Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Αν κάτσει να το καλοσκεφτεί κανείς, υπάρχουν ελάχιστα πράγματα που συνδέουν αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους Ελληνες. Ενα από τα κυριότερα είναι ασφαλώς η καθολική πίστη στην ύψιστη αξία της οικογένειας. Η μόνη λειτουργική μονάδα στις κοινωνίες των Ελλήνων είναι η οικογένεια. Και στο πλαίσιο της πανίσχυρης ελληνικής οικογένειας επιβιώνει πανίσχυρος ο μύθος της απέραντης, αιώνιας αγάπης των Ελλήνων γονιών για τα παιδιά τους. Αλλά γιατί την αποκαλώ μύθο; Είναι μύθος η αγάπη των Ελλήνων για τα παιδιά τους; Πολλές φορές αναρωτιέμαι.
Οταν βγαίνουν τα αποτελέσματα της PISA, που αποδεικνύουν ότι τα παιδιά των Ελλήνων παίρνουν παντού κάτω από τη βάση, όταν δημοσιεύονται φωτογραφίες από τα τριτοκοσμικά χάλια των ελληνικών πανεπιστημίων, όταν ανακοινώνονται νέα μέτρα ιδεολογικά φορτισμένου εξευτελισμού της ελληνικής εκπαίδευσης, όταν τα μισά νήπια δεν έχουν πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς, δεν συμφωνείτε ότι αποκαλύπτεται μια αντίφαση; Πώς συμβιβάζονται αυτά –διαχρονικά φαινόμενα που κάνουν τις ζωές των παιδιών των Ελλήνων χειρότερες– με εκείνη τη χιλιοτραγουδισμένη αγάπη; Αν αγαπάμε στ’ αλήθεια τα παιδιά μας, πώς ανεχόμαστε αυτό το χάλι; Για να μη σας πάω στο άλλο, ευρύτερο θέμα, τον κόσμο που φτιάχνουν οι γενιές μας για να ζήσουν και να μεγαλώσουν μέσα τα παιδιά μας, εν προκειμένω μια χρεοκοπημένη χώρα μέσα στη μιζέρια και την κατήφεια, κατασκευασμένη για να τα διώξει όσο γίνεται πιο μακριά. Πόσο αγαπάμε τα παιδιά μας όταν σιγά σιγά τους διαλύουμε κάθε προοπτική για μια ευτυχισμένη ζωή με κάθε μας ψήφο;
Στο θέμα της Παιδείας, ας πούμε, πού είναι οι ακτιβιστικές οργανώσεις γονιών που απαιτούν αξιολόγηση των καθηγητών στην εκπαίδευση; Πού είναι οι ευαισθητοποιημένοι γονείς που κάνουν αγώνες για πρόσβαση όλων των παιδιών στην προσχολική αγωγή; Πού είναι οι γονείς παιδιών του λυκείου, οι ίδιοι που δαπανούν χιλιάδες ευρώ σε φροντιστήρια για να μπει το παιδί στο ΑΕΙ, που διαμαρτύρονται για την άθλια ποιότητα και τις αποκρουστικές συνθήκες φοίτησης στα περισσότερα ελληνικά πανεπιστήμια; Πώς λειτουργεί αυτή η μυθική «υπερπροστατευτικότητα», τελικά; Πόσο επιλεκτική είναι;
Φυσικά, αυτές οι ερωτήσεις είναι αφελείς.
Η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του δεν είναι ένα ορθολογικό πράγμα, ούτε μια εξιδανικευμένη στράτευση. Είναι ένα περίπλοκο συναίσθημα που περιέχει πολυάριθμες πτυχές, όχι όλες υγιείς. Εχει μέσα προβολή προσωπικών φιλοδοξιών και κόμπλεξ, τρομερό άγχος, αμφιβολία, αυτοσχεδιασμό, ανασφάλεια και όλα αυτά έρχονται να κολλήσουν στο προϋπάρχον μείγμα ασχετοσύνης, βιασύνης, ιδεοληψίας και περιορισμένης κριτικής ικανότητας που υπάρχει μέσα στον κάθε ένα από εμάς (σε διαφορετικές δοσολογίες, προφανώς).
Φανταστείτε κάποιον ψύχραιμο, ανεξάρτητο παρατηρητή που παρακολουθεί έναν Ελληνα γονιό καθώς παρκάρει παράνομα στο πεζοδρόμιο έξω από το σχολείο, μπουκάρει έξαλλος και διαμαρτύρεται στον καθηγητή επειδή έβαλε κακό βαθμό στο παιδάκι του. Δεν το αγαπάει το παιδάκι του αυτός ο γονιός; Και βέβαια το αγαπάει, με τον ιδιαίτερο, σχεδόν παθολογικό ορισμό της λέξης. Απλά είναι ανίκανος να συνδέσει το αίτιο με το αιτιατό, κάτι που πιθανότατα του συμβαίνει και σε άλλες εκφάνσεις της καθημερινής του συμπεριφοράς. Δεν μπορεί να καταλάβει το ότι αν κάνει κάτι, τότε κάτι άλλο θα συμβεί. Το ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες. Αυτό εξηγεί πολλά πράγματα στη ζωή μας, τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τον Κίμωνα Κουλούρη, τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, τον Μιχάλη Λιάπη, το 61% στο δημοψήφισμα του ’15, τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα και, φυσικά, την ανεπαρκή ωρίμανση αλλεπάλληλων γενεών Ελλήνων που αναπαράγουν τα ίδια λάθη, πάντα σπεύδοντας να επικαλεστούν τις φυσιολογικές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, για να αμφισβητήσουν το ότι υπάρχει πρόβλημα (και άρα και αυτό το άρθρο) και για να καθησυχάσουν την επίμονη, οδυνηρή αμφιβολία στο πίσω πίσω μέρος του μυαλού, ότι ίσως και να μην ξέρουμε τι μας γίνεται κι ότι ενδέχεται την ασχετοσύνη μας αυτή να την κληροδοτούμε στα παιδιά μας, αμπαλαρισμένη και καμουφλαρισμένη με τη μορφή της απέραντης, αιώνιας, ασφυκτικής αγάπης.
Πηγή: Καθημερινή