Η τελευταία κατάληψη του Αλέξη Τσίπρα

Η τελευταία κατάληψη του Αλέξη Τσίπρα

του Θοδωρή Γεωργακόπουλου

Όταν περάσουν πάρα πολλά χρόνια, αφού μεσολαβήσουν συμβάντα πολλά και μαύροι κύκνοι, αφού περάσουμε άλλες κρίσεις και δούμε κι άλλα αδιανόητα και πρωτοφανή, τότε μόνο θα μπορέσουμε να ρίξουμε μια ματιά πίσω, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, και να καταλάβουμε τι συνέβη ακριβώς, ποιος έκανε τι. Τώρα είναι ακόμα πάρα πολύ νωρίς. Δεν υπάρχει η απόσταση και η προοπτική για να αντιληφθούμε αυτά που συμβαίνουν στην πραγματική τους διάσταση. Μπορούμε μόνο να διαβάζουμε για τους προηγούμενους κύκλους καταστροφής που έχει περάσει αυτή η Δημοκρατία (είναι πέντε) και να ψάχνουμε αναλογίες, να κάνουμε υποθέσεις και εκτιμήσεις γι’ αυτόν που περνάμε τώρα. Μετά από πολλά χρόνια, όταν θα καταστραφούμε για έβδομη και όγδοη φορά (όσες προλάβει ο καθένας), θα μπορέσουμε να διαβάσουμε την ιστορία που ζούμε τώρα και να καταλάβουμε, ας πούμε, τι ήταν αυτή η αλλόκοτη κι απρόοπτη πολιτική φιγούρα που ξεπετάχτηκε μέσα από τα αποκαΐδια και πρωταγωνίστησε, για λίγο ή για πολύ, στα δραματικά πράγματα της χώρας. Τότε ίσως να μπορούμε να καταλάβουμε τι ήταν ακριβώς αυτό που έκανε στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας. Η μόνη πρώιμη, πρόωρη εκτίμηση που μπορούμε να κάνουμε τώρα από εδώ είναι, νομίζω, η εξής:

Κατάληψη.

Έκανε κατάληψη.

Η κατάληψη ενδέχεται να καταγραφεί ως το μοναδικό και πανίσχυρο ιδεολογικό στίγμα που γέννησε η μεταπολίτευση, και η κυρίαρχη ιδεολογική τάση στην Ελλάδα στη στροφή του αιώνα. Η ζωή και η καριέρα του Τσίπρα, γεμάτη συμβολισμούς (γεννήθηκε το ’74, μαζί με τη δημοκρατία μας), μπορεί να γίνει η απόλυτη ενσάρκωση αυτής της ιδεολογίας. Θα κοιτάμε πίσω και δεν θα βλέπουμε μια τυπική πολιτική καριέρα, αλλά μια αλληλουχία από αλλεπάληλες, ολοένα αυξανόμενης σημασίας και βαρύτητας καταλήψεις.

Η ιδεολογία της κατάληψης στηρίζεται στην ιδέα ότι μπορείς να κερδίσεις αυτό που ζητάς μόνο και μόνο με το να στέκεσαι ή να περπατάς σε ένα σημείο στο όποιο κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι, φωνάζοντας. Δεν χρειάζεται κόπος, προσπάθεια, ή και να έχεις δίκιο. Απλά κάτσε σε σημείο όπου ενοχλείς για αρκετή ώρα, και αυτό που θέλεις θα γίνει.

Είναι μια ιδέα πανίσχυρη. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, είναι μια ιδέα τοξική και βλακώδης. Σε χαλασμένες, προβληματικές κοινωνίες, όμως, στις οποίες τέτοιες μέθοδοι μπορεί να είναι αποτελεσματικές, μπορεί να εξαπλωθεί σαν ιός. Με τη μέθοδο της κατάληψης εκατοντάδες ομάδες και συνδικάτα καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κατοχύρωσαν κεκτημένα σε βάρος του συνόλου, ένα βάρος που, κατάληψη την κατάληψη, πορεία την πορεία μεγάλωνε, διογκωνόταν ολοένα, μέχρι που έγινε τόσο τεράστιο που καταπλάκωσε τη χώρα και συνέθλιψε τα πάντα. Κι αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα.

Ο καταληψίας του σχολείου δεν έχει σκοπό την αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή τη βελτίωση της θέσης των Ελλήνων μαθητών στην PISA. Έχει ως στόχο την ανατροπή της αφορμής της κατάληψης (ενός νομοσχεδίου, ας πούμε, ή της αποφυλάκισης ενός αντιεξουσιαστή, οτιδήποτε), και επίσης την ίδια την απόλαυση της συμμετοχής σε αγώνα, οποιονδήποτε αγώνα, και ενίοτε και το να χάσει και λίγο μάθημα. Ο στόχος και η κινητήριος δύναμη του καταληψία είναι η βραχυπρόθεσμη νίκη, όχι η μακροπρόθεσμη στρατηγική. Μια σειρά από νικηφόρες καταλήψεις μπορεί από μακριά να μοιάζουν με μακροπρόθεσμη στρατηγική, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Μια τέτοια σειρά μπορεί αν συμβεί μόνο σε κοινωνίες που είναι δεκτικές σε τέτοιες μεθόδους, αρκετά κατακερματισμένες και σάπιες ώστε να δέχονται την κατάληψη ως δόκιμο πολιτικό εργαλείο.

Καλή ώρα.

Οι καταλήψεις των σχολείων που ξεκίνησαν από το 1990 και έκτοτε γίνονταν λίγο-πολύ κάθε χρόνο, εθιμοτυπικά, εκπαίδευσαν μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων πάνω στο θέμα, το πώς δηλαδή μπορείς να κερδίζεις αυτό που θες απλά γκρινιάζοντας πάρα πάρα πολύ. Βεβαίως, ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία αυτή η γενιά μεγάλωσε βλέποντας τους γονείς της να κάνουν απεργίες (τις περισσότερες απεργίες από οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης), αλλά από το ’90 και μετά είχε την ευκαιρία να τα δοκιμάσει και στην πράξη αυτά. Ε, τώρα, εικοσιπέντε χρόνια μετά, αυτοί είναι που “έρχονται στα πράγματα”. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε κατάληψη στο σχολείο του και έγινε γνωστός γι’ αυτό, βγήκε και στην τηλεόραση. Μετά έκανε κατάληψη στο πανεπιστήμιό του, ως είθισται, και μετά έκανε κατάληψη και στο κόμμα του, απομακρύνοντας αμφισβητίες και επίμονους αριστερούς ή ατίθασες συνιστώσες κατά κύματα. Και ο περήφανος λαός αναγνώρισε και επιβράβευσε αυτή τη μακρά πορεία, και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει κατάληψη και αλλού: Στην εξουσία. Την οποία παρέλαβε σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της ιστορίας, αναλαμβάνοντας μια διαπραγμάτευση που θα έκρινε το μέλλον της χρεοκοπημένης χώρας. Οπότε τι έκανε;

Κατάληψη, τι άλλο.

Τι κάνει το δεκαπενταμελές όταν πάει για διαπραγμάτευση με το διευθυντή του σχολείου; Φοράει το επαναστατικό υφάκι, αυτό που λέει “δε σε σεβόμαστε, ούτε και σε φοβόμαστε” και δεν διαπραγματεύεται τίποτε, γιατί νομίζει ότι η κατάληψη καθ’ αυτή είναι όλη η διαπραγμάτευση που χρειάζεται, ότι η ανυπακοή είναι αυτονόητη γεννήτρια δίκιου, ότι ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό του, πάντα, κι αν όχι, τουλάχιστο χάνεται μάθημα. Αυτή ακριβώς δεν ήταν η διαπραγματευτική τακτική του Γιάνη Βαρουφάκη;

Γι’ αυτό κράτησαν 17 ώρες οι τελικές διαπραγματεύσεις του Αλέξη Τσίπρα για το μνημόνιο. Κατάληψη στην αίθουσα έκανε.

Και μπορεί μετά από όλα αυτά να το υπέγραψε το μνημόνιο (κι οι περισσότερες καταλήψεις αποτύγχαναν να ακυρώσουν νομοσχέδια), δηλαδή θεωρητικά να έχασε εκείνη τη συγκεκριμένη μάχη, αλλά κέρδισε κάτι πολύ σημαντικότερο: Τις εκλογές πάλι. Οι Έλληνες πολίτες μπορεί να είπαν όχι στα μνημόνια, αλλά δεν μπορούν να πούνε όχι και σε μια μεγάλη, χορταστική κατάληψη, έστω και αποτυχημένη. Τη σέβονται, τη γουστάρουν, την καταλαβαίνουν και την εκτιμάνε. “Τουλάχιστον το πάλεψε”, λένε, γιατί έχουν μάθει να θεωρούν την κατάληψη δόκιμη και αποδεκτή μορφή πάλης.

Σήμερα ζούμε την τελευταία φάση αυτού του έργου. Δεν έχει παρακάτω -εκτός και αν ζήσουμε την εμπειρία του κυρίου Τσίπρα με τον κύριο Παππά από δίπλα να βάζουν λουκέτα και να πετάνε θρανία από τα παράθυρα του κτιρίου του ΟΗΕ στη Νεα Υόρκη. Πλέον κυβερνάνε. Είναι σαν τα παιδάκια στα σχολεία να κατέληγαν με τη διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας στα χέρια. Τι να το κάνουν; Πώς να το διαχειριστούν; Με ποια πολιτικά εργαλεία; Ε, τι με ποια. Με το ένα που έχουν. Η κατάληψη συνεχίζεται.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η κυβέρνησή μας σήμερα δεν παράγει πολιτική. Το μόνο πρόγραμμα πολιτικής που έφτιαξε ποτέ, το αείμνηστο ευχολόγιο της Θεσσαλονίκης, έχει πεταχτεί στο μνημονιακό αποτεφρωτήριο προ πολλού. Σήμερα πρακτικά κάνει μόνο δύο πράγματα: Υλοποιεί τσάτρα-πάτρα μνημονιακές δεσμεύσεις, και παίρνει μέτρα που είναι το αντίστοιχο του να βάζουν καινούρια λουκέτα στις πόρτες και να αλλάζουν τις βάρδιες της περιφρούρησης (συμμαχούν με ακροδεξιά παραφυάδα της ΝΔ, προσπαθούν να ελέγξουν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και να τακτοποιήσουν πελάτες με ρουσφέτια, τέτοια). Δεν υπάρχει κάποιας μορφής σχέδιο για αύριο ή για μεθαύριο, πώς θα γίνουν επενδύσεις, πως θα λυθεί το ασφαλιστικό, τι θα γίνει με το δημογραφικό, πώς θα είναι αυτή η χώρα μετά από τα μνημόνια, αν ποτέ βγούμε από τα μνημόνια. Τίποτα από αυτά, πέραν των όσων περιέχει το μνημόνιο ή απαιτεί η συνέχιση της κατάληψης. Οπότε παίρνουμε και την απάντηση στο ερώτημα, τι κάνει ο καταληψίας όταν δεν έχει σε ποιον να φωνάξει αιτήματα. Από ό,τι φαίνεται (και την απάντηση τη βλέπουμε ανάγλυφα, κατάπληκτοι), κάνει κατάληψη στον εαυτό του. Η κατάληψη γίνεται αυτοσκοπός. Κάνει κατάληψη απαιτώντας κατάληψη. Το μόνο αίτημα της κατάληψης γίνεται το να συνεχιστεί η κατάληψη. Δεν φεύγουμε από εδώ, αν δεν μείνουμε εδώ.

Κι η ώρα περνά, και το μάθημα χάνεται, κι οι επαναστατημένοι στέκονται στα κάγκελα φωνάζοντας τα συνθήματα της επανάστασης, εκστατικοί από τις ενδορφίνες του αγώνα, περιμένοντας μια ακόμα, οποιαδήποτε, τελευταία νίκη.

Πηγή: Καθημερινή


Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *