Ταξίδι αναζήτησης
Χρήστος Πίππας
Ταξιδευτής βαδίζοντας τη ρόδινη την ώρα
βασίλειο στην αμμουδιά πασχίζει να ορθώσει
μια γνώριμη ευχαρίστηση και χιλιοκαμωμένη.
Στρέφει η πυξίδα μες το νου, νιώθει το πάτημά του
νιώθει το βήμα αλλουνού κι ας είναι το δικό του,
στρέφει το βλέμμα απαλά στο γνώριμο τον τόπο
μα βλέπει άγνωστη ομορφιά ξαναταξιδεμένη,
μιας ποικιλίας αϊδίσματα ακούγει με τ’ αυτιά του
οικείες είναι οι λαλιές μα αγνώριστες συνάμα.
Ξάφνου η φύση απλώνεται με πρόσταγμα κρυμμένο
και λούζει τον ταξιδευτή με φως και παρουσία,
Yποβολέας γνώριμος ποτίζει το τοπίο,
θυμίζει στον ταξιδευτή ποιο ειν’ το σπιτικό του
γεμίζοντας απλόχερα με πλούτη την καρδιά του.
Χορτάτος τώρα ο άνθρωπος χαρά και καλοσύνη
δίνει με μιας το βλέμμα του στον Οίκο του Κυρίου
κοιτάζει το γαλάζιο Του, θρέφει το αίσθημα του
ευγνωμονεί τη Φύση του
γι’ Αυτόν τον Φίλο που ‘χει.
– – –
Άτμαν
Χρήστος Αδαμόπουλος
Κάποτε γνώριζα κάτι από σένα·
μέσα από εμένα γελούσες Εσύ,
τα μάτια αδιάκοπα να βλέπουν εσένα,
θυμάμαι… Δεν ζήτησες ούτε στιγμή!
Μαζί παίζαμε! Δίχως κανόνες!
σου έφτανε που ‘μουν απλός·
τα χρόνια πέρασαν, να! οι κρυψώνες
τώρα στη σκέψη μου είσαι θολός.
Ξέχασα εύκολα όσα κι αν είδα,
αμφιβολίες και πάθη ρίζωσαν στο νου·
πως είμαι μόνος βαριά το πήρα
παιχνίδια παίζω, που κρύβουν taboo.
Κι όμως κάθε μου έγνοια κοιτάς,
σαν στοργικός Πατέρας
και εγώ σε ψάχνω σαν εμμονή·
σαν χάδι Μάνας με ακουμπάς!
Γίνεσαι φως κι αέρας
Κι εγώ στην αγκαλιά σου πάλι παιδί!
Ξάφνου ανοίγματα! φωτιά είναι ο χώρος·
ξυπνούν τον ήχο που ζει βαθιά!
Αλήθεια πώς πάγωσε πάλι ο χρόνος;
Πώς είν’ τα πάντα πιο ταπεινά;