Η Draupadī αναδύεται από τη θυσιαστική φωτιά!
Μια από τις πιο γοητευτικές γυναίκες στο ινδικό επικό Mahābhārata είναι η Ντραουπαντί (ή Krishnā = μελαχρινή). Ως νέο κορίτσι ήθελε και αυτή να παντρευτεί τον τέλειο πρίγκιπα, όντας η ίδια πριγκίπισσα στην χώρα των Pañcāla μα μαζί με τον αδερφό της γεννημένη από τη θυσιαστική φωτιά(!). Έτσι όταν ένας Άγιος έτυχε να περάσει από το παλάτι τους της ανατέθηκε να τον φροντίζει. Εκείνος ευχαριστήθηκε από τη φροντίδα της και της είπε πως θα της έκανε τη χάρη να ικανοποιήσει μια έντονη λαχτάρα της. “Θέλω να παντρευτώ έναν άξιο πρίγκιπα!” φώναξε αυθόρμητα το κορίτσι. Το είπε μάλιστα 5 φορές. Και ο Άγιος την ευλόγησε λέγοντάς της πως η επιθυμία της θα ικανοποιούνταν.
Όπως κι έγινε. Λίγα χρόνια μετά, ο πρίγκιπας Άρτζουνα και ο αδελφός του Bhīma πέρασαν από τη γιορτή svayamvara κατά την οποία η Ντραουπαντί θα διάλεγε σύζυγο.
Ο Άρτζουνα την απήγαγε με τη βοήθεια του αδερφού του και την μετέφερε στο αρχοντικό τους και φώναξε στη μητέρα του Κουν-τί πως έφερε κάτι πολύτιμο. Εκείνη είπε τότε πως έπρεπε να το μοιραστεί με τα 4 αδέρφια του. Έτσι η Ντραουπαντί που λεγόταν και Pañcālī (από την χώρα των Παντσάλα) και ayonijā (που δεν γεννήθηκε από γυναικεία μήτρα – μα από τη θυσιαστική φωτιά) έκανε 5 απανωτούς γάμους με τα 5 αδέρφια κι έγινε βασίλισσα όταν ο μεγαλύτερος, ο Yudhiṣṭhira έγινε βασιλιάς. Έτσι πραγματώθηκε η χάρη του Αγίου όταν εκείνη φώναξε 5 φορές “θέλω να παντρευτώ”! Η διευθέτηση ήταν να περνά ως σύζυγος μόνο με έναν αδελφό για έναν ολόκληρο χρόνο. Έτσι έκανε 5 γιούς.
Οι 5 Πάνταβες, όπως λέγονταν οι πρίγκιπες, είχαν 100 ξαδέλφια με μεγαλύτερο τον φθονερό, κακόβουλο Duryodhana που προσβλήθηκε όταν κάποτε γλίστρησε στη λάσπη και 4 από τα 5 αδέρφια γέλασαν με το πάθημά του. Μα εκτός αυτού, τους ζήλευε και ήθελε να αποκτήσει τα πλούτη τους. Σε μια επίσκεψη των 5 αδελφών στο παλάτι του Ντουριόντχανα, αυτός και ο θείος του, ο μοχθηρός Shakuni κανόνισαν να παίξουν ζάρια με τα 5 ξαδέρφια που θα τα εκπροσωπούσε ο μεγάλος ο Yudhiṣṭhira. Ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα που, τυφλωμένος αυτός, έπαιξε στα ζάρια όχι μόνο την περιουσία τους, όχι μόνο τα αδέρφια του, μα και την Ντραουπαντί! Έτσι και η Ντραουπαντί, χωρίς η ίδια να το ξέρει πέρασε στην εξουσία του Ντουριόντχανα.
Ο μικρότερος αδελφός Duḥśāsana που ήταν εξίσου μοχθηρός έφερε τη βασίλισσα στη μεγάλη αίθουσα τραβώντας την από τα μαλλιά. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως ο άντρας της Yudhiṣṭhira δεν είχε δικαίωμα να την παίξει στα ζάρια αφού ο ίδιος είχε νωρίτερα περιέλθει στην εξουσία του Ντουριόντχανα κι έπαψε να είναι σύζυγός της ενώ εκείνη ήταν ακόμα η βασίλισσα. Εξ άλλου, οι Γραφές απαγόρευαν να παιχτεί σε τζόγο μια γυναίκα. Μα μερικοί (ο Κάρνα που την ήθελε ως γυναίκα του μα εκείνη τον είχε απορρίψει αφού ήταν αμαξηλάτης) υπέδειξαν πως πριν βάλει τον εαυτό του στο παιχνίδι, ο άντρας της είχε χάσει όλη του την περιουσία και η γυναίκα του ήταν μέρος της περιουσίας του!
Ο Ντουριόντχανα, τα αδέρφια του και οι δικοί τους αυλικοί και φύλακες αγνόησαν τις αιτιάσεις της Ντραουπαντί και απολάμβαναν τον εξευτελισμό των 5 Πάνταβα.
Ήταν πολύ παράξενο που κανείς δεν έβλεπε την όλη ασχήμια της κατάστασης και την ταπείνωση της Ντραουπαντί: ούτε οι άντρες της (εκτός του Bhīma που ορκίστηκε να σπάσει τα πόδια του Ντουριόντχανα, και το έκανε πολύ αργότερα), μα ούτε και ο γέροντας βασιλιάς Dhṛtarāṣṭra, πατέρας των 100 γιών του, των Κάουραβα.
Και τότε ο Duhśāsana άρχισε να γδύνει την Ντραουπαντί ξεδιάντροπα μπροστά σε τόσο κόσμο ξετυλίγοντας το σάρι της.
Τότε η βασίλισσα προσευχήθηκε στον θεό Krishna προσφέροντας πλήρως τον εαυτό της στο έλεός του. Και ο θεός έκανε την παρουσία του αισθητή και το σάρι ξετυλιγόταν και ξετυλιγόταν μα δεν έλεγε να τελειώσει. Και ο χυδαίος, κακόβουλος ξάδερφος ίδρωσε από την προσπάθεια και τελικά έπεσε αναίσθητος ενώ η Ντραουπαντί έμεινε σώα!
Αργότερα, στον εμφύλιο πόλεμο, τα κακά ξαδέρφια σκοτώθηκαν και οι Πάνταβες με τη συμπαράσταση του Κρίσνα βρήκαν το δίκιο τους!
Mα μετά θάνατο και τα 5 αδέρφια πήγαν στο Καθαρτήριο για κάποια διάστημα λόγω της αδράνειάς τους κατά την ταπείνωση της Ντραουπαντί – εκτός από άλλες παραβάσεις που είχαν κάνει.