Κώστας Καλλίτσης
Αν δεν κηρυχθεί εθνική αφύπνιση τώρα, ας μην εκπλαγούμε αν κηρύξουμε κάποιο νέο εθνικό πένθος αύριο.
Οσα συμβαίνουν σήμερα στην κεντρική πολιτική σκηνή μόνο κατ’ ευφημισμό θα μπορούσαν να αποκληθούν πολιτική αντιπαράθεση. Στην πραγματικότητα μαίνεται ένας κομματικός πόλεμος μέχρις εσχάτων, μέχρι της τελικής πολιτικής και ηθικής εξοντώσεως του αντιπάλου. Πόλεμος στον οποίο οι εμπλεκόμενοι εμφορούνται από την άθλια αρχή ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα – κάθε μέσο, και το πιο ποταπό. Και αδίστακτα βομβαρδίζουν οποιονδήποτε βρίσκεται εγγύς του αντιπάλου (πλέον συνήθη θύματα, μέλη της οικογένειάς του…) ή ακόμα και απόμακρο άμαχο πληθυσμό, κάποιους που κάποτε είτε έτυχε να ανταλλάξουν μια χειραψία μαζί του, όπερ κρίνεται επαρκής αιτιολόγηση για να μπουν στο στόχαστρο και αίφνης, οι ανύποπτοι, να στραπατσαριστούν από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού.
Οπως εξελίσσονται τα πράγματα, σε λίγο κάθε νουνεχής γονιός θα κλείνει την τηλεόραση όταν αρχίζει μια συζήτηση στη Βουλή (ή όταν εμφανίζονται δύο αντίπαλοι οπλαρχηγοί σε κάποιο από τα φιλόξενα τηλεπαράθυρα), προκειμένου να προστατεύσει τα παιδιά του: Για να μη μάθουν και αυτά να μιλούν με τη χυδαία γλώσσα που συχνά-πυκνά εκτοξεύεται σαν δηλητήριο από τους δέκτες και, σιγά σιγά, δυστυχώς τη συνηθίζουμε – δεν φαίνεται να μας ξενίζει και τόσο. Οι ύβρεις, η αμετροέπεια, οι χυδαίοι χαρακτηρισμοί των νυν και αεί «αγανακτισμένων» κομματικών οπλαρχηγών που (όλοι εναντίον όλων των άλλων, των κακών…) αγωνίζονται για το δίκιο, τη μοναδική αλήθεια και τη σωτηρία του λαού, αυτά δεν είναι πολιτική αντιπαράθεση. Εντάσσονται σε μια γελοία φάρσα που εξελίσσεται σε τραγωδία.
Αν βγάλουμε το κεφάλι από το νερό για να δούμε λίγο μακρύτερα, θα δούμε ότι στον βραχύ ορίζοντα του 2019, θα διεξαχθούν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις: Ευρωεκλογές, περιφερειακές/δημοτικές εκλογές, και εθνικές/ βουλευτικές εκλογές. Από τις τελευταίες, θα σχηματιστεί κυβέρνηση ή θα πάμε σε νέα εκλογική αναμέτρηση εντός 20 ημερών με απλή αναλογική. Στη συνέχεια, στις αρχές του 2020, η Βουλή θα κληθεί να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, θα οδηγηθούμε σε νέες βουλευτικές εκλογές. Ολα αυτά είναι «αύριο» – όχι σε κάποιο απώτερο μέλλον. Ερώτημα: Αν δεν σιγήσουν τα τύμπανα του πολέμου και δεν υπάρξει ένα πνεύμα συνεννόησης, πού μπορεί να καταλήξουν οι εν σειρά «γιορτές της Δημοκρατίας»;
Εχει ειπωθεί ότι η Ιστορία δεν διδάσκει, απλώς σε τιμωρεί επειδή δεν έμαθες. Η ελληνική Ιστορία βρίθει από τέτοιες τιμωρίες. Αλλά δεν θέλω (ποιος, αλήθεια, θα ήθελε;..) να δώσω απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα. Περιορίζομαι να επαναλάβω τις άμεσες, οφθαλμοφανείς αρνητικές συνέπειες αυτής της εμφυλιοπολεμικής ατμόσφαιρας. Τα καθήκοντα που βρίσκονται μπροστά στην ελληνική κοινωνία είναι εξαιρετικά δύσκολα και σύνθετα. Αν δεν σιγήσουν τα τύμπανα του πολέμου, δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτά. Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από αυτό και να σταθεί (μετά την έξοδο…) στα πόδια της, χωρίς να διαθέτει ένα ελάχιστο συναίνεσης, χωρίς να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.
Το πολιτικό προσωπικό ρισκάρει τον εκτροχιασμό της χώρας.
Με την ποδοσφαιροποίηση και τον απόλυτο ευτελισμό της πολιτικής ζωής, ροκανίζει την όποια εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα της δημοκρατίας και, ταυτόχρονα, ροκανίζει την ίδια την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας στον εαυτό της. Μονιμοποιεί την απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας από τους δημοκρατικούς θεσμούς – ας μην ξεχνιόμαστε, περίπου ένας στους δύο ψήφισε στις τελευταίες εκλογές μόνο, και το πρώτο κόμμα ψηφίστηκε από λιγότερο από το 25% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου. Και με εξαίρεση τις λίγες χιλιάδες των κομματικών στρατών των πελατών, ωθεί ένα δυναμικό μέρος της κοινωνίας να αναρωτιέται γι’ αυτή καθαυτή την ικανότητά του να κρίνει και να απαξιώνει τον εαυτό του επειδή εξέλεξε αυτό το πολιτικό προσωπικό, το οποίο οικτίρει, που του είναι όλο και περισσότερο σαν ξένος, φορτικός. Αυτή η επικίνδυνη πορεία πρέπει να αναστραφεί. Και γι’ αυτό, οι πιο νηφάλιοι σε αυτό το πολιτικό προσωπικό, ένθεν κακείθεν, δεν μπορούν να σιωπούν.
Πηγή: Καθημερινή