Σήμερα, συνεχίζοντας από το προηγούμενο 213. Ποίηση: Ποίησης Τέχνη, εξετάζω δυο ποιήματα που έχουν ομοιότητες. Επειδή πολύ πολύ σπάνια θεωρητικοί και κριτικοί δηλώνουν τα κριτήρια τους για καλή και κακή ποίηση και στα παραδείγματά τους καταπιάνονται με τη θεματολογία και την ερμηνεία συμβόλων, χωρίς να εξετάζουν την ποιητική καταλληλότητα και εναρμόνιση των σχημάτων λόγου, δίνω από ένα παράδειγμα δείχνοντας γιατί θεωρώ το ένα καλό και το άλλο όχι.
Το 1ο του 1987 δεν είναι ολόκληρο μα λείπουν μόνο λίγες φράσεις.
Σπασμένη σαϊτιά του ήλιου/ σφηνώθηκες κι εσύ σε τούτα τα νησιά/
Χαμένο φως σ’ αυτά τα κόκαλα/…/
δάχτυλα τσακισμένα, σκόρπια/ δείχνοντας τώρα τόσες κατευθύνσεις/
που πια δεν ξέρεις τι ν’ ακολουθήσεις/…και πλευρά/,
εκεί που μπήχτηκε ένα δόρυ αστραφτερό/ και βγήκε λίγο νερό γλυφό//
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη…/Ω πικραμένη όψη της αγωνίας/
Με βία μετράς ναυάγια αλαζονείας.
Εδώ δεν υπάρχει σκοτεινότης, το άλογο, ή ασυνέπεια: είναι γλώσσα κοινή καθομιλουμένη. Το ένα σχήμα λόγου (μεταφορές, αναφορές, προσωποποιήσεις) διαδέχεται το άλλο χωρίς να προκαλεί απορία ή σύγχυση, μα ίσως να χρειάζεται να το ξαναδιαβάσετε για να ξεδιαλύνετε τη σκέψη και το αίσθημα. Η ενσάρκωση του Έλληνα είναι ακτίνα του ήλιου (οικουμενικό σύμβολο του Λόγου και της Ζωής), μια σαΐτα από τον τοξοβόλο Απόλλωνα. Είναι όμως σπασμένη και χαμένη, όπως η ακτίνα και μια σαΐτα διαθλάται περνώντας μέσα στο νερό, και σφηνώνεται στα νησιά που είναι (σαν) κόκαλα (δίχως σάρκα = δίχως πολύ κι εύφορο χώμα). Είναι και “σφηνωμένη” η σαΐτα, η ενσάρκωση του Έλληνα σαν ανήμπορη να ξεφύγει. Ανάμεσα στα κόκαλα υπάρχουν και νησιά σαν “δάχτυλα τσακισμένα” – και αυτά τα δάχτυλα δείχνουν (= διδάσκουν, εκδηλώνουν) πολλά (= πολλές γνώμες, πολιτικές) έτσι που να μην μπορείς εύκολα να αποφασίσεις προς τα πού να κινηθείς. Μετά είναι και “πλευρά” (πάλι νησιά ή κόλποι και ακρωτήρια) που συνδέονται συνειρμικά με το “δόρυ”: εδώ ο ποιητής παρασύρθηκε στο μεταφορικό επίπεδο διότι δεν υπάρχει στη συνέχεια αντικειμενική αντιστοιχία – εκτός κι αν πιέσουμε το μυαλό μας να εικονίσει κάποιο “αστραφτερό” σύνεργο (τσάπα, τρυπάνι ή εκσκαφέα) που σκάβει για νερό. Το δόρυ είναι των αρχαίων Ελλήνων ή του Ρωμαίου που τρύπησε τον Χριστό στον σταυρό και βγήκε όχι αίμα αλλά “νερό γλυφό” – όπως στο ποίημα “Άρνηση” του Σεφέρη, το οποίο είναι πασίγνωστο! Είναι επίσης στα νησιά τα πηγάδια με λιγοστό νερό. Μετά είναι πάλι “τα κόκαλα” μα τώρα σε καθαρή αναφορά στον Εθνικό Ύμνο. Μόνο που εδώ δεν ακολουθεί η “λευτεριά” μα πίκρα και αγωνία, μια όψη που (στον Ύμνο του Σολωμού με “βια μετράει τη γη” μα) εδώ μετρά “ναυάγια αλαζονείας”. Η αλαζονεία είναι ιδιότητα μη-υλική μα το ναυάγιο είναι υλικό – και υπονοεί απώλεια και θρήνο.
Αυτή η αναφορά ρίχνει φως και στο σφήνωμα της σαϊτιάς στα νησιά-κόκαλα: δηλαδή στο ιερό κι ένδοξο παρελθόν που δεν είναι πια ζωντανό. Εδώ υπάρχει πυκνότητα εννοιών στη μεταφορά: ένδοξη αρχαία ιστορία (ναυμαχία της Σαλαμίνας), μα και σύγχρονη ναυσιπλοΐα, με ναυάγια που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν απάτες για να εισπραχθούν ασφάλιστρα˙ και αλαζονεία στους ηγέτες, πολιτικούς, λόγιους και ιεράρχες, που προκαλούν το ναυάγιο της ουσιαστικής ανάπτυξης και προόδου. Γι’ αυτό υπάρχει πίκρα και αγωνία.
Σε κάθε περίπτωση μεταφοράς ή προσωποποίησης υπάρχει αντικειμενική αντιστοιχία και ο νους δεν μένει ξεκρέμαστος.
Το ποίημα, παρότι μεταδίδει πίκρα και απογοήτευση, έχει πάντα την υπόνοια, χωρίς να το λέει σαφώς, πως οι κάτοικοι της χώρας δεν παύουν να είναι το φως του Ήλιου (Απόλλωνα), του Λόγου και της Ζωής, και θα μπορούσαν, αν άφηναν την αλαζονεία κι ελευθερώνονταν από το σφήνωμά τους στα “[ιερά] κόκαλα” των περιορισμών τους (= πατριδοκαπηλία, θρησκοκαπηλεία, έπαρση κ.λπ.), να αναπτυχθούν σε ανώτερο επίπεδο σαν άτομα και σαν έθνος.
Το 2ο είναι του 1966 αυτοτελές:
Είπες εδώ και χρόνια:/ “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”./
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς/ στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου/
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν/ στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου/
ψάχνεις γωνίες όπου το μαύρο/ έχει τριφτεί και δεν υπάρχει/
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη/ την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου/
για να την ανοίξει στο φως.
Δεν είναι ακριβώς η ίδια ιδέα, το ίδιο θέμα, αλλά υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με το πρώτο: το φως, μέλη σωματικά, το πόντισμα, η λόγχη που τρυπά την καρδιά.
Οι τρεις πρώτες γραμμές είναι πρόζα κομμένη. Αυτό που είπε παλιότερα ο ποιητής γίνεται με το “είμαι” αφυπνιστικό, μα πρόκειται για προσπάθεια φιλοσόφησης: δεν είναι πραγματική εμπειρία, μα διανοητική με πεζά λόγια. Οι “φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου” δεν είναι πολύ πειστική μεταφορά. Σε ποια άποψη του ύπνου αντιστοιχούν οι “ωμοπλάτες”; Ναι, έχουμε προσωποποίηση, μα εδώ πώς τις “ακουμπάς”; Σου γυρίζει την πλάτη ο προσωποποιημένος ύπνος, αδιαφορεί; Και τι γίνεται με το που τον ακουμπάς;… Αν δεν είναι ο κανονικός ύπνος είναι σύμβολο που μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλότροπα. Μετά “ποντίζεσαι” μα σε ένα “ναρκωμένο στήθος”. (α) Ποιοι σε ποντίζουν; Μόνο οι ωμοπλάτες είναι πληθυντικός. Αυτές σε ποντίζουν; Δύσκολο το γύρισμα από τις ωμοπλάτες στο στήθος του πελάγου. (β) Ποντίζεσαι σε πέλαγος, στο ναρκωμένο στήθος του! Πώς είναι “ναρκωμένο” το στήθος του πελάγου; Ακίνητο, σίγουρα (όχι μαστουρωμένο με τρελές κινήσεις και ασυναρτησίες), μα πώς ναρκωμένο; Και τι είναι, τι αντιπροσωπεύει ή συμβολίζει, αυτό το πέλαγο; Έχει γωνίες το πέλαγο;… Βυθίζεσαι λοιπόν στον ύπνο (και ας σου γυρίζει την πλάτη) και ψάχνεις (στο σκοτάδι) εκεί που το μαύρο πάει να εξαφανιστεί. Τι είναι το μαύρο και πως τρίβεται; Μα δεν ψάχνεις για φως αλλά “αναζητάς ψηλαφητά” μια “ορισμένη λόγχη”. Πώς βρίσκεις “στις γωνίες του πελάγου όπου το μαύρο έχει τριφτεί” μια “ορισμένη λόγχη”; Ποια ορισμένη; Του Χριστού όπως στο προηγούμενο ποίημα – ή ο κάθε άνθρωπος κάποια συγκεκριμένη, ιδιαίτερη; Η λόγχη θα του τρυπήσει την καρδιά και αυτή τώρα θα ανοίξει στο φως! Είναι δυνατό στον ύπνο να βρεις την ορισμένη λόγχη; Ή τι είναι το πέλαγος, αν όχι ο ύπνος; Και τι είναι το μαύρο που έχει τριφτεί τόσο που να μην υπάρχει πια; Και τι υπάρχει στη θέση του; Φως; Είναι αυτά όλα μάλλον προσωπικά σύμβολα που συγχύζουν…
Καταλαβαίνω τη σκέψη και “το ζήτημα φωτός”. Μοιάζει αρχικά άρτια, ορθή γραμμή σκέψης εννοιολογικά, φιλοσοφικά. Μα με πια έννοια είναι ο ίδιος (η ίδια) κατά βάθος φως; Άλλη δυσκολία αυτή. Το εσωτερικό φως ενώνεται τελικά με το εξωτερικό που αναφέρεται απρόσμενα και ανεξήγητα για πρώτη φορά στο τέλος;
Μετά, πώς παρουσιάζεται ποιητικά; Εδώ είναι η ποιητική τέχνη: η χρήση λέξεων και σχημάτων λόγου. Οι μεταφορές δεν έχουν αντικειμενική αντιστοιχία και τα σύμβολα δεν είναι ξεκάθαρα. Το μαύρο μπορεί να έχει τριφτεί μα η σκοτεινιά παραμένει σε όλη τη διαδρομή.
Πρόκειται για (προσ)ποίηση και (παρα)ποίηση. Είναι διανόημα ντυμένο με 3-4 μεταφορές, αταίριαστες και αντιφατικές που δεν μεταφέρει πραγματική συγκίνηση. Ο νους δεν μπορεί να τις παρακολουθήσει και μένει ξεκρέμαστος με απορίες. Η προσπάθεια να γίνει “ποίηση” καταστρέφει την καθαρότητά της και μένεις με την απορία – προς τι όλη αυτή η προσπάθεια;
Ο στιχουργός έχει πέσει στην παγίδα της λόγιας διανόησης και πάει μέσω ποιητικών μέσων να περάσει για ποιητής που αποκόμισε σοφία και από τις όποιες σκοτεινιές της ζωής. Αναγνωρίζω την προσπάθεια μα ποιητικά δεν με πείθει διόλου!