Νικόδημος
Η Σταχομαζώχτρα (1889) μου φαίνεται από τα καλύτερα του Αλ. Παπαδιαμάντη. Είναι η πονεμένη ιστορία της θείας Αχτίτσας που με την παραδοσιακή αίσθηση καθήκοντος και αγάπη για τα παιδιά της πεθαμένης κόρης της ανατρέφει τα δυο εγγόνια της, τον Γέρο και την Πατρώνα, ξενοδουλεύοντας και, ναι, ζητιανεύοντας αν χρειαζόταν. Μα κάποια στιγμή, απρόσμενα, της χαμογέλασε η καλή τύχη μια μέρα χριστουγεννιάτικη. Η ζωή δεν έχει μόνο βάσανα και συμφορές. Υπάρχει και καλοτυχία και ευτυχία που δεν είναι πάντα άμεση συνέπεια των δικών μας προσπαθειών. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης ευτυχώς το βλέπει κι εδώ το μεταδίνει πολύ ωραία!
Το διήγημα ξεκινά με την ξαφνική καλή ένδυση της θείας Αχτίτσας και των δυο εγγονών της – με καθαρά καινούρια ρούχα και παπούτσια – κάτι εντελώς απρόσμενο αφού ανήκε στους ανθρώπους “που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα” και προκαλεί κατάπληξη στη γειτονιά. Ο άντρας της είχε πεθάνει. Δυο γιοι πνίγηκαν όταν βυθίστηκε αύτανδρη “η βρατσέρα” τους. Ένας τρίτος γιος, “χαμένο κορμί”, εξαφανίστηκε στην Αμερική. Η κόρη της πέθανε στον δεύτερο τοκετό. Ο γαμπρός της, χαρτοπαίκτης, μέθυσος, ασυνείδητος, ξαναπαντρεύτηκε αλλού. Το κύριο εισόδημά της έβγαινε από το μάζωμα σταχιών στην Εύβοια όπου ταξίδευε κάθε Ιούνιο – κι ας την έβριζαν ποικιλότροπα οι πολλοί άλλοι. Αλλά εκείνο το έτος υπήρξε “αφορία», όχι μόνο στην Εύβοια μα και στο μικρό νησί που ζούσε η θεια-Αχτίτσα με τα δυο ορφανά της. Και ήρθε μετά εξαιρετικά βαρύς χειμώνας. Και τα δυο παιδιά πεινούσαν κι έβρισκαν τροφή πιπιλώντας σταλακτίτες από τη στέγη.
Την παραμονή, την επισκέφθηκε μετά τη λειτουργία ο παπάς και της έφερε γράμμα από το εξωτερικό. Ήταν από τον γιο της τον Γιάννη, το “χαμένο κορμί”, που της έστελνε νέα του και μια συναλλαγματική από κάπου στην Αμερική. Και ακολουθεί η ποιητική περιγραφή και πολύ κατάλληλη παρομοίωση του Αλ .Παπαδιαμάντη.:
Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών, ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής. Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των, ήρχισαν να χοροπηδώσι.
Αμέσως μετά, γνωρίζουμε τον Μαργαρίτη, προεξοφλητή, τοκιστή, έμπορο, ο οποίος προσπάθησε να ξεγελάσει την απλοϊκή θειά και να της πάρει αν μπορούσε όλο το ποσό του γραμματίου επικαλούμενος διάφορα έξοδα και παλιά χρέη. Ήταν μέλος της φάρας που δεν δίσταζε να κατακλέβει τους αφελείς χωρικούς και να πλουτίζει ο ίδιος προκαλώντας φτώχεια σ’ εκείνους. Το κατάστιχό του με τους λογαριασμούς δανείων και άλλων (συχνά πλαστών, ως φαίνεται) συναλλαγών παρομοιάζεται με εύφορο αγρό, “με γην αγαθήν” στην οποία ό,τι έσπειρε καρποφορεί πολλαπλάσια! Μπορεί να έκοβε τα φύλλα των βλαστών, μα η ρίζα έμενε στη γη για να ξαναβλαστήσει! Ακόμα μια σπάνια επιτυχημένη παρομοίωση του ΑΠ!
Δεν μαθαίνουμε πόσα θα έδινε στη θεια-Αχτίτσα (ίσως λιγότερα από τα μισά). Διότι εκείνη την ώρα η καλοτυχία της γιαγιάς έφερε στο κατάστημα έναν εντιμότερο Συριανό έμπορο που με την πρώτη ματιά στο γραμμάτιο είδε πως ήταν 10 λίρες στερλίνες. Κι έτσι, ενώ άμεσα προστατεύτηκε η γιαγιά, μένουμε και με την εντύπωση πως ο ξενιτεμένος γιος θα συνεχίσει να βοηθάει τη μητέρα και το ορφανά ανίψια του.
—————-
Η αφήγηση ρέει μέσω μιας απλής δομής διαδοχικών γεγονότων. Γίνονται παρενθέσεις για επεξηγηματικές αναδρομές και περιγραφές χαρακτήρων και τοποθεσιών, που δεν ανακόπτουν εκνευριστικά τη ροή της διήγησης.
Το γεγονός είναι απλό και σύντομο: η έλευση της επιστολής από τον ξενιτεμένο και για χρόνια χαμένο γιο στη μητέρα του την παραμονή των Χριστουγέννων. Αλλά αυτό διευρύνεται σε διάφορες διασυνδέσεις άλλων γεγονότων, καταστάσεων και προσώπων που έχουν άμεση σχέση με το γεγονός της αφήγησης. Δεν υπάρχουν υπερβολές, ανακολουθίες και άσχετα στοιχεία.
Η κατολίσθηση της θειας-Αχτίτσας που χήρεψε κι έχασε τα παιδιά της και η συνακόλουθη φτώχεια και η πολυσχιδής προσπάθειά της να αναθρέψει τα ορφανά, δίνονται με ευπρόσδεκτη λιτότητα, δίχως την υπερβολή και τον συναισθηματισμό που συναντάμε στα περισσότερα άλλα διηγήματα.
Θέλουμε από την πρώτη παράγραφο να μάθουμε πώς η γριά Αχτίτσα και τα εγγόνια ξαφνικά απέκτησαν καινούρια ρούχα και, μετά, πώς δεν την ξεγέλασε τελικά ο Μαργαρίτης.
Ναι, από τα καλύτερα διηγήματα – όπως και Το Χριστόψωμο (1887) και το ωριμότερο Ο Αλιβάνιστος (Ι903).