1. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι ποιητές ακολουθούν τη γαλλική σχολή του “Παρνασσισμού” με τη δημοτική πλέον καθιερωμένη και στρέφονται και στη δημοτική παράδοση, τη λαογραφία και το δημοτικό τραγούδι. Αλλά δεν εγκαταλείπουν παντελώς τον ξεπεσμένο ρομαντισμό και τις καθιερωμένες μορφές του. Εγώ εξετάζω την ποιητική, όπως πάντα.
2. Ο Δροσίνης (1859-1951) είναι σχετικά εύκολος και σήμερα πασίγνωστος χάρη στο χαριτωμένο τραγουδάκι “Η μυγδαλιά” που είναι απλό, όμορφο πρώιμο ποιηματάκι – “Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά/ με τα χεράκια της/” κλπ. Γράφει πάντα σχεδόν απλοϊκά πάντα προσέχοντας τη μορφή – το μέτρο και τη ρίμα. Έγραψε και δεκαπεντασύλλαβους, όπως το “Η λυγερή κι ο ήλιος”, όπου η κοπελιά παινεύεται.-
Έχω δυο μάτια ολόμαυρα, δυο χείλη κερασένια
κι έχω πλεξίδες τα μαλιά σαν τις οχιές πλεγμένα.
Η παρομοίωση των πλεξίδων με οχιές είναι πολύ επιπόλαιη διότι δεν πλέκονται σαν πλεξίδες οι οχιές και το σταχτί χρώμα τους δεν θυμίζει μελαχρινής μαλλιά!
Στην ωριμότερη συλλογή “Κλειστά βλέφαρα” το “Οι τρεις δροσιές” πάλι απηχεί το δημοτικό τραγούδι μα πάλι δείχνει ρηχότητα:
Στα δάχτυλά σου στάλαξαν οι τρεις δροσιές του κόσμου:
των λουλουδιών, της θάλασσας και των κλαμένων άστρων.
Η ιδέα των άστρων που κλαίνε είναι πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη μα είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι στιχουργοί επέμεναν. (Υπάρχει και της αυγής η δροσιά!)
Η συλλογή “Σπίθες στη Στάχτη” (1940) δεν φανερώνει βελτίωση:
Χειμώνας ο πατέρας σου/ κι η Άνοιξη μητέρα,
γλυκιά του Μάρτη συννεφιά/ μελαχρινούλα μέρα.
Δύσκολα πάλι βλέπεις γιατί είναι “μελαχρινούλα” η μέρα!… Αλλά πού και πού βγαίνει κι ένα φρέσκο για την εποχή του σχήμα (από το “Το σπίτι σου” στη “Φευγάτα Χελιδόνια”)
Σφαλιστό απομένει το παράθυρο/ κι αν ανοίξη, μια άλλη θα φανή…/
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης/ βγαίνεις ίδια και παντοτινή.
Το “παράθυρο της θύμησης” είναι ωραία εικόνα δεμένη με το σύνολο κείμενο.
3. Ο Ι. Πολέμης (1862-1920) τα ψιλοκαταφέρνει με τις ρίμες μα δεν ξεπερνά τη ρηχή μετριότητα όπως από το πρώιμο “Ζωγραφιά”:
σκορπίζουν γύρω τα φτερά του αγέρα/ γαυγίσματα σκυλιών,
αρνιών βελάσματα,/ και στεναγμούς από βοσκού φλογέρα.
Ο καχύποπτος νους μου ρωτά γιατί έχει φτερά ο αγέρας;… Θα μπορούσε να σκορπά τους ήχους αυτούς και δίχως τα (ανύπαρκτα) φτερά. Ο βοσκός, η φλογέρα και οι στεναγμοί ανήκουν στην κοινότοπη λαογραφία. Και είναι αδύνατον να ζωγραφίσεις γαυγίσματα, βελάσματα και στεναγμούς.
“Το παλιό βιολί” (1909) δεν προσφέρει τίποτα καλύτερο.
Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί/ Μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη:/
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί/ με τ’ αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.
Οι λέξεις “απόκοσμο, σιγαλιά, αχνό” ανήκουν στον ξεθυμασμένο ρομαντισμό – καθώς και η σύνολη σύλληψη. Το “κουφάρι” δεν ταιριάζει καθόλου με τα συμφραζόμενα ούτε και το “παλιό” με το κουφάρι. Όσο για τα αχνά χείλη της αγάπης, ας μην πω τίποτα.
Από τη συλλογή “Ειρηνικά” (1919) παίρνω μερικές, συχνά ανθολογημένες γραμμές:
Όνειρα, πόθοι/ με σας, με σας της τέχνης ο γλυκός καημός//
Τ’ αθώρητο το νήμα μέρα νύχτα κλώθει/ το νήμα αυτό που δένει
τον τραγουδιστή/ με την καρδιά του κόσμου που βαθιά τον νιώθει.
Αυτό ακριβώς αποτυγχάνει να κάνει ο Πολέμης. Από πού κι ως πού η τέχνη έχει “γλυκό καημό;… Είναι μια από τις ανόητες αντιλήψεις της εποχής. Όπως και η ξεχωριστή ευαισθησία και θέση του “ποιητή» που εδώ είναι “τραγουδιστής” και πιάνει την καρδιά, τον σφυγμό θα λέγαμε, του κόσμου. Ναι, ο Σαιξπήρος το κάνει, μα όχι το ασκέρι των στιχοπαραγωγών μας του 19ου και του 20ου αιώνα. Ο κόσμος νιώθει τον τραγουδιστή ή αυτός τον κόσμο;…
4. Ο Κ. Κρυστάλλης (1868-1894) πέθανε νέος από φυματίωση. Εντρύφησε στο δημοτικό τραγούδι και άφησε δεκαπεντασύλλαβους που ρέουν με φρεσκάδα και ορμή. Δικό του είναι το “Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πό’χεις!” Αλλά δεν νομίζω πως ακόμα κι αν ζούσε πολύ περισσότερο θα άφηνε καλή ποίηση. Χάνει τον ειρμό μόλις καλύψει 2-3 γραμμές. Από την πρώτη συλλογή “Αγροτικά” (1891) παίρνω τις πρώτες γραμμές “Το Ηλιοβασίλεμα”:
Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει,/ και τ’ ουρανού τα σύνορα
χίλιες βαφές αλλάζουν/ πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζιες,/
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.
Η δεύτερη γραμμή έχει ζωντάνια. Αυτή χάνεται με την απαρίθμιση των χρωμάτων στην τρίτη γραμμή που, έτσι κι αλλιώς, δεν αποδίδουν τα χρώματα της δύσης στα “σύνορα τ’ ουρανού.” Μετά, το “σκάει” δεν αποδίδει την εμφάνιση του Έσπερου ακόμα και με την έννοια ότι δραπετεύει από κάπου κι εμφανίζεται ξαφνικά. Αλλά και το διπλό “λαμπρός” μετά το “σκάει” τείνει προς ειρωνεία ή κοροϊδία.
Οι επόμενες γραμμές είναι από το “Στο σταυραετό”¨
Κι έγινε τώρα ο πόθος μου αίτός , στοιχειό και δράκος/ κι εφώλιασε βαθιά
μές στ’ άσαρκο κορμί μου,/ και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου…
Εδώ έχουμε μια υπερβολή που δεν στέκει στη διαδοχή “αϊτός, στοιχειό και δράκος” αφού το “στοιχειό” δεν έχει κοινά σημεία με αϊτούς και δράκους. Είναι μάλιστα αδύνατο να τρώει τα σπλάχνα “κρυφά”. Δεν εναρμονίζεται η κοινή εμπειρία της έγνοιας ή λαχτάρας που μοιάζει να “τρώει τα σπλάχνα” μας με την επική ή δημοτική παράδοση των αετών και δράκων που δεν καταπολεμώνται εύκολα.
Το πόσο άγαρμπα είναι τα σχήματα λόγου που επιχειρεί να διατυπώσει σε κάπως εκτενέστερα κομμάτια φαίνεται και στο απόσπασμα από το τελευταίο έργο του “Ψωμοπάτης” (=αυτός που προδίδει το αφεντικό του που του δίνει ψωμί) στη συλλογή “Ο Τραγουδιστής του χωριού και της στάνης” (1893): μια ερωτευμένη κόρη –
Έτρεμε σαν την καλαμιά κι ανάγερνε τα μάτια/ πλημμυρισμένα από καημό
και φλογερά απ’ αγάπη,/ κι όπως κοχλάζει απ’ άνεμον η φουσκωμένη λίμνη/
έτσι ανεβοκατέβαιναν οι αμάλαγοί της κόρφοι.
Κι εδώ έχουμε υπερβολές (καλαμιά και λίμνη) που εντάσσονται στη λαϊκή φιλολογική παράδοση και δεν συγκινούν. Η κακοτεχνία φαίνεται καθαρά πια στη “φουσκωμένη λίμνη” που “κοχλάζει” από τον άνεμο, ενώ το κόχλασμα προϋποθέτει δυνατή φωτιά. Μετά, δεν μπορεί να συγκριθεί το ανεβοκατέβασμα του στήθους μια κοπέλας με το κόχλασμα μιας λίμνης!
5. Κλείνω με την παρατήρηση πως αυτοί οι ποιητές δεν μας άφησαν ποίηση αξιόλογη κι έχουν μόνο ιστορικό φιλολογικό ενδιαφέρον.