα Χειμώνα 1987, Εκπλήξεις Φθινοπώρου 1988, Σώμα της Άνοιξης 1990). Είναι όμορφα ποιήματα μα ξέρω πως υπάρχουν πολλά άλλα τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν. Οπότε συμπεραίνω πως μπορεί να αναρτήσει μια δεύτερη επιλογή στο μέλλον.
Έχω κατά καιρούς εξετάσει πολύ μικρά αποσπάσματα από ποιήματά του για να δείξω κυρίως τη λειτουργία της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας. Τώρα θα εξετάσω τρία μακροσκελέστερα κομμάτια.
2. “Χαμόγελο” από το Χαμόγελα Χειμώνα, σ11, ένα πολύ απλό στιχούργημα.
Βουτάς την πένα σου στο φως, στο πέλαγο/ μα πάλι πώς θα
περιγράψεις τόση ομορφιά/ αστραφτερή στη λάσπη, στον ουρανό-/
του ήλιου χειμωνιάτικο χαμόγελο.//
Πάνω απ’ το χείλι του γκρεμού/ τρέμει όλη η δημιουργία
σε μια αγριλιά/ σ’ ανάερο σφύριγμα πουλιού.//
Εσύ τα μάτια κλείνεις/ ξύπνιος να παραμείνεις.//
Ο ποιητής γράφει με πένα, μα, φυσικά, είναι με τον νου του που συλλαμβάνει το ποίημα. Μεταφορικά “βουτά” την πένα στο φως και στο πέλαγο τα οποία βλέπει με τα μάτια μα εκτιμά κι απολαμβάνει με τον νου.
Η ομορφιά είναι “αστραφτερή” στη λάσπη διότι εκεί αντανακλάται το φως, η λάμψη του ήλιου, που αναφέρεται στην επόμενη γραμμή. Κι εδώ έχουμε την πρώτη παραδοξολογία (κι αντίφαση) αφού η λάσπη συνδέεται συνήθως με βρομιά όχι ομορφιά. Το “χειμωνιάτικο χαμόγελο” είναι η δεύτερη παραδοξολογία (αντίφαση). Μα συγχρόνως υπαινίσσεται την προσωποποίηση του όλου σκηνικού και της εποχής που φαίνεται σαν να χαμογελά μες στον χειμώνα.
Υπάρχει γκρεμός και το πέλαγο προφανώς τώρα είναι χαμηλά στη βάση του γκρεμού. Η αγριλιά τώρα ενσωματώνει “όλη τη δημιουργία” μα γιατί; Και γιατί “τρέμει”;… Ίσως τρέμει όπως κάποιος που φοβάται μην πέσει από τον γκρεμό;… Μα η επόμενη γραμμή επεξηγεί με το επίθετο “ανάερο” και το σφύριγμα του πουλιού. Το “ανάερο”(=ελαφρύ σαν αεράκι) υπαινίσσεται “αέρα”. Μα είναι και το τρεμουλιαστό σφύριγμα του πουλιού.
Και ο ποιητής, σε μια τελευταία παραδοξολογία, κλείνει τα μάτια για να μην αιχμαλωτιστεί και υπνωτιστεί εντελώς από την ομορφιά και μόνο έτσι να παραμείνει ξύπνιος. Πουθενά δεν υπάρχει σκοτεινότητα. Το παράδοξο (και παράλογο) είναι υποταγμένο, οι μεταφορές έχουν ΑΑ (βουτάς, τρέμει), το λεξιλόγιο απέριττο και οι ρίμες ορίζουν τη νοηματική ενότητα.
3. “Από ένα χάδι” από το Σώμα της Άνοιξης, σ5.
Από ένα χάδι απαλό μέχρι το φονικό/ δεν μοιάζει ο δρόμος
νάναι μακρινός.// Ο ήλιος εραστής άβγαλτης φυλλωσιάς/
να εμπρηστής γίνεται των μπουμπουκιών βιαστής/
και στο κατακαλόκαιρο των λουλουδιών φονιάς.//
Στην πόλη, σε στεγανά ένοχης φαντασίας/ στρώμα με στρώμα
το τσιμέντο θάβει συνεχώς/ τις παιδικές πατημασιές αθανασίας/
εξαφανίζοντας τα ίχνη αθωότητας/…
Κι εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί απανωτά την παραδοξολογία: χάδι/φονικό, εραστής/εμπρηστής–βιαστής/φονιάς.
Το επίθετο “μακρινός” αρχικά ίσως ξενίζει, όμως βρίσκω πως χρησιμοποιείται με την έννοια “αλαργινός” μα και “μακρύς”: δηλαδή να μη νομίζουμε πως είναι τόσο σπάνια ή τόσο μακρόσυρτη διαδικασία – το “απαλό χάδι” να γίνεται “φονικό”.
Και σαν παράδειγμα δίνεται ο ήλιος που στην αρχή ζεσταίνει τη φρέσκια φυλλωσιά, όπως ο εραστής πολιορκεί και κατακτά την κοπέλα, και μετά είναι σαν να βιάζει τα μπουμπούκια που ανοίγουν σε ανθό και αργότερα τα καίει και γίνεται “φονιάς” τους. Μα αυτή είναι μια εντελώς φυσική διαδικασία που μόνο η επιλεγμένη γωνία θεώρησης του ποιητή τη βλέπει ως εγκληματική. Ίσως έτσι να υπονοεί και άλλες ενέργειες που μοιάζουν εγκληματικές μα εκφράζουν μια φυσική διαδικασία.
Τα “στεγανά ένοχης φαντασίας” είναι δύσκολη φράση. Μα αναφέρεται σίγουρα στα διαμερίσματα πολυκατοικιών, όπου οι κάτοικοι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, και είναι δημιουργήματα αρχιτεκτονικής φαντασίας μα “ένοχης” αφού είναι τόσο πυκνά στοιβαγμένα και κλειστά. Και σε αυτά οι άνθρωποι ζούνε με ένοχες προσωπικές φαντασιώσεις αντί να ζουν σε συντροφικότητα κι επικοινωνία μεταξύ τους.
Υπάρχει ενοχή, επίσης, διότι αυτά θάβουν την αθανασία και αθωότητα που νιώθει το μικρό παιδί καθώς μεγαλώνει και νιώθει να κλείνεται και ξεχνά την αμέριμνη παιδικότητα που δεν νοιώθει τη ροή του χρόνου…
Υπάρχει ακόμα ένα επίπεδο σημασίας (τα σπίτια με αυλές να έχουν γίνει τώρα τσιμεντένιες πολυκατοικίες), μα φτάνει ως εδώ.
4. Στον χείμαρρο λυρικών και δραματικών φράσεων στις Τρεις Μελέτες για τον Θάνατο και Σώμα της Άνοιξης, σε μερικά σημεία (π.χ σ19 “έρωτες όλο θράσος, λίμνη και δάσος”, σ 31 “διαύγειες ψηλά και χαμηλά συνωμοτούν” κλπ) είναι, υποθέτω, η “εύκολη γραφή παραποίησης και προσποίησης”, όπως γράφει στην Εισαγωγή του ο ποιητής.
Παίρνω το τελευταίο “Μες απ’ τα μάτια σου…”, σ35.
Μες απ’ τα μάτια σου βλάστησαν κι άνθισαν,/ μετά μαράθηκαν,
τόσα και τόσα αγριολούλουδα-/ κρόκοι, γυάκινθοι κι ανεμώνες
ασφόδελοι κι ορνιθόγαλα…// Κάτω απ’ τον ήλιο της ημέρας,
κάτω απ’ της νύχτας τα φεγγάρια,/ άνοιξαν κι έκλεισαν τόσα και
τόσα μάτια-/ μαύρα και καστανά, πράσινα και γαλάζια…// Τόσα
φεγγάρια, ήλιοι και κομήτες λάμπουν/ στο στιγμιαίο όνειρό τους
μ’ έναν ρυθμό χορού/ και σβήνουν πάλι στο αχανές, το ανύσταχτο
βλέμμα του Ουρανού.//
Ξεκινά κυριολεκτικά με το άνθισμα και τον μαρασμό των λουλουδιών στη θέασή του. Μετά με τη συνεκδοχή “τόσα μάτια” εννοεί “τόσοι άνθρωποι” και, τέλος, περνά στα μεγάλα ουράνια σώματα που κι αυτά περνούν: κι όμως παρά την πολύ μεγαλύτερη διάρκειά τους αποτελούν μόνο στιγμιαία ύπαρξη και μάλιστα “όνειρο” (πάλι παραδοξολογία).
Το επίθετο “αχανές” υποδηλώνει “απεριόριστο και απροσμέτρητο” ενώ το “ανύσταχτο” υποδηλώνει μάτι ζωντανού όντος και το κεφαλαίο “Ο” το επιβεβαιώνει (= ο αρχαίος Θεός;). Υπάρχει κάτι Αθάνατο που παρατηρεί σε όλα τα επίπεδα ύπαρξης, φθοράς και θανάτου.
Πουθενά πάλι δεν υπάρχει ασυναρτησία ή σκοτεινότητα και οι στίχοι ρέουν.