Κώστας Καλλίτσης
Χάνεται και η ευκαιρία που αντιπροσώπευε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με 36 δισ. περίπου. Λες και η ελληνική οικονομία είναι καταδικασμένη να αλλάζει τόσο μόνο, όσο επιτρέπεται για να παραμένει εγκλωβισμένη στο παραδοσιακό μοντέλο της φτηνής εργασίας και της χαμηλής παραγωγικότητας. Ενα μοντέλο που στηρίζεται κυρίως στην υψηλή κατανάλωση και λιγότερο στις επενδύσεις (εξ ου το επενδυτικό κενό), οι οποίες, πάλι, γίνονται κυρίως στους (έντασης εργασίας, χαμηλής παραγωγικότητας και μικρής προστιθέμενης αξίας) κλάδους των μεταφορών και των κατασκευών, δεν αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό, δεν ενισχύουν την οικονομία της γνώσης, δεν βελτιώνουν την παραγωγικότητα σε σύγχρονους κλάδους, στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Τελικά χάνουμε σε ανταγωνιστικότητα, οι εισαγωγές αγαθών αυξάνονται δυσανάλογα προς τις εξαγωγές, το εμπορικό έλλειμμα μεγαλώνει και προκαλεί μαύρη τρύπα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το τελευταίο διευρύνεται μόλις τσιμπήσει λίγο το ΑΕΠ, μας εξωθεί σε νέο δανεισμό και δημοσιονομικά ελλείμματα, αυξάνει το απόλυτο μέγεθος του χρέους. Αυτός ο φαύλος κύκλος θα έπρεπε να σπάσει και να καταφέρουμε η ελληνική οικονομία να αλλάξει τροχιά, γιατί η κατάληξη της σημερινής τροχιάς είναι κρίσεις και χρεοκοπίες – σαν αυτές που βρίθουν στη νεότερη Ιστορία του τόπου και τον έχουν σφραγίσει πολλές φορές, κάθε φορά διαψεύδοντας την κυρίαρχη, πλην όμως έωλη πεποίθηση ότι δήθεν «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά». Δεν είναι.
Δύο ανακοινώσεις ήρθαν να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές αυτές τις ημέρες.
Η μία, από την Τράπεζα της Ελλάδος, αποτυπώνει τα αποτελέσματα αυτού του οικονομικού μοντέλου στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο 5μηνο Ιανουαρίου – Μαΐου: αυξήθηκε κατά 22,4% ή 2 δισ. ευρώ συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα και έφτασε στα 10,95 δισ. ευρώ. Σκληρός πυρήνας αυτής της εξέλιξης η χαμηλή παραγωγικότητα, που μεταφράζεται σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα των αγαθών που παράγουμε.
Η δεύτερη αναφέρεται στον πυρήνα αυτού του μοντέλου, τη φτηνή εργασία: Τα στοιχεία της «Εργάνης» επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται και εξαρτάται από αυτήν. Τι λένε τα στοιχεία; Οτι περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με 800 ή λιγότερα ευρώ/μήνα καθαρά, ότι 7 στους 10 μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα παίρνουν στο χέρι 950 ευρώ/μήνα ή λιγότερα, ότι μόνο 1 στους 10 έχει μισθό πάνω από 1.450 ευρώ και μόλις 3,63% πάνω από 2.025 ευρώ καθαρά. Αν στόχος μιας οικονομίας είναι η δημιουργία επαρκών θέσεων εργασίας με καλές αμοιβές, η ελληνική οικονομία είναι σε πολύ κακή κατάσταση.
Το χειρότερο: το στοίχημα χάνεται.
Περίπου 60 δισ. ευρώ διανεμήθηκαν το 2020-22 με την κρίση COVID-19 και την ενεργειακή κρίση, και σήμερα συζητείται η… επιστράτευση γιατρών για να καλυφθούν πάγιες ανάγκες του ΕΣΥ! Κι η μεγάλη προσδοκία ότι ΤΑΑ, ΕΣΠΑ και νέα ΚΑΠ (που μαζί αθροίζουν σχεδόν 100 δισ. ευρώ για δαπάνες συμπυκνωμένες σε βραχεία περίοδο 4-5 ετών) θα πυροδοτούσαν ένα δυναμικό restart και θα έθεταν την ελληνική οικονομία σε διαφορετική τροχιά, διαψεύδεται κι αυτή. Μετά, λοιπόν, την εν πολλοίς πελατειακή διαχείριση δεκάδων δισ. το 2020-22, νέοι, μη επαναλαμβανόμενοι καρποί του ευρωπαϊκού λεφτόδεντρου δαπανώνται έτσι, χωρίς πρόγραμμα – ενίοτε και με οσμή διαφθοράς. Και τα λίγα που αλλάζουν μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, αλλάζουν –λες– για να μην αλλάξουν τα βασικά. Δηλαδή, το παρασιτικό μοντέλο.
Πηγή: Καθημερινή