Κάφκα στο θέατρο σκιών

Κάφκα στο θέατρο σκιών

του Χρήστου Χωμενίδη

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ αληθεύει απολύτως. Από διακριτικότητα προς τον άνθρωπο στον οποίον συνέβησαν -και εξακολουθούν να συμβαίνουν- όσα εξωφρενικά θα διαβάσετε, θα αποκρύψω απλώς το όνομά του. Θα τον βαφτίσω Ιωσήφ Κ., υπογραμμίζοντας την καφκικότητά του. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή μας στην Ελλάδα είναι ένα έργο του Κάφκα παιγμένο στον καραγκιόζ-μπερντέ…

Ο Ιωσήφ Κ., σαραντάρης σήμερα, γόνος “νοικοκυραίων” όπως κάποτε τους έλεγαν, επαγγελματιών που είχαν τον τρόπο τους -και δεν ήταν λίγοι εκείνοι-, δέχθηκε στα τριάντα του ένα μεγάλο δώρο. Κλείνοντας τα μάτια της η γιαγιά του, τού κληρονόμησε το τετραώροφο κτήριο που της ανήκε στο κέντρο της Καλλιθέας. Μην φανταστείτε τίποτα εντυπωσιακό στην όψη – για μία γκρίζα πολυκατοικία επρόκειτο, την οποίαν είχε χτίσει ο προαποθανών παππούς του με τις προδιαγραφές και την αισθητική της δεκαετίας του ’70. Επίτευγμα πιό εντυπωσιακό κι απ’ την ανέγερσή της ήταν ότι ο παππούς -αξιοποιώντας προφανώς σχέσεις και με τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας- είχε κατορθώσει να τη νοικιάζει ολόκληρη, από υπόγειο μέχρι ταράτσα, σε υπουργεία και σε δημόσιες υπηρεσίες και με συμβόλαια μάλιστα δεκαετιών. Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, το ελληνικό δημόσιο κατέθετε στο λογαριασμό του ένα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ποσό.

“Στον Ιωσήφ μου για να αφοσιωθεί απερίσπαστος στην επιστήμη του…” σημείωνε η γιαγιά στη διαθήκη της. Διαβάζοντάς τις παραπάνω γραμμές, ο φίλος μας κατασυγκινήθηκε. Δεν είναι μικρό πράγμα να αναγνωρίζεται εμπράκτως το πάθος σου για την εντομολογία, να βουλώνει το στόμα του πατέρα σου, ο οποίος λαχταρούσε να σε καμαρώσει δικηγόρο, της μάνας σου που σε έπρηζε από το Λύκειο να βρεις τουλάχιστον μιαν ευκατάστατη νύφη. Αποδέχθηκε ο Ιωσήφ την κληρονομιά, τούς μούτζωσε, ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στην Αγγλία και στη συνέχεια αναχώρησε για τη βόρεια Πίνδο, για να μελετήσει ενδελεχώς ένα υπό εξαφάνισιν είδος αράχνης. Τα εκατόν είκοσι χιλιάρικα που εισέπραττε ετησίως από το μέγαρο της γιαγιάς τον έκαναν να νοιώθει απολύτως ασφαλής κι ελεύθερος.

Τα κατακλυσμιαία γεγονότα του 2010, τη χρεοκοπία του κράτους μας και την υπαγωγή μας στο πρώτο μνημόνιο, τα πληροφορήθηκε ο Ιωσήφ Κ. από το διαδίκτυο. Σήκωσε στην αρχή σχεδόν αδιάφορος τους ώμους – ζούσε και την πρώτη φάση του έρωτα του, τα μέλια του, με τη Χουανίτα, μία νεαρή συνάδελφό του, εντομολόγο επίσης, που στις φλέβες της κυλούσε σπανιόλικο, αφροαμερικάνικο και κινέζικο αίμα – λίγο τον ένοιαζαν τα ντράβαλα στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Ξεκίνησαν να τον απασχολούν μερικούς μήνες αργότερα. Όταν ο Οργανισμός Αξιοποίησης Δημοτικής Παράδοσης, ο διαβόητος ΟΑΔΠ, θυγατρικός του Υπουργείου Παιδείας, ιδρυθείς τις χρυσές ημέρες του Ανδρεοπαπανδρεϊσμού, μηδέποτε παρουσιάσας το παραμικρό έργο, κατήγγειλε τη μίσθωση του κτηρίου στην Καλλιθέα.

“Αποτελεί απόφαση γενικής εφαρμογής” τον πληροφόρησε η πρόεδρος του ΟΑΔΠ όταν την πέτυχε επιτέλους στο τηλέφωνο “οι κρατικές υπηρεσίες να μη νοικιάζουν πλέον ακίνητα ιδιωτών. Να αξιοποιούν για τη στέγασή τους την έγγεια ιδιοκτησία του δημοσίου…”

Προς τιμήν του ο Ιωσήφ Κ. βρήκε την αλλαγή πολιτικής απόλυτα δικαιολογημένη και ας τον έβλαπτε προσωπικά. Ακόμα περισσότερο η Χουανίτα του. “Πού ακούστηκε” του είπε “να ζεις πλουσιοπάροχα από νοίκια; Αυτό δεν είναι καν καπιταλισμός. Φεουδαρχία ονομάζεται.” “Και τι να κάνω με το μέγαρο της γιαγιάς μου;” “Ας μη γίνομαι κι εγώ υπερβολική…” αναδιπλώθηκε. “Δεν σου προτείνω να το χαρίσεις. Νοίκιασέ το σε κάποιον ιδιώτη.”

Άλλο να το λες κι άλλο να το κάνεις. Με τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας ένεκα η κρίση, το ενδιαφέρον για ένα κτήριο γραφείων στην Καλλιθέα είχε πέσει στα τάρταρα. Τζάμπα οι αγγελίες σε εφημερίδες και σε ιστοσελίδες, χαράμι οι συναντήσεις με επίδοξους μισθωτές, οι οποίοι προσδοκούσαν να το καταλάβουν για ένα κομμάτι ψωμί.

Από το φθινόπωρο του 2011, ο Ιωσήφ Κ. άρχισε να μετράει όχι απλώς διαφυγόντα κέρδη αλλά και καθαρές ζημίες. Με το χαράτσι στη ΔΕΗ, υποχρεώθηκε να πληρώνει για το μέγαρο, το οποίο έστεκε αναξιοποίητο. “Μα δεν μού αποφέρει απολύτως τίποτα!” είπε στον υπάλληλο της εφορίας. “Σάς ανήκει όμως…” έλαβε ως απάντηση ένα σαρδόνιο χαμόγελο. “Έχω πιαστεί στα δίχτυα της αράχνης!” γκρίνιαζε στην Χουανίτα, ανυποψίαστος για τα όσα τού μέλλονταν. Ο ερχομός στον κόσμο της κόρης του, τον Φεβρουάριο του 2013, τον όπλισε με αισιοδοξία – τι διάολο; κάποτε θα βγαίναμε από τα μνημόνια…

Απ’ τα μνημόνια μπορεί να μη βγήκαμε, βρέθηκε όμως επιτέλους ενοικιαστής. Το φθινόπωρο του 2016, ύστερα από σχεδόν μία εξαετία εγκατάλειψης, ο μεσίτης τού ανήγγειλε ότι μία ΜΚΟ ενδιαφερόταν σφόδρα να μισθώσει το κτήριο. Είχε δε πρόθεση και να το ανακαινίσει. Ο Ιωσήφ Κ. την γκούγκλαρε και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για μια ιεραποστολή στην ουσία, με έδρα κάποια κεντροδυτική πολιτεία της Αμερικής. “Άνθρωποι του Θεού – χαράς ευαγγέλια!” θριαμβολόγησε αφελώς. Η δικηγόρος τής ΜΚΟ επικοινώνησε μαζί του και τού ζήτησε να συντάξει το συμβόλαιο. Οι οικονομικοί και άλλοι όροι του έγιναν ασυζητητί δεκτοί. Θα έπρεπε να του έχουν μπει ψύλλοι στα αυτιά…

Μια ηλιόλουστη μέρα του περασμένου Οκτωβρίου, τρεις ώρες προτού επισκεφθεί τη δικηγόρο στο γραφείο της για να υπογράψουν και να τής παραδώσει τα κλειδιά, ο Ιωσήφ Κ. δέχθηκε τηλεφώνημα από τον άνθρωπο ο οποίος διατηρεί περίπτερο μπροστά στο μέγαρό του. “Το νοικιάσατε επιτέλους;” τον ρώτησε. “Θα το νοικιάσω σήμερα. Εσύ όμως πώς το ξέρεις;” “Αφού από προχθές έχουν εγκατασταθεί οικογένειες προσφύγων, γυναικόπαιδα και έγκυες. Να είστε καλά, ανέβηκε και ο δικός μου τζίρος!”

Αρνούμενος να πιστέψει ό,τι άκουγε, ο Ιωσήφ Κ. έσπευσε στην ιδιοκτησία του. Αντίκρισε τότε τα λουκέτα σπασμένα, τα πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα, ένα ανθρωπομάνι να μπαινοβγαίνει, να κάνει φασίνα, μωρά να κλαίνε, πιτσιρίκια να παίζουν μπάλα στην είσοδο… Με στοιχειώδη αγγλικά, οι απρόσκλητοί του μουσαφίρηδες τον παρέμπεμψαν σε έναν τύπο με επιβλητική γενειάδα και ύφος φυλάρχου, ο οποίος -καθισμένος σε μια περιστρεφόμενη πολυθρόνα μπροστά στο θυρωρείο- ρούφαγε αργά το τσάι του. “Το κτήριο είναι σε κατάληψη…” του ανακοίνωσε εκείνος μειλίχια. “Μα μού ανήκει!” έκανε ο Ιωσήφ Κ. “Τι θέλεις δηλαδή; Οι μωρομάνες και οι γκαστρωμένες να κοιμούνται στα πάρκα;” επικαλέστηκε ο φύλαρχος τα ανθρωπιστικά του αισθήματα.

Η ΜΚΟ απέσυρε αυτοστιγμεί κάθε ενδιαφέρον. Τότε μόλις ο Ιωσήφ Κ. πιθανολόγησε ότι επρόκειτο για οργάνωση-φάντασμα-λαγό, η οποία εντόπιζε κενά κτήρια και έδινε σήμα στους καταληψίες. “Γιατί να πληρώνουμε ενοίκιο, όταν μπορούμε απλώς να σπάσουμε δυό λουκέτα;”

Εκτός εαυτού, πήρε σβάρνα τους δικηγόρους. Φανταζόταν αρχικά πως θα επρόκειτο για μια προσωρινή ταλαιπωρία. Ότι θα αρκούσε μια εισαγγελική εντολή προκειμένου να εκκενωθεί η ιδιοκτησία του. “Κούνια που σε κούναγε!” τον προσγείωσαν. “Πώς το φαντάζεσαι; Ότι θα στείλει ο υπουργός τα ΜΑΤ να πετάξουν έξω τούς πρόσφυγες; Πως θα αναλάβει η κυβέρνηση τέτοιο πολιτικό κόστος;” “Ε, ας τους μεταγκαταστήσει….” “Γιατί; Μια χαρά δεν είναι εγκατεστημένοι στην πολυκατοικία σου;”

Έριξε τα μούτρα του και ζήτησε ακρόαση από έναν παλιό συμφοιτητή του, που του’χε φάει κάποτε μια γκόμενα, και τώρα κορδωνόταν στα τηλεοπτικά πάνελ ως γενικός γραμματέας υπουργείου. Τον δέχθηκε εξαιρετικά εγκάρδια και του επανέλαβε τα ίδια.

Εάν στρεφόταν εναντίον των προσφύγων, εάν μήνυε ιδίως τον φύλαρχό τους, θα τον στοχοποιούσαν αυθωρεί. Χώρια που θα τον βάραγαν νυχθημερόν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πιθανόν να κινδύνευε και η σωματική του ακεραιότητα. “Σού φέρεται άλλωστε με το γάντι, όχι;” “Αφού έχει το πάνω χέρι, τί του στοιχίζει να είναι ευγενής;” “Σε έχει καλέσει και να μπεις στο κτήριο, να το επιθεωρήσεις…” “Θέλει -λέει- να μου δείξει πόσο καθαρό το κρατάνε…” “Φωτογραφία θέλει να σε βγάλει, να χαριεντίζεσαι μαζί του! Ώστε, αν χρειαστεί, να ισχυριστεί πως αυτοβούλως τούς το παραχώρησες…”

“Και τι μπορώ να κάνω;” επέστρεψε ο Ιωσήφ Κ. στους δικηγόρους. “Αφ’ενός, δεν θα ξαναπληρώσεις κανένα λογαριασμό. Μια ΕΥΔΑΠ εάν εξοφλήσεις, τεκμαίρεται ότι αποδέχεσαι την κατάσταση.” “Θα τους κόψουν λοιπόν το νερό και το φως και θα αναγκαστούν να φύγουν!” αναθάρρησε. “Σιγά τα αβγά! Ρεύμα θα κλέβουν απ’την επομένη από την κολώνα της ΔΕΗ.” “Οπότε;” “Οπότε θα εναγάγεις το ελληνικό δημόσιο. Η υπόθεση θα φτάσει μέχρι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Κάποτε αναμφίβολα θα δικαιωθείς.” “Στο μεταξύ θα πληρώνω τον ΕΝΦΙΑ!” “Εάν θες να έχεις φορολογική ενημερότητα….”

Ο Ιωσήφ Κ. πόρρω απέχει απ’ το να είναι στυγνός. Τον συγκινούν βαθιά, εξ’ απαλών ονύχων, οι τραγωδίες όπου γης, οι πόλεμοι, οι ξεριζωμοί – ας μην ξεχνάμε ότι ως Εβραιόπουλο μεγάλωσε με την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. Εκείνο που δεν μπορεί να χωνέψει είναι πως τον κατέστησαν αλληλέγγυο δίχως καν να τον ρωτήσουν. ΄Οτι του φόρτωσαν το βάρος εκατόν είκοσι προσφύγων μόνο και μόνο επειδή τον βρήκαν μπόσικο. Ότι τον έπιασαν εν ολίγοις κορόιδο. Ποιοί; Ψάξε βρες. Κοιτάει πλέον τους πάντες καχύποπτα. Νοιώθει πως έχει πέσει θύμα μιας πελώριας πλεκτάνης, η οποία πιθανόν να μην έχει καν έναν αρχικό εμπνευστή. ΄Ετυχε απλώς ο ίδιος να είναι το μικρό μυγάκι, που δεν μπορεί να σκίσει τον ιστό κι άρα θα φαγωθεί αργά-αργά…

“Στο εγγυώμαι. Στο τέλος θα δικαιωθείς” προσπάθησε να του χρυσώσει ο δικηγόρος το χάπι. “Από όλη αυτή την ιστορία, η κόρη σου θα εισπράξει μιάν αξιοπρεπέστατη προίκα….” “Πότε;” “Όταν θα φτάσει σε ηλικία γάμου φυσικά. Ξέρεις τί γρήγορα κυλούν τα χρόνια;”

Μια σκιά μίσους πέρασε τότε από το βλέμμα του Ιωσήφ Κ. Με δυσκολία συγκρατήθηκε για να μην πετάξει στον δικηγόρο την κούπα με τον καφέ. Δάγκωσε τη γλώσσα του, σχεδόν τη μάτωσε. Και βγήκε με σκυμμένους ώμους από το γραφείο του.



* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας



Πηγή: Capital.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *