του Πάσχου Μανδραβέλη
Ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον μάς προειδοποίησε νωρίς: «Δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος». Και το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που μας φόρτωσε η προηγούμενη κυβέρνηση –υπό την πίεση της Αριστεράς και άλλων κατ’ επάγγελμα ευαίσθητων στον ρατσισμό– μόνο δεινά μπορεί να επιφέρει· σε μια χώρα ελλιπούς κρίσης και μεγάλων παθών, τέτοιοι νόμοι μόνο λάθος θα εφαρμοστούν.
Αυτό πιστοποιείται και από τη δίωξη κατά του μεγάλου Γερμανού καθηγητή και συγγραφέα Χάινς Ρίχτερ που αποφάσισε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρεθύμνου. Ο φιλέλληνας ιστορικός με το πολυσχιδές και ογκώδες έργο του κατηγορείται ότι κάποιες αναφορές στο βιβλίο του «Η μάχη της Κρήτης» (εκδ. Γκοβόστη) συνιστούν «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο».
Να σημειώσουμε ότι το βιβλίο εκδόθηκε τρία χρόνια πριν από την ψήφιση του εγκληματικού για την ελευθερία του λόγου νόμου (και μάλιστα είναι ήδη εξαντλημένο), αλλά το άρθρο 7 του Συντάγματος, που προνοεί ότι «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της», είναι λεπτομέρεια για τους δικαστές.
Ετσι, λοιπόν, ένας παγκοσμίου φήμης νεοελληνιστής (τιμήθηκε, μάλιστα, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 2000), ένας άνθρωπος που εξέδωσε 67 μονογραφίες για τη μελέτη του ελληνισμού, εκδίδει από το 1994 το μοναδικό επιστημονικό περιοδικό «Thetis» με θέματα διεπιστημονικής προσέγγισης του ελληνικού κόσμου από την αρχαιότητα έως σήμερα, κατηγορείται ότι «επιδοκίμασε, ευτέλισε και κακόβουλα αρνήθηκε την ύπαρξη και τη σοβαρότητα αναγνωρισμένων από τη Βουλή των Ελλήνων (σ.σ.: θυμίζει κάτι αυτό;) εγκλημάτων του ναζισμού (…) και η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά του στρέφεται κατά του συνόλου των ανθρώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, τη γενεαλογική καταβολή (…) πράττοντας τούτο με τρόπο που στρέφεται κατά του κρητικού λαού και που ενέχει εξυβριστικό χαρακτήρα εις βάρος του» («Κλητήριο θέσπισμα στον Heinz Richter», Ρέθυμνο 3.3.2015).
Να σημειώσουμε ότι το «εξυβριστικό περιεχόμενο σε βάρος του κρητικού λαού» για το οποίο κατηγορείται ο κ. Ρίχτερ, είναι κάποια ξεκομμένα αποσπάσματα του βιβλίου, που αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια της εισβολής κάποιοι από τους αμυνόμενους αμάχους προέβησαν σε σκύλευση νεκρών εισβολέων, ότι αντάρτες σφαγίασαν Γερμανούς τραυματίες κ.ά. Βεβαίως, όσα αναφέρει ο Γερμανός ιστορικός μπορεί να είναι αλήθεια. Η εμπειρία δείχνει ότι σε κάθε πόλεμο γίνονται φριχτά πράγματα, ακόμη και όταν ο σκοπός (όπως ήταν η άμυνα των Κρητών αμάχων ή ανταρτών) είναι ιερός. Η επαλήθευση ή διάψευση όσων αναφέρει ένα ιστορικό βιβλίο είναι έργο των υπόλοιπων ιστορικών και ουχί των δικαστών. Εξάλλου, όπως γράφει και στο απολογητικό υπόμνημα ο κ. Ρίχτερ, «καθήκον του ιστορικού είναι η αλήθεια και μόνον αυτή, μαζί με την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αποφυγή των αναχρονισμών. Δεν περιλαμβάνεται στο καθήκον του η συγγραφή μιας ιστορίας ευχάριστης στους αναγνώστες ούτε μιας ιστορίας που αποκρύπτει ενοχλητικές λεπτομέρειες, διαιωνίζει εύπεπτους μύθους ή που φωτίζει ανισομερώς τα δυσάρεστα σημεία».
Το βασικότερο πρόβλημα όμως είναι ο Μεσαίωνας που αναδύεται από τις διάφορες μετανεωτερικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου. Θα φτάσουμε να καταδικαστεί ένας ιστορικός για την έρευνά του και στο τέλος να ψιθυρίσει: «Και όμως η ιστορική έρευνα κινείται».
Πηγή: Καθημερινή