Η καθαρίστρια που καταδικάστηκε, η άλλη και η ελληνική κοινωνία που δεν αλλάζει τίποτα

Η καθαρίστρια που καταδικάστηκε, η άλλη και η ελληνική κοινωνία που δεν αλλάζει τίποτα

Παναγιώτης Περάκης

Με τους τίμιους σ’ αυτή τη χώρα δεν ασχολείται και δεν συγκινείται κανείς.

Η δημοσιοποίηση της βαριάς πράγματι καταδικαστικής απόφασης εις βάρος της καθαρίστριας που πλαστογράφησε ένα απολυτήριο Δημοτικού προκειμένου να προσληφθεί σ’ έναν Δήμο της χώρας προκάλεσε μια πλειοδοσία αντιδράσεων υποστήριξης στο πρόσωπό της, από κάθε είδους φορείς και πρόσωπα. Η σχετική δημόσια συζήτηση συμπεριέλαβε σχεδόν τα πάντα, ξέχασε όμως ένα: τις υπόλοιπες καθαρίστριες που ΔΕΝ πλαστογράφησαν κανένα απολυτήριο Δημοτικού (και δεν προσλήφθηκαν έτσι σε κανένα Δήμο ή στο Δημόσιο), καθώς και αυτές που είχαν (αληθινό) απολυτήριο Δημοτικού και θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση αλλά δεν την πήραν γιατί την κατέλαβε η συγκεκριμένη.

Κι αυτή θα είχε παιδιά κι ανάγκη, η περίπτωσή της όμως δεν απασχόλησε καθόλου τη δημόσια συζήτηση, κανείς δεν σκέφτηκε τους μισθούς που όλα αυτά τα χρόνια εκείνη έχασε, την εργασιακή ασφάλεια που ποτέ δεν γνώρισε, τις σκάλες που συνεχίζει να καθαρίζει, όπου βρίσκει, όποτε βρίσκει, ακόμη σήμερα κάπου στον Βόλο. Με την δική της περίπτωση και με τα δικά της παιδιά καμιά εφημερίδα δεν θ΄ ασχοληθεί, κανείς υπουργός δεν θα της πει μπράβο που σέβεσαι τον νόμο (δεν προλαβαίνει άλλωστε ο κ. υπουργός, έχει πάει να συναντήσει την άλλη στην φυλακή και να βγάλει εκεί φωτογραφίες), κανείς εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν θα θυμηθεί το δικό της έννομο συμφέρον όταν αποφασίσει ν’ αλλάξει τον κόσμο, κάνοντας αναίρεση υπέρ της πλαστογράφου και τιμωρώντας πειθαρχικά τους δικαστές που την καταδίκασαν.

Όχι, με το δικό της έννομο συμφέρον, της καθαρίστριας που έχασε τη συγκεκριμένη θέση, αλλά και κάθε άλλης και κάθε άλλου που μένει κάθε φορά απέξω, με το δίκιο δηλαδή των μη πλαστογράφων, των μη «καπάτσων», των μη εχόντων δυνατότητα για ρουσφέτι ή για κάποιον παράνομο διορισμό, οι οποίοι είναι ουσιαστικά αυτοί που κάθε φορά αδικούνται από τέτοιες συμπεριφορές, δεν ασχολήθηκε ποτέ η Δικαιοσύνη. Η φωνή τους δεν ακούγεται καν στις σχετικές δίκες, αφού οι δικονομικοί κανόνες -αλλά και το κόστος για όποιον θα το αποτολμούσε- δεν επιτρέπουν την παρουσία τους ούτε στα αστικά δικαστήρια, κατά την εκδίκαση των σχετικών εργατικών διαφορών μεταξύ των παρανομήσαντων και του φορέα στον οποίο παρανόμως προσλήφθηκαν («τρούπωξαν», κατά την καθομιλουμένη…) ούτε στα ποινικά, στα οποία τις περισσότερες φορές δεν ασκείται καν πολιτική αγωγή εκ μέρους του φορέα. Μόνοι τους παίζουν αυτοί που τρούπωξαν, μαζί με τους προστάτες τους που τους βοήθησαν ή τους υπέδειξαν να κάνουν ό,τι έκαναν. Εκείνοι που έμειναν απέξω δεν ακούγονται ποτέ.

Αυτό είναι το κρίσιμο, το ότι με τους τίμιους σ’ αυτή τη χώρα δεν ασχολείται και δεν συγκινείται κανείς. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε με τη νομική πλευρά της υπόθεσης, για την οποία, παρόλο που θα μπορούσαν βεβαίως να βρεθούν πιο επιεικείς λύσεις, παραβλέπεται εντελώς ότι υπάρχει σειρά παρόμοιων αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο προφανή όσο εμφανίζονται, για να παραδίδεται έτσι ελεύθερα και αδιαμαρτύρητα η υπόθεση στο οποιοδήποτε λαϊκό αίσθημα, κάτι πολύ επικίνδυνο κατά τη γνώμη μου.

Ξαναγυρνώντας στα σημαντικά που αποσιωπώνται, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι την περισσότερη φασαρία υπέρ της καταδικασθείσας καθαρίστριας την κάνουν αυτοί που φέρουν διαχρονικά την μεγαλύτερη ευθύνη για τα φαινόμενα αυτά στη χώρα μας, ήτοι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς και πρόσωπα. Γι’ αυτό είναι τόσο υποκριτική και ιδιοτελής η δήθεν ευαισθησία τους.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι, πέρα απ’ αυτούς, πολλές από τις αντιδράσεις συμπάθειας προς την καταδικασθείσα καθαρίστρια, αυτές των απλών ανθρώπων, ήταν αυθόρμητες και ειλικρινείς. Αυτό όμως δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα, τα κάνει πιο δύσκολα. Δείχνει πόσο δύσκολο είναι η κοινωνία μας να μπορέσει να δει καθαρά το πρόσωπό της στον καθρέφτη, ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Δείχνει το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, την ανωριμότητα της κοινωνίας μας, στην οποία, με ευθύνη κυρίως των κομμάτων, όλων των κομμάτων, βασιλεύει ακόμη το ρουσφέτι, η κουτοπονηριά και η έλλειψη αληθινού σεβασμού στο σύνολο.

Συνειδητά ή ασυνείδητα λοιπόν, σ’ αυτήν την χώρα συνεχίζουμε να περιφρονούμε τους τίμιους και, με τη στάση μας, να συντελούμε στην έλλειψη παραδείγματος. Δεν κάνουμε τελικά τίποτε άλλο παρά να διαιωνίζουμε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, την οποία όλοι μεν θεωρητικώς καταδικάζουμε, στην πράξη όμως με ευκολία αποδεχόμαστε, δικαιολογούμε και ανακυκλώνουμε.

Πηγή: Athens Voice

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *