1. Στην πέτρα της υπομονής/ κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι/ δείχνοντας πως πονείς.
Το πρώτο τετράστιχο του «Η λυπημένη» (Στροφή 1929-30) είναι στη ροή των πλείστων ποιημάτων του άρρωστου ρομαντισμού, στα τέλη του 19ου αιώνα, μα πολύ προσεγμένο και απλό δίχως δάκρυα και κραυγές ή βογγητά και κλάμα. Και από τα τελευταία ποιήματα, Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, «Θερινό Ηλιοστάσι» Ζ –
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι/ η ανάσα της μετρά τις ώρες σου/…
Οι στίχοι αυτοί και αρκετοί άλλοι έχουν την απλότητα και ομορφιά που ψάχνει κάθε νουνεχής αναγνώστης (όχι κατ’ ανάγκη του ποιητικού κύκλου) στην Ποίηση.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί… η χάρη/
… το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές… βουλιάζει/…
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας
αύριο κάνει πανιά//
Είναι η ωραία διατυπωμένη ευχή στο «Ένας Γέροντας στην Ακροποτάμια» (Ιούν. 1942).
2. Οι στίχοι που παρέθεσα παραπάνω δείχνουν πως από την αρχή ως το τέλος της ποιητικής του καριέρας (και σε πολλά άλλα αποσπάσματα, όπως έχω δείξει σε παλαιότερα άρθρα) ο Γ. Σεφέρης μπορούσε να γράψει απλά και όμορφα, λυρικά και δραματικά. Όμως πιο συχνά προτιμούσε τη σκοτεινότητα, τη θολούρα, το “άλογο” – και φυσικά τον λογιοτατισμό. Ίσως επειδή αυτά είχαν κάνει οι ξένοι ποιητές που πρωταγωνιστούσαν και έπαιρναν εγκώμια και έπαθλα, ακόμα και το Νόμπελ. Ίσως πάλι να νόμιζε πως όντως έγραφε απλά εκφράζοντας γνήσιες ποιητικές καταστάσεις.
Και όμως στο ποίημα «Ένας Γέροντας…» γράφει –
“… Εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο
κοιμισμένο αράπικο σπίτι,/πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό
περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει/…/
στη στάλα του μεσημεριού… ενός κόσμου που μας διώχνει και που
μας πλάθει,/ πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής… που
έγινε σκόνη και βούλιαξε…/ αφήνοντας… το απροσδιόριστο λίκνισμα που
μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς”.
Το περιβόλι μεγαλώνει και μικραίνει, στη στάλα του μεσημεριού, κι εμείς είμαστε σ’ έναν κόσμο που μας πλάθει και μας διώχνει μα ταυτόχρονα πιασμένοι στα δίχτυα της ζωής… κλπ: κάπως ασυνάρτητο.
3. Το 1928 ο Σεφέρης έγραψε τοπία που «παίρνουν πόζες» και –
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν
ένα μονογυάλι/ σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την
κορφή τους για να γίνουν κρίνα// («Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη»).
Το 1932 έγραψε (A’ Hampstead από τα Πέντε Ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού):
Πάνω στο πράσινο χορτάρι/ είχαν χορέψει όλη μέρα τρεις
χιλιάδες άγγελοι/ γυμνοί σαν ατσάλι,/ πέφτει το βράδυ χλωμό/…
Του αρέσει πολύ το «γυμνός» και «γύμνια», μα συχνά είναι άσχετο.
Το 1933-4 στο Μυθιστόρημα, ΙΑ’ έγραψε:
Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι/ μέσα στην
ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου/ άπλωνε τις άσπρες του
φτερούγες πάνω/ στους μαύρους βράχους…
Το 1937 στο «Ο Μαθιός Πασχάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα» έγραψε:
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί/ αν αταματήσω
τα τριαντάφυλλα θα μ΄αγκαλιάσουν/ μ΄ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα
πέταλα θα με πνίξουν/ φυτρώνουν στραβά όλα με το
ίδιο τριανταφυλλί/ κοιτάζουν…
Όχι μόνο σκοτεινότητα χαρακτηρίζει πολλά μέρη έτσι που ο νους να τα απορρίπτει, μα και κακοτεχνία στις μεταφορές και παρομοιώσεις που μοιάζουν να κυνηγούν πρωτοτυπία κι εντυπωσιασμό.
4. Το «Ο βασιλιάς της Ασίνης» (1938-1940) θεωρείται από τα καλύτερα του Σεφέρη. Κι όμως αυτό περιέχει πολλές σκοτεινές, θολές γραμμές που δεν μεταδίνουν νόημα και συγκίνηση παρά την εξεζητημένη προσπάθεια. Παίρνω ένα απόσπασμα (γραμμές 48…):
… όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος/ η νοσταλγία του βάρους
μιας ύπαρξης ζωντανής/ εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας/
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της
απελπισίας/ ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες το βούρκο/ εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας
πίκρας παντοτινής./ Ο ποιητής ένα κενό.//
Η ιτιά δεν είναι «φριχτή» ούτε σχετίζεται με απελπισία. Μετά, οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη άτακτα και συγκεχυμένα. Το δε νόημα – βούρκος.
5. Πάμε στις τελευταίες περιόδους. Το 1943 (Κάιρο) στο «Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ» έγραψε:
Ανάμεσα στα κόκαλα/ μια μουσική/ περνάει την άμμο/ περνάει
τη θάλασσα./ Ανάμεσα στα κόκαλα/ ήχος φλογέρας/…
Το 1946, στο άλλο σπουδαίο έργο Κίχλη (Β’ Ο ηδονικός Ελπηνώρ) έγραψε:
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,/ άκουσε των ανέμων την ταφή.//
Αδειασε το χρυσό βαρέλι/ ο γήλιος έγινε κουρέλι/
σε μιας μεσόκοπης λαιμό/ που βήχει και δεν έχει τελειωμό/
Στην περίοδο 1953-55 ο Σεφέρης επισκέφτηκε την Κύπρο και έγραψε αρκετά ποιήματα. Υπάρχουν μερικά ωραία κομμάτια και πολλά σκοτεινά. Τρία ή τέσσερα όπως «Επικαλέω τοι την Θεόν», «Αγιανάπα Β’», «Μνήμη Β’» είναι ακαταλαβίστικα και δεν χρειάζονται δειγματισμό.
Παίρνω όμως από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, το Ζ’, «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», το οποίο συχνά σχολιάζεται για την τελευταία γραμμή του «οιακισμός κεραυνού» που απηχεί τον Ηράκλειτο (οιακισμός= τιμονιά, στρίψιμο):
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα/ όχι με των στιγμών το στάλαγμα/
αλλά μια λάμψη, μονομιάς/ όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο/
κι απόμειναν καθηλωμένοι/ ή όπως/ ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα//
Η ομοιοπαθητική στον πρώτο στίχο είναι ίσως ορθή. Μα τα υπόλοιπα είναι προσποιήσεις και η σύντομη γραμμή «/ή όπως/» είναι ανόητα κομμένη, όπως ανόητη είναι και η παρομοίωση «ο ρυθμός της μουσικής μένει… σαν άγαλμα». Ανακαλέστε κάποιο ρυθμό μουσικής και εικονίστε τον σαν άγαλμα!
Αυτή η σκοτεινότης έγινε στη συνέχεια, με τη χάρη του σουρεαλισμού, σκέτη ασυναρτησία παραποίησης, συχνά αηδιαστικότατη, σχεδόν σε όλους.