Π187: Σεφέρη Μονόλογος πάνω στην Ποίηση

Π187: Σεφέρη Μονόλογος πάνω στην Ποίηση

- in Ποίηση
0

1. Έγραψα πως ο Σεφέρης προτίμησε να θάψει τον ποιητή μέσα στον λόγιο. Σε ανύποπτο χρόνο γνωστός μου, διαβασμένος καλλιτέχνης (όχι ποιητής), είπε πως τον έβρισκε ακαταλαβίστικο και λογιότατο. Ένας άλλος, διαβασμένος δικηγόρος αυτός, είπε τα ίδια. Η κακοτεχνία φαίνεται σε πάρα πολλούς στίχους: –

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια/ έφυγες το άλλο καλοκαίρι. (“Επιτύμβιο” στο Σχέδια για ένα Καλοκαίρι). Δοκιμάστε να μαδήσετε ίσκιους από κυπαρίσσια!

Τ’ αγάλματα/ λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο/

στα δυο, σαν το ροδάκινο (Κίχλη Β’).

Πώς τ’ αγάλματα λυγίζουν και ο πόθος μοιράζεται σαν το ροδάκινο (με το κουκούτσι του) είναι δύσκολο να συλλάβει ο δικός μου νους. Δύσκολο και –

Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια. (Τρία Κρυφά Ποιήματα, “Θερινό Ηλιοστάσι Ε’ ”).

Ποια είναι “τα” ναρκωτικά σεντόνια, που με το κύριο άρθρο θα έπρεπε να γνωρίζουμε; Ναι, είναι μεταφορά, μα ποια άποψη του κόσμου (ή που τυλίγει τον κόσμο) μοιάζει με σεντόνι;

Ναι, πρόκειται για μεταφορές που είναι όλες σύμβολα, μα αυτά είναι ιδιωτική περιουσία του στιχοπλόκου και δεν μπορούμε να μαντέψουμε τι συμβολίζουν!

2. Λίγες παραγράφους να διαβάσει κάποιος από τον Μονόλογο θα καταλάβει αμέσως πως πρόκειται για λόγιο, όχι ποιητή – σε αντίθεση με τους Άγγλους Shelley (Defence of Poetry) και Wordsworth (Preface to the Lyrical Ballands), που αναγνωρίζεις αμέσως ως ποιητές.

Ξαναδιάβασα τον Μονόλογο πρόσφατα – αν και τον έχω σχολιάσει μαζί με τον Διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου σε παλαιότερα άρθρα. Εδώ ο Σεφέρης επεξηγεί πολλα σημεία παρεξήγησης και διαφωνίας με τον Τσάτσο που δεν είχαν γίνει κατανοητά τότε, στην εκτεταμένη συζήτησή τους.

Αρκετά νωρίς αναφέρει τη “σχέση του έλλογου και του άλογου στοιχείου στην ποίηση” μα δεν την ξεκαθαρίζει τελικά όσο θα έπρεπε, μου φαίνεται. Δεν δέχεται πως υπάρχει κάποιος “κανόνας αναλλοίωτος και αιώνιος” για την άποψη αυτή της τέχνης. Μα γίνεται τρομερά κουραστικός με τις αδιάκοπες αναφορές σε ζωγράφους και μουσικούς και ποιήματα (Γαλλικά κυρίως, μα και Αγγλικά και αρχαία δικά μας).

Αν ήταν λιγότερο λόγιος και περισσότερο ποιητής στη στόχαση και γραφή του, δεν θα κούραζε τόσο.

3. Λίγα σημεία θα εξετάσω.

Θα μπορούσε πολύ απλά να γράψει ξεκάθαρα τι θεωρεί ποίηση και δη καλή ποίηση δίνοντας μερικά παραδείγματα (λίγες γραμμές από 3 ή 4 ποιητές ή ποιήματα) και αναλύοντάς τα ώστε να φανεί η ποιητική αρετή τους. Δεν το έκανε (κι εδώ εικάζω) για δυο λόγους: α) Ήθελε ακόμα να απαντήσει στον Τσάτσο και συγχρόνως να δείξει πως είναι διανοούμενος, ευρυμαθής και καλλιεργημένος, ενδιαφερόμενος για όλες τις καλές τέχνες και τη φιλοσοφία. β) Ήταν κάκιστος κριτικός και παρά την ευρυμάθειά του στην Ποιητική, αγνοούσε το βασικό της στοιχείο. Και αυτό φαίνεται από πολλές επιλογές του ως καλή ποίηση.

Στο 1ο τμήμα παραθέτει τα λόγια του Τσάτσου πως “η ποιητική τέχνη που έχει για εκφραστικό της όργανο τον λόγο δεν μπορεί να είναι δεμένη σε ορισμένους όρους που υπαγορεύονται από την ίδια τη φύση του λόγου”. Και σχολιάζει “Υποθέτω λόγος εδώ, σημαίνει αυτό που θέλει να πει ο Παλαμάς… ‘Ο πρώτος λόγος των Παραδείσων’ ”. Κι εδώ φανερώνεται ο εκνευριστικός λόγιος, διότι δεν ξέρω τι εννοούσε ο Παλαμάς, μα ξέρω πως ο Τσάτσος αποσαφήνισε πως εννοεί “λογική” (λατινικά ratio ή Αγγλικά reason) μα και “γλωσσικά στοιχεία, λέξεις, φράσεις”. Και συμφωνώ μαζί του. Η αναφορά στον Παλαμά προδίδει τον λόγιο Σεφέρη.

4. Πιο κάτω, ο Σεφέρης γράφει κάτι αποκαλυπτικό για τον ποιητή που πρέπει να “νιώθει την ανάγκη και (να) πετυχαίνει να μεταδώσει την ποιητική κατάσταση στους άλλους” (τμήμα 3). Αυτή είναι μια ιδιότητα της καλής ποίησης την οποία ο Σεφέρης δεν ενσωμάτωσε στην ποιητική του- όπως έχω δείξει πιο πάνω.

Στο τμήμα 4 δηλώνει την πίστη του “πως η κριτική πράξη είναι μια πράξη πρωτογενής και σπουδαία”. Και τη χρησιμοποιεί γράφοντας πως “είναι τυφλή η κρίση” μιας εποχής που αγνοεί τον Αισχύλο μα φυλάει σαν διαμαντικό ένα ασήμαντο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας. Συμφωνώ απόλυτα μα μάταια περιμένω να δω πως φτάνει σε αυτή την κριτική αξιολόγηση.

Παρότι στο τμήμα 5 αναφέρει την ποίηση ως καλή και κακή, πουθενά δεν επιχειρεί να δώσει καθαρά κριτήρια και παραδείγματα. Η κύρια προσπάθειά του συνίσταται στο να συμπεριλάβει στην καλή ποίηση και το άλογο στοιχείο. Για παράδειγμα παίρνει ένα δημοτικό τραγούδι:

“Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει./ Είχαν τον ήλιο στα βουνά, 

και τον αϊτό στους κάμπους/ και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια./ Μα ο 

ήλιος εβασίλεψε, κι ο αϊτός αποκοιμήθει/ και το βοριά το δροσερό τον πήραν 

τα καράβια./ Κι έτσι του δόθηκε καιρός του χάρου και σε πήρε.//

Είναι απίστευτο το ότι ο Σεφέρης το θεωρεί αυτό “άλογο στοιχείο”, ενώ είναι ένα κοινότατο σχήμα λόγου, η υπερβολή! Και μάλιστα στον κόσμο του παραμυθιού και του μύθου! Πολύ διαφορετικό και όντως “άλογο” είναι το να μαδάς ίσκιους κυπαρισσιών στη γνωστή καθημερινή μας ζωή.

5. Στο τμήμα 5 γράφει πως μερικοί ποιητές (Άγγλοι, κυρίως μα και δικοί μας) γράφουν ποιήματα “θολά, ακαθόριστα, ομιχλώδη και έλλογα”. Για παράδειγμα φέρνει τον δικό μας Κ. Χατζόπουλο (1968-1920) κι έχει δίκιο. Μα πάλι δεν εξηγεί τα κριτήρια. Να το εξάστιχο:

Κι άκου σου λαλεί/ κάπου σαν πουλί/ σου λαλεί θλιμμένη,/

σα να κλαίει σιγή/ μέσα στη σιγή/ κάποια πεθαμένη.

Πρώτα, έχουμε τα αόριστα “κάπου” και “κάποια” που υπονοούν πλαστή κατασκευή, όχι πραγματική εμπειρία. Μετά έχουμε την επανάληψη του “λαλεί” και της “σιγή” σε πολύ σύντομους στίχους. Τελικά είναι η σιγή που λαλεί κλαίουσα, μα, όχι, είναι μια κάποια πεθαμένη που λαλεί και κλαίει σαν πουλί στη σιγή. Τρέχα γύρευε!

Υπάρχουν πολλά άλλα σημεία που αναδείχνουν τον Σεφέρη κακό κριτικό. Σε μια του μελέτη για τον Κάλβο κάνει κάποιες αναλύσεις. Εξετάζει στην Τρίτη Ωδή την 4η στροφή:

Ακούω του λυσσώντος/ ανέμου την ορμήν˙/ κτυπά με

βίαν˙ ανοίγοντας/ του ναού τα παράθυρα/ κατασχισμένα.

Εδώ ο Σεφέρης νιώθει ευτυχής με τους 4 πρώτους στίχους, αλλά ενοχλείται με τη μετοχή κατασχισμένα – που τη συνδέει μόνο με χαρτί (χάρτινα παράθυρα). Όμως το “σχίζω” συντασσόταν και με πέτρα και με ξύλο και με ρούχο. Οι κάσες παραθύρων ήταν ξύλινες και είχαν, ενδεχομένως, και κουρτίνες. Έτσι το ρήμα λειτουργεί κανονικά. Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη την οποία ο Σεφέρης παραδόξως παραγνωρίζει. To “παραδόξως” είναι λειτουργικά κυριολεκτικό. Διότι στην επόμενη στροφή όπου η σελήνη ρίχνει το ψυχρόν της αργύριον, ο Σεφέρη διαβλέπει μια πιθανή αναφορά στα (30) αργύρια του Ιούδα – ενώ πουθενά στην Ωδή δεν υπάρχει προδοσία. Εντούτοις δεν βλέπει εδώ την πολύ πιο πιθανή αναφορά στο Ματθαίου 27.51 (και Μάρκου 15.38 και Λουκά 23.45), όπου με τον θάνατο του Ιησού στον σταυρό, “εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού… και αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνήματα ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη…”. Ομοίως εδώ, στις στροφές 8 – 9, εμφανίζεται από το ανοιγμένο μνήμα της η μορφή της μητέρας του Κάλβου.

Το βρίσκω άκρως παράξενο και άκρως αποκαλυπτικό πως εδώ, που ο Σεφέρης επιτέλους επιχειρεί μια κριτική ανάλυση των στίχων, τα μπουρδουκλώνει.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *