του Κώστα Ιορδανίδη
Η Ελλάς βρήκε στο πρόσωπο του αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου τον πρίγκιπα Ταλεϊράνδο που αναζητούσε από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Στο κέντρο ενός τόξου μείζονος ασταθείας, που αρχίζει από τη Λιβύη, νοτίως της Κρήτης, διέρχεται από την Αίγυπτο, από τη Γάζα που βομβαρδίζεται ανηλεώς από την ισραηλινή αεροπορία, τη Συρία που σπαράσσεται από εμφύλια διαμάχη, έως την Ουκρανία, όπου είχε σπεύσει ο κ. Βενιζέλος στην πρώτη φάση της κρίσεως για να επιστρέψει άπραγος, η Ελλάς λειτουργεί απλώς ως παρατηρητής. Και κάτι παραπάνω, αφού από αβλεψία, στην καλύτερη περίπτωση, η χώρα μας ως προεδρεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης απεδέχθη και δεν ανέπεμψε έγγραφο της Τουρκίας, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία χαρακτηρίζονταν ως «εκλιπούσα».
Ολα αυτά σε μία κυβέρνηση ο πρόεδρος της οποίας κ. Αντώνης Σαμαράς, ως υπουργός επί των Εξωτερικών επί πρωθυπουργίας του κ. Κων/νου Μητσοτάκη, είχε αναστατώσει κυριολεκτικώς την εσωτερική πολιτική σκηνή και τη διεθνή κοινότητα, δίδοντας μάχη να μην αναγνωρισθεί η αποσπασθείσα από την Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας Δημοκρατία των Σκοπίων εάν δεν αφαιρούσε τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγό της από τη νέα ονομασία της.
Σε μία μεταγενέστερη φάση του δράματος εκείνου, ο κ. Βενιζέλος, ως πολυπράγμον στέλεχος της κυβερνήσεως του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε προτείνει και επεβλήθη τελικώς στα Σκόπια εμπάργκο οικονομικό, το οποίο αγωνίσθηκε να άρει η Ελλάς αργότερα, όταν διεπιστώθη πόσο αντιπαραγωγική υπήρξε η έμπνευση εκείνη. Σήμερα οι ίδιοι πρωταγωνιστές αναζητούν λύση συμβιβαστική.
Ουδείς εχέφρων πολίτης νοσταλγεί την εποχή των πρώτων κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, την άκρως επιθετική πολιτική έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, τους «αστερίσκους» στην πυρηνική στρατηγική της Συμμαχίας, την αλόγιστη σύμπλευση της Ελλάδος με τα πλέον ακραία καθεστώτα κάποιων αραβικών κρατών, την άγονη και άκρως επικίνδυνη αντιπαράθεση με την Αγκυρα, που απέληξε υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας, αφού μετά την κρίση του 1987 η Ελλάς δεσμεύθηκε να μην αποπειραθεί οποιαδήποτε εκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων πετρελαίου σε όλο το Αιγαίο.
Αλλά μεταξύ μίας ριψοκίνδυνης και άφρονης ενίοτε πολιτικής -που πρέπει να ομολογήσουμε ότι στο πλαίσιο της Κοινότητος λειτούργησε θετικά για τα ελληνικά συμφέροντα- και της θέσεως ενός παρατηρητού στα συμβαίνοντα στην περιοχή των ευρυτέρων ελληνικών συμφερόντων η διαφορά είναι τεράστια. Η Ελλάς διπλωματικώς απλώς δεν υφίσταται σήμερα πλέον.
Με τον ίδιο τρόπο που οι υπουργοί Οικονομίας με την ένταξη της Ελλάδος στο ευρωπαϊκό σύστημα άρχισαν να εξαντλούν σταδιακώς την επινοητικότητά τους αποκλειστικά στην διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλίων, εξαρθρώνοντας επί της ουσίας την παραγωγική δομή της χώρας, η εξωτερική πολιτική εξαντλείται στην αναζήτηση «στρατηγικών εταίρων» εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου, το οποίο άλλοι διαμορφώνουν – βεβαίως με τη συμβολή ημών ως ισοτίμων εταίρων.
Περιττόν να διαμαρτύρεται κανείς για τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Αλλά ας μη φαντασιώνονται διάφοροι κάποιον «ειδικό ρόλο» της Ελλάδος στην περιοχή. Η χώρα πάσχει βαθύτατα και όχι μόνον στον οικονομικό τομέα. Δίχως αυτήν τη στοιχειώδη αυτογνωσία είναι αδύνατη μία όποια επανεκκίνηση.
Πηγή: Καθημερινή