Μ54: Οι δυο αδελφές

Μ54: Οι δυο αδελφές

- in Μυθιστορία
0

Υπάρχουν πολλές εκδοχές αφηγήσεων για δυο αδελφές. Παίρνω αυτή την ιστοριούλα γιατί είναι μια ωραία παραβολή με πολλούς συμβολισμούς για τον ψυχισμό του ανθρώπου και τον ρόλο του στη δημιουργία.

Ζούσε κάπου ένας γεωργός που είχε δυο θυγατέρες, όμορφες, δίδυμες, πανόμοιες σαν δυο κουκιά στο περικάρπιό τους. Μόνο που η μια ήταν εργατική, καλοσυνάτη και φροντισιάρα και η άλλη αυτάρεσκη, κακόβουλη και οκνηρή. Καθώς ο πατέρας τους τις άφηνε δίχως συγκεκριμένη δουλειά, αποφάσισαν με την άδειά του να ταξιδέψουν στον κόσμο πέρα από τα πατρικά χωράφια και να δουν αν μπορούσαν να εργαστούν εποικοδομητικά με κάποιο εισόδημα. Πρώτη έφυγε η καλοσυνάτη Σουντχά ενώ η άλλη, η Ντουρματή, περιφερόταν στις καλλιέργειες και τους εργάτες του πατέρα της.

Η Σουντχά πέρασε τα όρια της πατρικής περιουσίας και στην πρώτη κοινότητα που συνάντησε είδε έναν φούρνο και άκουσε μια κραυγή αδημονίας να βγαίνει από μέσα. Ήταν τα καρβέλια ψωμιού: “Βγάλε μας κορίτσι μου! Βγάλε μας, γιατί ψηθήκαμε πια. Βγάλε μας πριν καούμε και καρβουνιάσουμε!”

Η καλοσυνάτη κοπέλα τα έβγαλε, τα άφησε στο τραπέζι και αποχώρησε λέγοντας: “Θα είστε ανακουφισμένα και άνετα τώρα”.

Πιο κάτω, έξω από μια αγροικία συνάντησε μια αγελάδα κι έναν άδειο κάδο δίπλα της. “Άρμεξέ με καθώς είναι γεμάτα τα μαστάρια μου! Σε παρακαλώ, άρμεξέ με!”

Η καλοσυνάτη Σουντχά σταμάτησε κι άρμεξε την αγελάδα. Φεύγοντας της είπε, “Τώρα θα νιώθεις ανακουφισμένη και άνετη!”

Αργότερα συνάντησε μια μεγάλη μηλιά κατάφορτη με ώριμα μήλα. “Μάζεψε τους ώριμους καρπούς, κορίτσι μου! Κούνησε δυνατά τους κλώνους μου! Έτσι θα πέσουν τα ωριμασμένα μήλα μου!”

Η Σουντχά έκανε όπως άκουσε και φεύγοντας είπε: “Τώρα ξαλάφρωσες!”

Πιο πέρα συνάντησε μια Κυρία που ήθελε μια κοπέλα υπηρέτρια. Ήταν μεγάλη μάγισσα και υποσχέθηκε καλό μισθό. Η Σουντχά έμεινε στη δούλεψή της να δει πώς θα ήταν η υπηρεσία εκείνη. Σκούπιζε και καθάριζε το αρχοντικό και τακτοποιούσε. Φρόντιζε το τζάκι, πότιζε τα δέντρα και τα λουλούδια στην αυλή και τάιζε τα ζώα που φυλάγονταν στο μαντρί και σε κλούβες. Μα η μάγισσα της απαγόρεψε ένα πράγμα – να μην κοιτάξει ποτέ προς τα πάνω μέσα στην καμινάδα: “Αν το κάνεις”, της είχε πει, “θα έχεις κακή συνέχεια!” Η Σουντχά, ως καλό κορίτσι, δεν το έκανε.

Μα παρόλη την καλή δουλειά της η Σουντχά δεν πληρωνόταν τον μισθό της. Ωστόσο δεν έλεγε τίποτα, παρότι επιθυμούσε να έχει κάτι για τους κόπους της, κάτι να δείξει και στον πατέρα της. Γιατί κάποια ώρα είχε αρχίσει να νοσταλγεί το πατρικό της και ήθελε να επιστρέψει. Κι έτσι μια μέρα, ξεχάστηκε στη νοσταλγία της καθώς καθάριζε το τζάκι κι έβλεπε το φως να κατεβαίνει στην καμινάδα και κοίταξε πάνω. Για μια στιγμή είδε τον ουρανό και το ηλιόφως διάχυτο μα αμέσως έπεσε μια αστραφτερή βροχούλα από χρυσά φλουριά στην αγκαλιά της.

Εκείνη τη μέρα η μάγισσα έλειπε στις δουλειές της έξω. Μάζευε ένα ή δυο βρέφη και τα μετέτρεπε σε ζώα ή πουλιά και μετά τα έσφαζε και τα έτρωγε και τα κόκκαλά τους τα έριχνε κάτω από μια μεγάλη πλάκα στην άκρη της αυλής κι έτσι έκανε το έδαφος πιο εύφορο.

Η Σουντχά είχε καταλάβει την απάνθρωπη δραστηριότητα της μάγισσας κι αυτός ήταν ένας λόγος παραπάνω που έτρεφε τη λαχτάρα του να επιστρέψει στο πατρικό της. Έτσι τώρα είδε την ευκαιρία της. Έβαλε τα φλουριά σε μια σακούλα κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον δρόμο της επιστροφής.

Στο μεταξύ η μάγισσα γύρισε σπίτι, είδε πως έφυγε η κοπέλα και η καμινάδα ήταν άδεια και καβαλώντας το μαγικό σκουπόξυλό της την κυνήγησε.

Η Σουντχά έφτασε στον αγρό με τη μηλιά και νιώθοντας πως η μάγισσα πλησίαζε, παρακάλεσε το δέντρο για βοήθεια:

Μηλιά μου, μηλιά μου κρύψε με, καλή!

Από τη μάγισσα, την πλανεύτρα κυρά

Γιατί θα με πιάσει να με κάνει ζώο ή πουλί

Να με σφάξει από κλούβα ή μαντρί

Και τα κόκαλά μου στο χώμα θα θάψει βαθιά.

Και η μηλιά θυμήθηκε την καλοσύνη της κοπέλας και την έκρυψε στη φυλλωσιά της. Και όταν η μάγισσα έφτασε πάνω στο σκουπόξυλό της και ρώτησε για την κοπέλα, την έστειλε σε λάθος κατεύθυνση.

Η Σουντχά συνέχισε. Φτάνοντας στην αγροικία με την αγελάδα ένιωσε πάλι τη μάγισσα να πλησιάζει και ζήτησε τη βοήθεια του ήσυχου ζώου με τα ίδια λόγια παράκλησης. Η αγελάδα την έκρυψε από κάτω της έτσι που η μάγισσα πάνω στη σκούπα της να μην μπορεί να τη δει κι έστειλε την κακιά κυρά σε λάθος κατεύθυνση.

Η Σουντχά συνέχισε το ταξίδι της επιστροφής μα ήξερε πως δεν θα ήταν ασφαλής πριν εισέλθει στο πατρικό της. Και πράγματι φθάνοντας στον φούρνο ένιωσε να ζυγώνει η μάγισσα! Τώρα όμως ο φούρναρης ήταν παρών και άναβε τον φούρνο.

Κρύψε με, ω καλέ μου, φούρναρη!

Από τη μάγισσα, την πλανεύτρα κυρά

Γιατί θα με πιάσει να με κάνει ζώο ή πουλί

Να με σφάξει από κλούβα ή μαντρί

Και τα κόκαλά μου στο χώμα θα θάψει βαθιά.

Και ο φούρναρης που αναγνώρισε την κοπέλα που είχε σώσει κάποτε τα καρβέλια του, της είπε να κρυφτεί στο σπίτι του. Όταν έφτασε η μάγισσα του είπε:

Φούρναρη, ω φούρναρη δικέ μου,

Είδες μια νέα κοπελιά να φεύγει με δικά μου φλουριά;

Ποια κατεύθυνση πήρε, για πες μου!

Κι εκείνος της είπε πως η κοπέλα κρύφτηκε στον φούρνο. Γρυλλίζοντας χαρούμενη, η μάγισσα άνοιξε την πόρτα του φούρνου μα καθώς δεν έβλεπε καλά με τη θολούρα του καπνού, σύρθηκε μέσα. Τότε ο φούρναρης έκλεισε την πόρτα και την άφησε να γρυλίζει τώρα με θυμό καθώς ξεροψηνόταν.

Η Σουντχά πήρε τον δρόμο της ανέμελη τώρα κι έφτασε στο πατρικό όπου ο πατέρας της την αγκάλιασε με αγάπη. Αργότερα διηγήθηκε την ιστορία της.

Όταν η Ντουρματή άκουσε την ιστορία ζήλεψε κι ένιωσε πως έπρεπε τώρα να πάει και η ίδια να αποκτήσει όμοιο θησαυρό, αφού ήταν τόσο εύκολο, όπως της φάνηκε. Λίγη τακτοποίηση, λίγος καθαρισμός κι ένα κοίταγμα στην καπνοδόχο – και θα είχε τον δικό της πλούτο και θα ήταν ανεξάρτητη πια από τον πατέρα της!

Το επόμενο πρωί ξεκίνησε ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Και, βέβαια συνάντησε τον φούρνο. Και άκουσε μια φωνή να παρακαλάει να πέσουν 2-3 κούτσουρα για να ζεσταθεί πιο πολύ για να ψηθούν τα καρβέλια.

Τι λες καλέ! Θα κάψω τα δάχτυλά μου! Έτσι κι αλλιώς βιάζομαι να προωθήσω την καριέρα μου!”

Συνέχισε με βιάση και όταν συνάντησε την αγελάδα στην αγροικία που τώρα παρακάλεσε για λίγο νερό να πιει, πάλι αγνόησε την παράκληση γιατί βιαζόταν. Όταν έφτασε στη μηλιά και το δέντρο την παρακάλεσε να κλαδέψει 2-3 ξερά κλωνάρια “Πού να κάθομαι να κλαδεύω εγώ – δεν έχω κάνει κλάδεμα ποτέ μου! Έτσι κι αλλιώς βιάζομαι για την καριέρα μου! Μα ένα μήλο θα το πάρω για τον δρόμο!” είπε κι έκοψε ένα.

Κι έτσι έφτασε στο αρχοντικό της μάγισσας που είχε συνέλθει από το γερό τσουρούφλισμά της και γύρευε υπηρέτρια. Υπάκουσε στις οδηγίες της ιδιαίτερα καθώς η μάγισσα, δεν έφευγε από το σπίτι κι επέβλεπε ειδικά την τακτοποίηση του τζακιού, έχοντας πάρει το μάθημά της.

Μα κάποια ώρα χρειάστηκε να βγει για τις δουλειές της και η Ντουρματή βρήκε την ευκαιρία. Κοίταξε μέσα στην καμινάδα και να έπεσε στην αγκαλιά της η βροχούλα με χρυσά φλουριά. Τα άρπαξε κι άρχισε να τρέχει στον δρόμο της επιστροφής.

Ξέροντας πως η μάγισσα θα την κυνηγούσε ζήτησε από τη μηλιά να την κρύψει μα η μηλιά δεν μπορούσε καθότι φορτωμένη τώρα με τα μήλα της. Μήτε η αγελάδα τη βοήθησε γιατί πήγαινε να πιει από το κοντινό ρυάκι. Για καλή της τύχη πέρασε και τον φούρνο προτού την πλησιάσει η μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλό της.

Την έδειρε γερά η μάγισσα με το σκουπόξυλο και θα την σακάτευε άσκημα, μα τότε φάνηκε ο πατέρας της που επιθεωρούσε τις καλλιέργειες και άκουσε τις κραυγές της για βοήθεια. Η μάγισσα πήρε τον θησαυρό της και την άφησε λιπόθυμη στη φροντίδα του πατέρα της.

Το παραμύθι δεν μας λέει αν η Ντουρματή έμαθε το μάθημά της.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *