του Στέφανου Κασιμάτη
Σχετικώς ευχάριστα τα νέα, αλλά ―τι να κάνουμε;― μόνον για όσους δεν προχωρούν πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Η στροφή της κυβέρνησης, που πολλοί την περίμεναν, δεν συνέβη προχθές μέσω μιας τηλεοπτικής συνέντευξης του πρωθυπουργού. Απλώς, στη συνέντευξή του, ο πρωθυπουργός περιέγραψε τη στροφή με τα λόγια. Πώς, όμως, θα πραγματοποιηθεί, αλλά και αν η σημερινή κυβέρνηση είναι πρόθυμη να την πραγματοποιήσει, αυτά είναι διαφορετικά πράγματα και μάλιστα άκρως αμφίβολα ως προς την έκβασή τους.
Μία πρόγευση του πόσο δύσκολο είναι να γίνει στην πραγματικότητα η στροφή από την κυβέρνηση πήραμε από την απόπειρα του Τσίπρα να δικαιολογήσει τον ελιγμό, έστω και ως ενδεχόμενο. Η αναφορά του πρωθυπουργού σε παραπλάνηση της κυβέρνησης εκ μέρους των εταίρων-δανειστών, προφανώς έγινε για να εκτιμηθεί από το εσωτερικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση, είπε, είχε συμφωνήσει προφορικά για τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης εφόσον υπήρχε συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου, αλλά οι εταίροι δεν τήρησαν τον λόγο τους. Μέχρι το μεσημέρι της επομένης ημέρας η τρίχα είχε γίνει τριχιά, καθώς τη σκυτάλη είχε πάρει ο Βαρουφάκης, που είπε (περιέργως για τα υψηλά standards του ανδρός, το είπε αλβανιστί…) ότι οι εταίροι δεν έχουν «μπέσα».
* Το απόγευμα πια η καταγγελία ήταν η πρώτη είδηση στα ΜΜΕ. Σε κάθε περίπτωση, είτε ήταν σκόπιμη η κλιμάκωση είτε όχι, το αποτέλεσμά της είναι το ίδιο: δυσκολεύει τη συμφωνία με τους εταίρους, που υποτίθεται ότι επιδιώκει ο Τσίπρας.
Οσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε πνεύμα αμοιβαίας δυσπιστίας και σοβαρών αιτιάσεων ηθικού χαρακτήρα τόσο δύσκολη είναι και η διέξοδος του δημοψηφίσματος, που φαίνεται ότι προκρίνει ο Τσίπρας. «Εχει λάβει», είπε, «εντολή λύσης μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο». Εφόσον αυτό που θα προκύψει δεν θα είναι η λύση που γεννήθηκε από τον γάμο του λαϊκισμού και της φαντασίας, «θα αποφασίσει ο λαός». Ομως τα δεδομένα με τα οποία παρουσιάζει το δίλημμα ο πρωθυπουργός δεν ευσταθούν. Ποτέ δεν υπήρχε λύση μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπως ο ίδιος την πίστεψε και την πούλησε στους ψηφοφόρους του: ήταν, είναι και θα είναι των αδυνάτων αδύνατο να δεχθούν οι εταίροι μας ότι εμείς θα καθόμαστε να διαβουλευόμαστε γενικώς και αορίστως περί το πρόβλημα, ενώ οι εταίροι θα καλύπτουν τις τρύπες της αξιοπρέπειάς μας με ρευστό. Η Ευρώπη λειτουργεί βάσει κανόνων, των οποίων η τήρηση ή μη, κατά κάποιο τρόπο, συμψηφίζεται. Πλήρης ανατροπή των κανόνων, όμως, ώστε η Ευρώπη να λειτουργεί βάσει του διαχωρισμού των ξύπνιων και των κορόιδων είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας.
Και έστω ότι αποφασίζεται το δημοψήφισμα, υπό την πίεση των συνθηκών. Πώς διατυπώνεται το ερώτημα; Διότι η διατύπωση θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μην αποκαλύπτεται (τουλάχιστον στους πιο ηλίθιους των ψηφοφόρων) ότι οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για τα πάντα περί την Ευρώπη (τη λειτουργία της, τη διπλωματία της, τις εσωτερικές ισορροπίες κ.λπ.) ήσαν εσφαλμένες και προκάλεσαν ζημία στη θέση της χώρας. Απαραίτητη προϋπόθεση για να μην εξελιχθεί το δημοψήφισμα σε εφιάλτη για την «Κυβέρνηση Κοινωνικής Σωτηρίας» θα είναι να κρύψει όσο καλύτερα μπορεί την ανεπάρκειά της.
Εδώ όμως εμπλέκεται ένας άλλος παράγοντας, που κάνει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ακόμη περισσότερο προβληματική υπόθεση για την κυβέρνηση. Πώς ακριβώς θα σταθεί η κυβέρνηση απέναντι στο δημοψήφισμα; Αν πάρει θέση υπέρ των όρων που θα μας κρατήσουν στην Ευρωζώνη, ουσιαστικά παραδέχεται το λάθος των σχεδίων της. Αν πάρει θέση κατά των όρων αυτών, χρεώνεται τη ρήξη με την Ευρώπη και τις συνέπειές της. Μήπως, λοιπόν, θα τηρήσει… ουδετερότητα; Μα κάτι τέτοιο θα ήταν γελοίο και προδήλως ανεύθυνο! Και όμως, έχω την εντύπωση ότι αυτή η τρίτη εκδοχή είναι και η πιθανότερη. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, για να χρησιμοποιήσω την πετυχημένη μεταφορά ενός φίλου, ανοίχτηκε στο δάσος ψάχνοντας τον τρίτο δρόμο. Δεν τον βρήκε και τώρα πρέπει να γυρίσει πίσω εκεί που ξεκίνησε, ει δυνατόν, χωρίς να τον πάρουν είδηση εκείνοι που τον ακολουθούν για να μη γίνει σαματάς. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό σε μια κυβέρνηση όπου ο καθένας λέει ό,τι του κατεβαίνει, προσωπικώς δυσκολεύομαι να το δω.
Τείνω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η επίκληση του ενδεχόμενου ενός δημοψηφίσματος μόνον βραχυπρόθεσμα εξυπηρετεί τον ΣΥΡΙΖΑ. (Τους ΑΝΕΛ δεν τους υπολογίζω: αυτοί θα καταπιούν τα πάντα για την χαρά να ζουν σαν βλαχοδήμαρχοι…). Το ενδεχόμενο παγώνει κάθε εξέλιξη στη Ν.Δ., συντηρεί τον Αντώνη Σαμαρά στην προεδρία και, συνεπώς, εξασφαλίζει ότι η επιρροή της αντιπολίτευσης θα παραμείνει ανύπαρκτη. (Για τον Σταύρο Θεοδωράκη ως εναλλακτικό πόλο αντιπολίτευσης, είναι μάταιο να συζητούμε. Το «Ποτάμι» παραμένει μια τσόντα για το μέλλον, αν αντέξει ώς τότε…). Κατά κάποιο τρόπο, επίσης, το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ενισχύει και τη θέση του στο εξωτερικό. Διότι διατηρεί τον Τσίπρα στη θέση του κυρίαρχου στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι, με αποτέλεσμα να προβάλλει προς τα έξω ως ο άνθρωπος με τον οποίο είναι αναγκασμένοι να συνεννοηθούν οι Ευρωπαίοι. Υπομονή και θα δούμε…
Πηγή: Καθημερινή