Κάποτε τέσσερις άντρες έπρεπε να κάνουν ένα ταξίδι για κάποια δουλειά σε ένα γειτονικό χωριό, λίγα χιλιόμετρα από το δικό τους. Επειδή θα περνούσαν από ένα δάσος πήραν μαζί τους τουφέκια για προστασία.
Κάπου στον δρόμο συνάντησαν έναν sādhu (περιπλανώμενο άγιο ή αναχωρητή). Αφού τον χαιρέτησαν με σεβασμό, εκείνος τους είπε να προχωρήσουν από άλλο μονοπάτι γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος.
Ο αρχηγός των τεσσάρων τον ευχαρίστησε μα είπε πως είχαν τα όπλα τους και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κινδύνους άγριων θηρίων ή ληστών.
Λίγο αργότερα βρήκαν κάτω μια ράβδο χρυσού. Χάρηκαν φυσικά, το τύλιξαν με ύφασμα και συμφώνησαν να το πουλήσουν και να μοιραστούν το ποσό.
Βράδιαζε και είπαν να αναπαυθούν παρότι το χωριό δεν απείχε πολύ. Άναψαν μια φωτιά και κάθισαν. Επειδή πείνασαν, δυο από αυτούς θα πήγαιναν στο χωριό να φέρουν τροφή. Οι άλλοι θα περίμεναν εκεί.
Οι δυο που έμειναν πίσω διστακτικά στην αρχή, μετά πιο ξεκάθαρα και αποφασιστικά σχεδίασαν να πυροβολήσουν τους άλλους δυο όταν θα γύριζαν κι έτσι το χρυσάφι θα έμενε για αυτούς μόνο.
Μα παρόμοιο πειρασμό ένιωσαν και οι άλλοι δυο. Αφού έφαγαν, αγόρασαν λίγο δηλητήριο από το φαρμακείο και το έριξαν στο φαγητό που θα μετέφεραν στους συντρόφους τους.
Μόλις οι δυο επέστρεψαν, οι άλλοι δυο τους πυροβόλησαν. Μετά έφαγαν καλά και κοιμήθηκαν. Θα μετακινούσαν τα πτώματα των άλλων το πρωί σε ένα φαράγγι. Μα φυσικά δεν ξύπνησαν ξανά.
Την επομένη ο άγιος πέρασε από το σημείο και είδε τα πτώματα. Είδε και τη χρυσή ράβδο. Την πήρε μαζί του και την πέταξε σε ένα ποτάμι. «Έτσι,» σκέφθηκε, «δεν θα προκαλέσει άλλο κακό!»