1. ‘ Όλγα Βότση’ είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο της κας Ο. Μπούκη-Πλατή, που γεννήθηκε Δεκέμβριο 1922. Εργάστηκε ως φιλόλογος καθηγήτρια στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε περίπου 15 συλλογές ποιημάτων και πήρε 2 κρατικά βραβεία (1971 το 2ο και 1990 το 1ο). Ποιήματά της μεταφράστηκαν στη γαλλικά, ιταλικά και πολωνικά. Πέθανε Φεβρουάριο 1998.
Σε προηγούμενο άρθρο εξέτασα την προσέγγισή της στον Ελύτη στο άρθρο της ‘Σκέψεις για τον Ελύτη’ (σ 79-81) στο Αφιέρωμα που δημοσίευσε η Νέα Εστία 1997.
Το σύντομο άρθρο είναι πέρα για πέρα εγκωμιαστικό. Ο Ελύτης είναι ‘ποιητής του φωτός και της θάλασσας… ο ποιητής της εικόνας.’ Δυστυχώς δεν επιχειρεί να δώσει ένα δείγμα έστω αυτής της ποιητικής ‘της εικόνας’. Μάλλον δεν ήξερε πώς να το κάνει αυτό.
Διότι αν μπορούσε θα έβλεπε σύντομα πως οι ποιητικές εικόνες του Ελύτη είναι συχνά χειρότερες από τα κακόγουστα κολλάζ του.
2. Η ποιητική τεχνική της Ο. Βότση δεν είναι καθόλου καλύτερη από την κριτική της: δεν έχουν τίποτα το ‘ποιητικό’! Θα αναλύσω λεπτομερώς δυο τρία αποσπάσματα από τη μεσαία και τελευταία περίοδο της παραγωγής της.
Άφηνε τα δάχτυλά σου ανοιχτά
να μπαίνει η αιωνιότητα σα γύρη φωτός.
Πάνω στ’ αλύγιστα χέρια σου, σα σε βράχια σκληρά
άφηνε να τσιμπάνε τα χρυσά πουλιά της
Έτσι ξεκινά το ποίημα που συνεχίζει με τις ίδιες αρετές κακοτεχνίας. Αμέσως σκέφτομαι, γιατί άραγε στην περίπτωση της κυρίας να χρειάζεται η αιωνιότητα να μπαίνει μέσα από τα ανοιχτά δάχτυλα. Μετά, δεν μας λέει πού θα μπει αφού περάσει από τα ανοιχτά δάχτυλα. Διότι αμέσως μετά είναι πάνω (όχι μέσα) στα χέρια. Στη συνέχεια αναρωτιέμαι τι είναι αυτή η αιωνιότητα που μπαίνει μέσα από ανοιχτά δάχτυλα. Η παρομοίωση ‘σα γύρη φωτός’ είναι αμφίσημη. Η αιωνιότητα στην μορφή γύρης φωτός μπαίνει, ή μπαίνει όπως μπαίνει η γύρη του φωτός. Όπως και αν έχει, δύσκολα εικονίζω (δηλαδή καθόλου) το φως ως γύρη. Το φως το βλέπεις ως ακτίνα, ως κηλίδα ή λιμνούλα ποτέ όμως (εκτός από όταν στις ακτίνες αιωρούνται μόρια σκόνης) ως γύρη η οποία είναι συνήθως κίτρινοι κόκκοι. Κάτι άυλο εδώ γίνεται χοντρό υλικό!
Αμφιβάλλω αν ποτέ κανείς είδε ‘γύρη φωτός’. Και αυτά όλα μου λένε ότι η Ο. Βότση προσποιείται πως είναι ποιήτρια και μάλλον γράφει παραποίηση.
3. Η τελευταία μου σκέψη επικυρώνεται από το δίστιχο που ακολουθεί. Τώρα η αιωνιότητα που μπαίνει ‘σα γύρη φωτός’ παρουσιάζεται να έχει χρυσά πουλιά. Διότι το ‘της’ πρέπει να αναφέρεται σε κάποια θηλυκή μορφή και μόνο η αιωνιότητα είναι θηλυκή (και η γύρη μα αυτή είναι μέρος της παρομοίωσης). Τώρα έχω άλλη δυσκολία, διότι δεν ξέρω με τι αντιστοιχούν τα χρυσά πουλιά που ανήκουν στην αιωνιότητα η οποία μοιάζει με γύρη φωτός – διότι τα ίδια τα κανονικά πουλιά δεν είναι αιώνια, ή τουλάχιστον δεν γνωρίζω αιώνια πουλιά. Οπότε τι ακριβώς είναι αυτά που, όμως, όπως συνηθισμένα πουλιά, ‘τσιμπάνε’; Και γιατί να τσιμπάνε ‘ αλύγιστα χέρια σα βράχια σκληρά’ , και όχι κάτι πιο μαλακό;
Δηλαδή η αιωνιότητα, κάτι σχεδόν ασύλληπτο για το νου μας, μια μεγάλη δύναμη/ενέργεια/ κατάσταση/οντότητα δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει από το να μπαίνει μέσα από ανοιχτά δάχτυλα σαν γύρη φωτός (!) και μετά τα χρυσά πουλιά της (!) να τσιμπούν πάνω στα χέρια της κας Ο. Βότση!….
Πώς στην ευχή τέτοιες γελοιότητες με συγχυσμένες, θολές εικόνες και ασυνάρτητους παραλογισμούς μπορούν να θεωρηθούν ‘ποίηση’;
4. Αν νομίζετε, αναγνώστες, πως υπερβάλλω και κρίνω πολύ σκληρά ένα μεμονωμένο απόσπασμα, διαβάστε παρακάτω ένα 2ο απόσπασμα.
Οι λέξεις σου:/ Βέργες που σφηνώνονται στο λαιμό,/
ποταμοί που πνίγουν/ αίμα που σταλάζει από σπηλαίων πληγές./
ζώα που σφαδάζουν στα χέρια σου.
Εδώ η κυρία (ή φορώντας την προσωπίδα κυρίου) μιλάει σε κάποιον (κάποια), για τα λόγια του/της. Τα λόγια είναι σαν ‘βέργες που σφηνώνονται στο λαιμό’. Δύσκολο να σκεφτώ λόγια σαν/ως ‘βέργες’ – πράγματα ξύλινα μακρόστενα! Έστω, ας το δεχτούμε. Αλλά σε ποιανού λαιμό σφηνώνονται; Πρέπει να είναι στον λαιμό μας, αυτής/αυτού που ακούει. Μα τα λόγια που ακούμε δεν πλησιάζουν τον λαιμό μας μόνο τα αυτιά και το μυαλό. Αν όμως σφηνώνονταν στον λαιμό αυτού που τα λέει (που θα ήταν πιο φυσικό), τότε αφού είναι σφηνωμένα, δεν βγαίνουν, δεν εκφράζονται!…
Μετά, τα λόγια που είναι σαν βέργες γίνονται ‘ποταμοί που πνίγουν’. Ναι, καλή η παρήχηση ‘π-π-π’, μα πως στην ευχή μοιάζουν με ποταμούς τα λόγια και πώς πνίγουν; Μόνο αν τρέχουν σε φαρδιά, αδιάκοπη φλυαρία και νιώθουμε να πνιγόμαστε στην καταρρακτώδη ορμή τους, μη έχοντας την ευκαιρία να πούμε κι εμείς κάτι και να ανακουφιστούμε!
Μα τι έγιναν στο μεταξύ τα λόγια- βέργες; Διότι, πώς κάτι που μοιάζει με βέργα μοιάζει και με ποταμό που πνίγει;
5. Δυστυχώς η παραδοξότητα συνεχίζει σε νέα αινιγματική παρουσίαση.
Τα (μαγικά) λόγια γίνονται τώρα ‘αίμα που σταλάζει’. Αυτό είναι αδύνατο να επεξηγηθεί, αφού δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ λόγων και σταγόνων αίματος (που πέφτουν στάλα στάλα) – εκτός αν πρόκειται για αργές συλλαβές. Αυτή η ερμηνεία όμως αντιφάσκει με το λόγια –ποταμοί και τα λόγια βέργες! Επιπλέον το αίμα σταλάζει από ‘σπηλαίων πληγές’. Καθώς ανοίγει το στόμα μπορεί να μοιάζει με σπήλαιο, μα εδώ είναι πληθυντικός – πολλά σπήλαια. Μετά, έχουμε πληγές: είναι αυτές των σπηλαίων ή είναι πληγές που προκλήθηκαν από γλίστρημα μέσα σε σπήλαια ή είναι πληγές μεγάλες και σκοτεινές σαν σπήλαια; Μόνο η τελευταία εκδοχή μοιάζει ικανοποιητική: τα λόγια εκφέρονται αργά σαν στάλες αίμα από ψυχικές, μεγάλες σαν σπήλαια, πληγές. Κάπως γκροτέσκο!
Και μετά αυτά γίνονται σαν ζώα που σφαδάζουν (άλλη παραδοξότητα) και μάλιστα στα χέρια! Τα λόγια που ταξιδεύουν από το στόμα ενός στα αυτιά αλλουνού, σφαδάζουν στα χέρια!
Ναι, χάρηκα με τη γνωριμία της κας Βότση, μα δεν θέλω να χάσω άλλο χρόνο στις ασυνάρτητες σκέψεις κι εκφράσεις τη προσποίησής της!