Ο θάνατος θα έπρεπε να έρχεται στις σκέψεις μας συχνότερα. Αν σκεφτόμασταν συχνά πως θα μπορούσαμε να πεθάνουμε σύντομα, οποιαδήποτε ώρα, η ζωή μας θα ήταν πολύ διαφορετική. Δεν θα κάναμε πολλές από τις ανοησίες που κάνουμε αμέριμνα, και θα προσπαθούσαμε να ζήσουμε καλύτερα, πιο ηθικά. Όχι κατ’ ανάγκη από φόβο της κόλασης μα από φιλότιμο.
Υπάρχουν πολλές υποθέσεις και θεωρήσεις για τη μεταθανάτια κατάσταση, μα όλες είναι υποθέσεις, ακόμα και οι εξ αποκαλύψεως διακηρύξεις στις Γραφές κάθε θρησκείας ή φιλοσοφικού συστήματος. Κανείς δεν έχει επιστρέψει από τον θάνατο πιστευτά και να μας πει ακριβώς τι συμβαίνει.
Από τις διάφορες θεωρήσεις η μόνη που έχει κάποιο λογικό υπόβαθρο είναι η μετενσάρκωση (ή μετεμψύχωση). Οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι θεολόγοι δεν τρέφουν καμιά συμπάθεια προς αυτή την ιδέα και προβάλλουν έναν σκασμό αντιρρήσεων αφενός και τη χριστιανική ή μουσουλμανική θεώρηση αφετέρου.
Οι παλαιοί πατέρες της Εκκλησίας έβρισκαν πολύ απεχθές το ότι ο Ιησούς Χριστός θα ξαναγεννιόταν, ίσως στην ίδια εποχή, με τον ίδιο ρόλο, και ότι θα ξαναπερνούσε τα ίδια μαρτύρια και τη σταύρωση. Αυτή η αντίρρηση φαίνεται μωρουδίστικη αν συλλογιστούμε πως ο Ιησούς ήταν Θεία Ενσάρκωση κι επομένως δεν υπέφερε, όσο άνθρωπος κι αν ήταν.
Γιατί, δηλαδή, αν εξαιρέσουμε την προκατάληψη που έχει δημιουργηθεί στον νου των χριστιανών, η μετενσάρκωση φαίνεται τόσο πιο απίστευτη από τις προτάσεις των ορθόδοξων αβρααμικών θρησκειών (Χριστιανισμού, Μωαμεθανισμού, Ιουδαϊσμού) περί κόλασης και παραδείσου (και ενδιάμεσου καθαρτηρίου για τους Ρωμαιοκαθολικούς);
Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη είναι γεμάτη από δύσπεπτα θαύματα και πολλή βιαιότητα – όπως η μαγκούρα του Μωυσή που γίνεται φίδι, το Μάννα εξ ουρανού, ο Χριστός να περπατά στη θάλασσα ή να ανασταίνει νεκρούς κλπ. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη, πέρα από τα κείμενα τα ίδια ότι έγιναν τέτοια θαύματα.
Οπότε, γιατί οι ορθόδοξοι των αβρααμικών θρησκειών απαιτούν αποδείξεις για τα λεγόμενα των άλλων, κυρίως ασιατικών, θρησκειών που διδάσκουν τη μετενσάρκωση μα δεν προσφέρουν όμοιες αποδείξεις για τους δικούς τους πολύ πιο απίθανους ισχυρισμούς;
Η θεώρηση της μετενσάρκωσης έχει πολύ περισσότερη λογική από κάθε άλλη θεώρηση. Αν μη τι άλλο, δείχνει όντως έναν πολυεύσπλαχνο Δημιουργό που δίνει πρόσθετες ευκαιρίες στον άνθρωπο (και κάθε άλλο πλάσμα) να εξαγνιστεί και να ανυψωθεί πάνω από την αμαρτία, αντί να κρίνεται με 80 ή 40 ή ακόμα 5 ή 2 έτη ζωής στον κόσμο. Και τι γίνεται με όσους έζησαν πριν τον Χριστιανισμό ή τον Ιουδαϊσμό;
Το να λένε χωλαίνοντας πως ο θεός ξέρει τι κάνει είναι μία πολύ απογοητευτική υπεκφυγή που δείχνει την κενότητα αυτών των θρησκειών. Τουλάχιστον οι θρησκείες και φιλοσοφίες με μετενσάρκωση δίνουν σαφείς εξηγήσεις.
Εξηγούν, λοιπόν – κυρίως τα Βεδικά κείμενα. Η παρούσα ζωή του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πράξεων που έχει κάνει σε προηγούμενες ενσωματώσεις. Δεν ξέρουμε ακριβώς πως ξεκίνησε η πρώτη ή παλαιότερη ενσωμάτωση. Μα βλέπουμε πως ξετυλίγεται η τωρινή. Έχει και καλές και κακές στιγμές. Αλλού οι κακές υπερτερούν αλλού οι καλές. Αλλού ο χαρακτήρας είναι καλός με πολλά χαρίσματα, αλλού κακός με πολλά ελαττώματα. Αυτές οι καταστάσεις οφείλονται σε παρελθοντικές ενσωματώσεις: καλές πράξεις τότε παράγουν καλές καταστάσεις τώρα· κακές τότε, κακές τώρα. Και καλές πράξεις τώρα θα παράξουν καλές συνθήκες και καλές ιδιότητες σε επόμενες ενσωματώσεις, ενώ κακές τώρα θα παράξουν κακές στο μέλλον. Τι το παράλογο ή παράξενο εδώ; Τι πιο δίκαιο;
Η ανακύκληση υπάρχει στη φύση: η μέρα, οι εποχές, το έτος, η κίνηση των πλανητών και των αστερισμών στο στερέωμα. Γιατί όχι και η ψυχή;
Η μετενσάρκωση ήταν γνωστή στους πρωτο–Χριστιανούς και διδάσκεται καθαρά στα Γνωστικά Ευαγγέλια. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις και στα Κανονικά Ευαγγέλια. Μα η Εκκλησία εκδίωξε αυτή τη διδασκαλία για να ελέγχει τους «πιστούς». Οι τελευταίοι που πίστευαν τη μετενσάρκωση στον Μεσαίωνα κάηκαν ή σφαγιάστηκαν μαζικά (όπως οι Καθαροί) από τους «θεόπνευστους» Καρδινάλιους και Πάπες και τους «πιστούς χριστιανούς» μπράβους τους. Τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις τρόμου και μίσους εκ μέρους των χριστιανών ενάντια σε αδελφούς χριστιανούς δείχνουν πόση παράνοια εισχώρησε στους εκκλησιαστικούς κύκλους και πόση προσκόλληση σε δόγματα, αντί να επικρατούν αισθήματα συγχώρεσης, ανεκτικότητας και αγάπης.