Εκείνο [το πνεύμα Απόλυτο] κινείται, Εκείνο δεν κινείται. Είναι μακριά, είναι κοντά. Είναι μέσα στα πάντα, είναι έξω από τα πάντα.
Στο προηγούμενο Ψ222: Ανατροφή και Παιδεία έγραψα για την απο-φατική προσέγγιση (δηλ. απορριπτική των θετικών ιδιοτήτων της Θεότητας) όπως τη βρίσκουμε στον (ψευδο-)Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Αλλού, στα επόμενα Φιλ 827 και 828 γράφω για τις όμοιες μυστικές προσεγγίσεις των Shankara (Ινδιών) και Meister Echart (Γερμανίας).
Στη Βεδική Παράδοση το Brahman, Απόλυτο Θείο, είναι πέρα από κάθε σύλληψη, κάθε κατάφαση και άρνηση, πέρα από ύπαρξη και ανυπαρξία, καλό και κακό. Συγχρόνως στη φύση του περιέχονται όλες οι παραπάνω αντιθέσεις.
Και ο Shankara και ο Έκχαρτ δηλώνουν απερίφραστα πως το Απόλυτο (Μπράχμαν στον Ινδό), Ύψιστος Θεός (στον Γερμανό) είναι ασύλληπτο, απερινόητο, δηλ. ούτε λόγια ούτε σκέψεις το φθάνουν και, φυσικά, ούτε οι αισθήσεις. Όταν σε διάφορα κείμενα λέγεται “βλέπεις, γνωρίζεις, προσεγγίζεις, φτάνεις” το Απόλυτο, πρόκειται για συγχωρητέα ανακρίβεια, για επικοινωνιακή διευκόλυνση. Φτάνεις το Απόλυτο μόνο καθώς ο νους και το εγώ σβήνουν στην απερίγραπτη απεραντοσύνη του.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης επίσης λέει στη Μυστική Θεολογία του (1.3. τέλος):
[Ο αναζητητής] αποδεσμεύεται απ’ όσα βλέπει και αυτούς που βλέπουν [δηλ. τις αισθήσεις] και εισδύει στο σκοτάδι της αγνωσίας μυσταγωγικά – οπότε αποκλείονται όλες οι γνωστικές αντιλήψεις του και συγχωνεύεται σ’ Εκείνο που είναι άπιαστο και αθώρητο: [ο ίδιος] είναι πλέον ολόκληρος εκείνος που είναι πέρα από όλα. Δεν είναι πια ούτε ο [πρότερος συνήθης] εαυτός του ούτε άλλος. Με την κατασίγαση κάθε γνωστικής λειτουργίας, ενωμένος μ’ Εκείνο το ανώτερο και αθώρητο, γνωρίζει μη γνωρίζοντας Εκείνο που είναι πέρα από τη γνώση του.
Υπάρχει μια τυπική σοβαρή διαφορά ανάμεσα στους μύστες της Βεδικής Παράδοσης και αυτούς του Χριστιανισμού. Οι πρώτοι μιλούν για τον Εαυτό (ātman) ή τον Ύψιστο Εαυτό (paramātman) ή το Απόλυτο Πνεύμα (brahman) που πάλι είναι ο Εαυτός των πάντων – μα πάντα πέρα από τα πάντα. Οι Χριστιανοί μιλούν για τον Θεό, συχνά σαν να πρόκειται για κάτι άλλο από τον Εαυτό, παρότι ο νους του αναζητητή ξανοίγεται στα ανώτερα επίπεδα συνειδησίας κι εμπειρίας, ησυχάζει πλήρως και συγχωνεύεται. Οπότε είναι ο ίδιος ο ψυχισμός του ανθρώπου, ο έσχατος, αληθινός Εαυτός του. Μα παρουσιάζεται σαν κάτι άλλο.
Πολύ πριν τον μυστικισμό των Χριστιανών που τεκμηριώνεται από τον 2ο αιών ΚΕ, πολύ πριν τον Shankara που αναζωπύρωσε τη Βεδική παράδοση, στις Ουπανισάδες, βρίσκουμε όμοιες διατυπώσεις μυστικισμού.
Στην Īśā Ουπανισάδα, 5,παρουσιάζεται με παραδοξολογίες: Εκείνο [το πνεύμα Απόλυτο] κινείται, Εκείνο δεν κινείται. Είναι μακριά, είναι κοντά. Είναι μέσα στα πάντα, είναι έξω από τα πάντα.
Στη Māṇḍukya Ουπ. 7: Δεν είναι έσω-επίγνωση, έξω–επίγνωση, επίγνωση των δύο, μάζα–επίγνωση, απλή επίγνωση, μη–επίγνωση. [Είναι] εκτός θέασης, εμπειρίας, σύλληψης, χαρακτηρισμού σκέψης και ορισμού.
Επειδή το Απόλυτο Θείο, ο αληθινός Εαυτός μας, είναι τέτοιος, απερινόητος, η Taittirīya Ουπ. Λέει, 2.4: Εκείνο από το οποίο τα λόγια επιστρέφουν μαζί με τον νου δίχως να το έχουν φθάσει.
Και η Kaṭha Ουπ λέει, 2.3.91: Η παρουσία του δεν βρίσκεται μέσα στο πεδίο του ορατού. Κανείς δεν το βλέπει με το μάτι [ή άλλη αίσθηση].
Ακόμα νωρίτερα οι οραματιστές των ύμνων του Ṛgveda διατύπωναν παρόμοιες μυστικές εμπειρίες. Λέει π.χ. ο οραματιστής Bharadvaja στον RV 6.9.6: Τ’ αυτιά μου [τεντώνονται], τα μάτια μου πετούν μακριά προς το φως, το κρυμμένο στην καρδιά. Ο νους τρέχει μακριά ψάχνοντας. Τι μπορώ τώρα να πω, τι να σκεφθώ;
Τίποτα υπονοείται. Το φως εκείνο που εκδηλώνει τον αθέατο Εαυτό του ανθρώπου και του σύμπαντος είναι απροσπέλαστο από αισθήσεις και νου.
Εκείνο έγινε [και είναι] εκδηλωμένο Ον και ανεκδήλωτο, προσδιορισμένο και απροσδιόριστο, δομημένο και αδόμητο, εμπειρία και η έλλειψή της, αλήθεια σχετική και αναλήθεια. Η ύψιστη Αλήθεια έγινε όλο αυτό [το σύμπαν] (Taittirīya 2.6.)