Επιστολή του Μαρσίλιο Φιτσίνο*
Σου έγραψα πολλά γράμματα, πολυαγαπημένε μου φίλε (1), δοκιμάζοντας το ύφος της αγάπης. Αυτό είναι πράγματι κατάλληλο για τη φιλία μας που είναι, στην ελευθερία και αγνότητα της, όχι διαφορετική από τη φιλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Αλλά τώρα, μετά τους αστεϊσμούς σε πλατωνικό ύφος (γιατί έτσι ο Πλάτωνας κάνει την εισαγωγή στα έργα του), πρέπει να έρθουμε στα σοβαρά πράγματα. Άκουσε λοιπόν τη συζήτηση πάνω στο νου, που είχαμε με τους δύο υπέροχους πολίτες και νομικούς Bernardo Giugni και Bartolomeo Fortini.
Υπάρχουν δύο κύρια ερωτήματα που οι άνθρωποι θέτουν στο νου. Το πρώτο είναι κατά πόσον η διάνοια μπορεί να αποχωριστεί από το σώμα και να ζει και να λειτουργεί, αφού πια το σώμα έχει παραμεριστεί. Το δεύτερο είναι κατά πόσο μπορεί να καταλάβει τίποτα και αν καταλαβαίνει καθαρά ή όχι. Θα απαντήσουμε τώρα σ’ αυτά τα ερωτήματα όσο πιο σύντομα μπορούμε, διότι πραγματευτήκαμε αυτά και παρόμοια θέματα εκτενώς στην Θεολογία της Αθανασίας των Ψυχών.(2)
Παραδεχόμαστε ότι η διάνοια μπορεί να προσλάβει πολλά ασώματα πράγματα, όπως Θεός, άγγελοι, ψυχές, αρετές, αριθμητικές αναλογίες, ιδέες και οικουμενικές αρχές. Αλλά όπως δεν μπορούμε να διακρίνουμε το αόρατο διαμέσου της όρασης, έτσι δεν μπορούμε να σκεφθούμε το ασώματο διαμέσου κάποιου σωματικού οργάνου. Δεν μπορούμε επίσης με μια φύση που περιορίζεται στο σώμα, στον χώρο και χρόνο, να ερευνήσουμε, αναζητήσουμε, ανακαλύψουμε και να κρατήσουμε τα πράγματα εκείνα που δεν περιορίζονται από ύλη, χώρο και χρόνο. Αν όμως καθόσον έχει στον έλεγχο του το σώμα, ο νους καθαυτός γίνεται συγκεντρωμένος και παρατηρεί ορισμένα πράγματα από τον εαυτό του μόνο, τότε ακολουθεί ότι όταν είναι χωρισμένος από το σώμα θα μπορεί να παρατηρεί πολύ περισσότερα πράγματα και πολύ ευκολότερα. Αν μπορεί να λειτουργήσει από μόνος του, τότε πρέπει να είναι ικανός να υπάρχει και να ζει μόνος του.
Ας πάρουμε τώρα το δεύτερο ερώτημα. Χωρισμένος από το σώμα, ο νους θα παρατηρήσει πιο καθαρά αυτά που παρουσιάζονται στην κατανόησή του έσωθεν, παρά οι αισθήσεις που παρατηρούν ότι εμφανίζεται έξωθεν. Και θα παρατηρήσει πιο καθαρά περίπου στον βαθμό, που η όραση έχει μεγαλύτερη έκταση και γοργότητα από την ακοή και τις άλλες αισθήσεις. Ό νους είναι ανώτερος από τις αισθήσεις, και τα αντικείμενα του νου ανώτερα από των αισθήσεων. Όποιος χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του νου δεν αμφιβάλλει ότι η νόηση είναι ανώτερη από την αίσθηση (διότι βλέπει ότι ο νους είναι ο κριτής των αισθήσεων), ότι όντας πιο πολύτιμος παραχωρείται σε λιγότερα πλάσματα, ότι χρειάζεται περισσότερο χρόνο να εκπαιδευθεί και ότι χρησιμοποιείται όχι τόσο συχνά. Αυτό δείχνει ότι τα αντικείμενα του νου επίσης είναι πιο εξαίσια από των αισθήσεων, διότι είναι οικουμενικά, πελώρια και αιώνια, ενώ των αισθήσεων είναι συγκεκριμένα, περιορισμένα και φθαρτά. Ας προσθέσουμε ότι όσο περισσότερο συγκεντρωνόμαστε στην εξωτερική αίσθηση, τόσο πιο πολύ αποσύρεται η εσωτερική και το αντίθετο βέβαια. Διότι όποιος κοιτάει και ακροάζεται με προσοχή γύρω του δεν μπορεί συγχρόνως και να φαντάζεται, ενώ όποιος φαντάζεται πολύ δεν μπορεί να βλέπει και να ακούει τι συμβαίνει ολόγυρα. Η ίδια σχέση υπάρχει μεταξύ φαντασίας και διάνοιας.
Η ψυχή σ’ αυτό το σώμα έχει δύο κύρια εμπόδια. Πρώτον παρασύρεται σε πολλές δραστηριότητες και πολλή ταραχή και οι διάφορες λειτουργίες της παρακωλύουν και αποδυναμώνουν η μια την άλλη: διότι είναι πολύ δύσκολο για τον νου να ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα ταυτόχρονα. Δεύτερον, η ψυχή καταπιάνεται με κατώτερες δραστηριότητες πολύ νωρίτερα, πιο εντατικά και συχνότερα, παρά με ανώτερες: και τούτο, όχι μόνο εξαιτίας της αβυσσαλέας κατοικίας της, αλλά και εξαιτίας της σωματικής υπηρεσίας που ανατέθηκε για ορισμένη περίοδο στους ανθρώπους από το Θεό. Έτσι λοιπόν, όταν θέλουμε να συλλογιστούμε κάτι άυλο, συνήθως λειτουργούμε αδύναμα και το προσλαμβάνουμε αμυδρά σαν μέσα από σύννεφο. Όταν όμως οι δραστηριότητες του φαγητού, του μαζέματος, της συγκίνησης ή της φαντασίωσης παύουν ολότελα η μειώνονται αρκετά, τότε η θέαση του νου οξύνεται ανάλογα, ώστε, ότι παρατηρείται στο νου, παρατηρείται με μεγαλύτερη διαύγεια σ’ αυτό το φως. Τότε, πράγματι, η ψυχή θα παρατηρεί από τον εαυτό της και θα βλέπει το φως της διάνοιας καθαρότερα παρά όπως βλέπει τώρα το φως των αισθήσεων μέσα από τα παράθυρα της σωματικής φυλακής. Σε πλέρια ησυχία θα βλέπει από τη δική της τέλεια διαφάνεια τις ανώτερες εντυπώσεις στο φως του θεϊκού ήλιου. Τόσο λαμπρό είναι το φως εκείνο που το φως αυτού του ήλιου, σε σύγκριση, μοιάζει με σκιά. Επειδή είναι τόσο αγνό, είναι κρυμμένο από ακάθαρτα μάτια και φανερώνεται μόνο σε μάτια καθαρά. Τότε, επίσης, ο νους δεν θα κοιτάει σαν σε ζωγραφιστές εικόνες αλλά αληθινά αντικείμενα των οποίων όλα τα άλλα πράγματα είναι εικόνες.
Στον ύπνο, οι κινήσεις και λειτουργίες των εξωτερικών αισθήσεων παύουν και τότε η φαντασία, καθώς τρέφεται από τις υπόλοιπες αισθήσεις, παίρνει τόση νέα δύναμη, που αρχίζει να σχηματίζει εσωτερικές εικόνες, οι οποίες μοιάζουν σαν αναπαραστάσεις της πραγματικότητας. Πόσο μάλλον η διάνοια που είναι τόσο ισχυρότερη από τη φαντασία. Τι άραγε θα κάνει η διάνοια, όταν απελευθερωθεί από εμπόδια σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από τη φαντασία του ονειρευόμενου ανθρώπου και έτσι βλέπει τις αληθινές αρχές των πάντων στο αγνό φως του λογισμού και της αλήθειας; Τότε ασφαλώς θα εικονίσει μέσα της με τη μέγιστη ακρίβεια παν ότι είναι αληθινό. Ή, μάλλον, θα προσλάβει την εικόνα του αληθινού στο σύνολό του από παντού. Αλλά από πού κυρίως; Κυρίως από τη Νόηση των νοήσεων, από το Φως των φώτων. Πόσο εύκολα γίνεται αυτό; Πολύ εύκολα. Επειδή υπάρχει μια φυσική συγγένεια μεταξύ ορατού φωτός και διάφανων υλικών το φως θα φωτίσει ακαριαία το διάφανο υλικό όταν αυτό είναι αγνό και ήρεμο: το ορατό φως μεταδίνει στο υλικό τη δική του μορφή και μέσω αυτής μεταδίνει τις μορφές όλων των ορατών αντικειμένων (σαν αντανακλάσεις). Με τον ίδιο τρόπο, το φως της Νόησης – και περισσότερο από «Νόηση» – που είναι ο Θεός, διαμορφώνει τη διάφανη ουσία της διάνοιας μόλις η ουσία εκείνη γίνει ήρεμη: της δίνει, θέλω να πω, τη δική του θεϊκή μορφή και μέσω εκείνης, τις μορφές όλων των νοητών πραγμάτων.
Όπως ήδη έχει παραχωρήσει το άπλετο φως Του, έτσι άμεσα ο Θεός παραχωρεί ζωτική ζεστασιά και χαρά δίνοντας ζωή αθάνατη. Όπως στη χοντρή ύλη έχει εκπέμψει φως άσμιχτο από σκοτάδι, έτσι και στον νου έχυσε φως πέρα από κάθε όριο χρόνου, ώστε ο νους ν’ ανυψωθεί πάνω από τα ρεύματα του χρόνου στην ηρεμία της αιωνιότητας. Επιπλέον, συνεχώς τρέφει τον νου με αγαθοσύνη για να τον ευχαριστεί. Διότι ο Θεός ελκύει την επιθυμία του νου στον Εαυτό Του γεμίζοντας τον με κάλλος· ελκύοντας έτσι την επιθυμία στον Εαυτό Του την ικανοποιεί. Όπου υπάρχει το αγαθό χωρίς το κακό, εκεί υπάρχει πληρότητα χωρίς κορεσμό. Με απεριόριστη αγαθοσύνη εγείρεται απεριόριστη ικανότητα. Έτσι η απεριόριστη αγαθοσύνη και το απεριόριστο κάλλος, που είναι πηγή αναρίθμητων μορφών αγαθοσύνης και κάλλους, ελκύουν και ικανοποιούν εξίσου τον νου στην αιωνιότητα.
1. Έντεκα χρόνια μικρότερος από τον Φ., ο Καβαλκάντι ήταν ο πιο αγαπημένος φίλος και μαθητής του. Ο Φ. τον αποκαλεί πάντα “φίλο μοναδικό”.
2. Βλέπε Μ.Φ. Theologia Platonica sive de Immortalitate Animorum, εκδότης R. Marcel, Παρίσι, 1964-70, μαζί και γαλλική μετάφραση.