Νικόδημος
1. “Η Βλαχοπούλα” δραματοποιήθηκε από την ΕΡΤ (1988), από τον Βαγγέλη Γκούφα και υπάρχει αναρτημένη στο διαδίκτυο. Δεν μεταδίνει γνήσια το πνεύμα, την ποιότητα, του διηγήματος, καθώς έχει πρόσθετο “δράμα” και συναισθηματισμό.
Το διήγημα αφορά (συνοπτικά) τη Φλώρα, που στέλνεται από τον άκαρδο αδελφό της, και χωρίς να το ξέρει η χήρα μητέρα τους, ως δουλοπαίδι σε αθηναϊκή οικογένεια. Όταν ο κύριος μένει χήρος, επιχειρεί να τη βιάσει, μα η κοπέλα τον αντικρούει βίαια κι επιστρέφει στο χωριό της όπου συναντά τον Ζήσο, έναν νεαρό στρατιώτη που είχε γνωρίσει στην Αθήνα, και παντρεύονται. Μα είναι η αφήγηση που εδώ έχει σημασία και μας δίνει ένα εξαίρετο διήγημα.
Πολλοί προτιμούν άλλα διηγήματα, όπως το “Άνθος του γιαλού”, “Όνειρο στο κύμα”, “Στο Χριστό στο Κάστρο”, “Η Νοσταλγός”, “Το Χριστόψωμο”, “Το μοιρολόγι της φώκιας” κ.λπ. Οι ελάχιστες αναλύσεις που έχω βρει στο διαδίκτυο για μερικά από αυτά δεν με ικανοποιούν, αν και συμφωνώ πως μερικά είναι καλά διηγήματα.
2. Η αφήγηση ξεκινά με τον γέρο-Σαράντο να λέει ευθέως στους δυο γιους του ή να παντρευτούν ή θα παντρευτεί ο ίδιος. Και αμέσως ο Αλ. Παπαδιαμάντης εξηγεί πως “η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ” μα επίσης ως βοηθός στα χωράφια! Ακολουθεί περιγραφή των δυο γιων, με τον Στάμο να δίνει αόριστη υπόσχεση και τον Ζήσο να υπηρετεί στον στρατό και να είναι με άδεια.
Αμέσως εισέρχεται η γραία Σιδερή και προτείνει την κόρη της Φλώρα που γύρισε από την Αθήνα όπου υπηρετούσε σε σπίτι μα εξοργίστηκε με τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε από τον χήρο κύριο του σπιτιού. Ο Σαράντος άκουε ψυχρά – αφού η κοπέλα δεν είχε αξιόλογη προίκα – ο Στάμος έγινε “αλλόφρων” και μόνο ο Ζήσος “έδειξε τινά συγκίνηση” σα να αναγνώριζε την ιστορία “της φυγής της κόρης” (;)
Μόλις η γραία φεύγει με τη δήλωση του Σαράντου πως δεν σκεφτόταν να παντρέψει τους γιους του (!), μπαίνει η γειτόνισσα Γιωργούλα ορμητικά και δυσφημεί άγρια “την τσούπα” [= κορίτσι] της Σιδερή που μάλλον είχε πάθει “ρεζιλίκια” και ίσως να ήταν και “κλέφτρα”. Γι΄αυτό και η κοπέλα δεν έβγαινε από το σπίτι. Μα σύντομα μαθαίνουμε (από τον Ζήσο που ρώτησε φίλους) πως η κα Γιωργούλα είχε αδελφή χήρα και την προξένευε στον ίδιο τον Σαράντο!
3. Μετά έχουμε την παρουσία του Πάνου Δημούλη να κοιμάται ως αργά σε εξοχικό μέγαρο, φιλοξενούμενος πλούσιου κτηματία. Αφού προγευμάτισε πλουσιοπάροχα με σπαράγγια, καφέ κ.λπ., βγήκε μόνος να περπατήσει στην εξοχή. Το οροπέδιο έσφυζε με άνοιξη και ζωή και η βλάστηση οργίαζε στον ήλιο. Δεν ξέρω αν όντως “τα αρνάκια περιχαρή έτρεχαν χαριέντως” (και περιχαρή και χαριέντως;) “ακούοντα τους βελασμούς των αμνάδων και μυριάδες στρουθίων εκελάδουν”. Μα ο Δημούλης ξάπλωσε έχοντας προσκέφαλο έναν “σχοίνον” (μάλλον απίθανο) και “την χλόη ως στρώμα” και σκεφτόταν να κοιμηθεί πάλι. Τότε φάνηκε στην άλλη άκρη μια κόρη ν’ ανεβαίνει – η βλαχοπούλα μας – ψηλή και όμορφη. Ο Δημούλης ένιωσε στη μνήμη του “όλα τα όνειρα, όλας τας μυστηριώδεις τέρψεις, όλας τα ανεξηγήτους φρικιάσεις της πρώτης νεότητος… η ζωή γίνεται εν με τον έρωτα και η ποίησις υποκαθιστά την πραγματικότητα εις το πνεύμα”. Έκανε πολλές σκέψεις τέτοιες καθώς η κοπέλα φρόντιζε μια προβατίνα με το αρνάκι της. Μα η ρομαντική ποίηση χάθηκε για τον Δημούλη καθώς εμφανίστηκε τρίτο πρόσωπο, ένας στρατιώτης που φάνηκε να γνωρίζει τη βλαχοπούλα καλώντας την “Συ είσαι Φλώρα!”
4. Εδώ το σκηνικό αλλάζει απότομα και ο συγγραφέας μάς εξιστορεί το παρελθόν της Φλώρας στην αθηναϊκή οικογένεια. Η κυρία είχε μια αδελφή παντρεμένη με λοχαγό και αυτός είχε στην υπηρεσία του τον στρατιώτη Ζήσο. Αυτή η οικογένεια έμενε “σε παρακειμένην οικίαν” και ο νέος στρατιώτης ερωτεύτηκε την “ωραιοτάτη κοπέλα” και αν τα βλέμματά τους συναντιούνταν, ο νέος κοίταζε αλλού.
Η κυρία πέθανε αφήνοντας 4 ορφανά και η Φλώρα έμεινε να τα φροντίζει με τα παρακάλια της γυναίκας του λοχαγού, παρότι φοβόταν τον χήρο κύριο. Εκείνος όντως προσπάθησε να τη βιάσει, μα η Φλώρα τον χτύπησε στους δυο βραχίονες και μετά έφυγε και πήγε στου νεότερου αδελφού της. Ο αισχρός χήρος προσποιήθηκε μετά πως ήταν άρρωστος με πυρετό και πως η Φλώρα είχε κλέψει ασημένια κουτάλια και χρήματα…
Πίσω στο παρόν, η Φλώρα και ο Ζήσος συνομιλούν, δίνοντας εξηγήσεις τις οποίες ακούει ο Δημούλης και νιώθει ζήλεια για τον τυχερό Ζήσο που εκμυστηρεύεται στη βλαχοπούλα πως θέλει να την παντρευτεί.
————————-
5. Η παρουσία του Δημούλη μοιάζει κάπως εμβόλιμη, εκτός αν είναι για να δώσει μια εικόνα και της πλούσιας τάξης και να τονίσει το γεγονός πως η Φλώρα ήταν πολύ όμορφη και ο καθένας μπορούσε να την ερωτευθεί. Πάντως δεν είναι πολύ πειστική – όπως δεν είναι και η περιγραφή της φύσης όπως την εμπειράται ο Δημούλης στο “οροπέδιο”. Αλλιώς το διήγημα θα ήταν άψογο.
————————-
6. Η μάλλον άσχετη παρουσία του Δημούλη στο “Η Βλαχοπούλα” είναι όμοια με την κηπευτική του “εξαδέλφου Γιαννιού” στο διήγημα “Η Μαυρομαντηλού” (1891). Ο τίτλος σχετίζεται με σκόπελο κοντά στην ακτή, μα το διήγημα εξιστορεί την ταλαίπωρη ζωή του χωρικού Γιαννιού που έγινε ψαράς και την προσπάθειά του να σώσει ένα παιδί που παραλίγο να πνιγεί στη θάλασσα.
Το πρώτο μέρος δίνει μια παρουσίαση του καλλιεργητή και μια μακροσκελή περιγραφή του κήπου λαχανικών, με δυο τραβηγμένες παρομοιώσεις (και μετά άλλες τραβηγμένες παρομοιώσεις ουρανού, ήλιου, φεγγαριού και των Πλειάδων)!
Ο κήπος ήταν “βιβλίον ανοικτόν, αλλά βιβλίον με ιερογλυφικούς χαρακτήρας, ή μ΄ εκείνα τα ‘σήματα λυγρά’ [= άθλια, δεινά], τα διατεθλασμένα, τα εγκεχαραγμένα επί των γυμνών κρανίων των νεκρών…” κ.λπ.
Απορείς πώς ο Αλ. Παπαδιαμάντης χάνεται στο δεύτερο σκέλος της σύγκρισης!
————————-
7. Δεν βρίσκω πολύ πειστική και την όμορφη Λιαλιώ στο “Η Νοσταλγός” (1894), η οποία αν και παντρεμένη με τον 50χρονο μπαρμπα-Μοναχάκη, που την περνά 25 χρόνια και πάνω, παρασύρει ένα βράδυ έναν 18χρονο νεαρό, τον Μαθιό, να την πάει βόλτα με βάρκα από τη Σκιάθο (νησί του άντρα της) στο δικό της παρακείμενο νησάκι για να επισκεφθεί, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια, τους γονείς και τον τόπο της. Ξέρει πως ο νεαρός είναι ερωτευμένος μαζί της και, πολύ φυσικά, τον εκμεταλλεύεται, όχι εντελώς άκαρδα, μα χωρίς να έχει καμιά πρόθεση να απατήσει τον άντρα της, έστω κι αν εκείνος περνά πολύ χρόνο, όλη μέρα, στο καφενείο και την αφήνει μόνη και δεν κατανοεί τη νοσταλγία της. Μα στο διήγημα δεν υπάρχει ένδειξη πως η Λιαλιώ τού έχει ζητήσει να επισκεφθούν τους δικούς της κι εκείνος αρνείται.
Η τόλμη της νέας γυναίκας, είναι καταπληκτική, ιδίως όταν βγάζει “δια ταχείας χειρονομίας, το λευκόν, πολύπτυχον κολοβιόν της” [= πλεχτό πουκάμισο με κοντά μανίκια ή γιλέκο] για να το κάνουν πανί στηριγμένο στα δυο όρθια κουπιά. Μένει τότε με το μεσοφούστανο “κοντόν έως τα κνήμας” και κάθεται “συνεσταλμένη”!
8. Η αφήγηση έχει έντονο στοιχείο φαρσοκωμωδίας. Κάποιος βρίσκει πως το θαλάσσιο ταξίδι οδηγεί “στο όνειρο και στο ρεμβασμό”. Άλλος πως “ο έρωτας του Μαθιού (…) είναι ένας από τους καταδικασμένους έρωτες” που βρίσκουμε συχνά στον Αλ. Παπαδιαμάντη. Τον συνδέει με τον έρωτα του νεαρού φτωχού βοσκού στο “Όνειρο στο κύμα”, ο οποίος δεν έχει καμιά δυνατότητα να διεκδικήσει την πλούσια Μοσχούλα – κι ας τη σώζει (όπως το βλέπει ο ίδιος) από τη θάλασσα όπου εκείνη κολυμπά γυμνή! Μόνο που ο μεν βοσκός είναι ο πρωταγωνιστής και μας αφηγείται την εμπειρία του, ο Μαθιός είναι κομπάρσος στην πρωταγωνίστρια Λιαλιώ που, παρά τον ερωτισμό που συχνά προβάλλεται (με υπαινιγμούς, μισόλογα, αγγίγματα), αυτή, είναι βέβαιο, δεν πρόκειται ν’ απατήσει τον όχι και τόσο ρομαντικό ή στοργικό άντρα της. Και στο τέλος ο άντρας της κατανοεί τη νοσταλγία της και προσφέρεται να τη συνοδεύσει στους δικούς της.
Άλλος πάλι: “Η δύναμη της φύσης, ο έρωτας και η ελευθερία συνθέτουν μια συγκλονιστική ιστορία γεμάτη ποίηση και συναισθηματική ένταση. Η φύση για τον Παπαδιαμάντη δεν είναι απλώς το σκηνικό αλλά γίνεται καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής”.
Ανοησίες. Αν ήταν αλήθεια, η θάλασσα θα είχε αναταράξεις για να αντανακλάται η “συναισθηματική ένταση” – ιδίως όταν εμφανίζεται η “σκαμπαβία”, η μεγάλη, ελαφριά φελούκα που τους κυνηγάει μεταφέροντας και τον κυρ-Μοναχάκη. Μα η θάλασσα είναι ήρεμη!
Δυστυχώς ακόμα κι έγκριτοι κριτικοί και πανεπιστημιακοί προτιμούν να βλέπουν τις ονειροπολήσεις τους αντί να διαβάζουν το κείμενο μπροστά τους.