Του Στέφανου Κασιμάτη
To πρόδηλο γνώρισμα του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου ήταν η εκθαμβωτική ευφυΐα του. Για να το καταλάβεις, δεν χρειαζόταν να έχεις γνωρίσει προσωπικώς τον άνθρωπο ή να τον έχεις ακούσεις όταν άνοιγε το στόμα του και να πέσεις ξερός από τις αφόρητες κοινοτοπίες. Αρκούσε η ακλόνητη, η αυτοκρατορική και εντελώς εξωπραγματική αυταρέσκεια που διέκρινες αμέσως στη μορφή του, ακόμη και αν την έβλεπες σε μια φωτογραφία. «Δεν μπορεί! Ενας άνθρωπος με τέτοια σιγουριά στην ανωτερότητά του, πρέπει να είναι δαιμονικά ευφυής», σκεπτόσουν, ενώ ασυναίσθητα σχηματιζόταν ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη. Η ούτως νοουμένη ευφυΐα του, λοιπόν, εξηγεί εν μέρει τον σκανδαλώδη χαρακτήρα του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε: άμεση συνέργεια, διά παραλείψεως, σε υπεξαίρεση περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο του Δήμου.
Ενα άλλο μέρος της εξήγησης πρέπει να είναι η βεβαιότητα της ατιμωρησίας – ίδιον της τάξης των πολιτευομένων στην εποχή που αφήσαμε πίσω μας. Αυτή, με τη σειρά της, υποθέτω ότι βασιζόταν στην πεποίθηση της ακράδαντης σταθερότητας των επιτευγμάτων του, στην αιωνιότητα της δόξας του. Ο Παπαγεωργόπουλος, όπως και πολλοί άλλοι στην πολιτική, πίστευε ότι κανείς δεν μπορούσε να του πάρει πίσω αυτό που είχε πετύχει στη ζωή. (Το είδαμε αυτό και στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου, θυμίζω…) Αλλά και αυτή η μορφή της ύβρεως είναι μια όψη της ευφυΐας όπως την εννοώ εδώ.
Υπάρχει, εντούτοις, και ένα ακόμη μέρος της εξήγησης, το οποίο είναι και το σοβαρότερο. Αυτός ο άνθρωπος, για να ανέχεται -διά παραλείψεως, έστω- την υπεξαίρεση ενός τέτοιου ποσού από το ταμείο και μάλιστα χρημάτων τα οποία προορίζονταν για τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, θα πρέπει να είχε κάποιου είδους κάλυψη· και την είχε.
Την είχε, διότι τα τελευταία χρόνια μόνον οι ευήθεις, οι τελείως αδαείς και οι ερημίτες δεν είχαν ακούσει ότι κάτι πήγαινε πολύ στραβά στα οικονομικά του Δήμου Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και το κόμμα του βαθμιαία αποστασιοποιήθηκε από τον Β. Παπαγεωργόπουλο. Αρχικά, ήταν ο Κ. Καραμανλής που αρνήθηκε να ενδώσει στην πίεση του τέως δημάρχου να τον περιλάβει στο ευρωψηφοδέλτιο, παρά τις επανειλημμένες επισκέψεις του τελευταίου στην Αθήνα και τις συναντήσεις με τον τότε αρχηγό της Ν.Δ. Επειτα, ήταν ο Αντώνης Σαμαράς που έχρισε τον Κώστα Γκιουλέκα υποψήφιο για τη δημαρχία, υποχρεώνοντας έτσι τον Β. Παπαγεωργόπουλο στην ταπεινωτική και συνάμα κωμική δήλωση ότι δεν θα είναι υποψήφιος για τέταρτη φορά, επειδή το είχε αποφασίσει από την αρχή της τρίτης θητείας, αλλά το κράτησε κρυφό «για το καλό της πόλης». (Λες και η πόλη θα βυθιζόταν στη μαύρη κατάθλιψη αν μάθαινε ότι μπροστά της είχε ακόμη μόνο τέσσερα χρόνια Παπαγεωργόπουλου και όχι οκτώ, δώδεκα, δεκαέξι, είκοσι κ.ο.κ.) Αλλά και ο αναδειχθείς στον δημόσιο βίο μέσω της εύνοιας του Β. Παπαγεωργόπουλου Κ. Γκιουλέκας, ο οποίος έχασε τον δήμο για λιγότερες από τριακόσιες ψήφους, κατά το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας του κράτησε όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσε από τον απερχόμενο δήμαρχο. Μόνο προς το τέλος κάτι ψέλλισε κι αυτό απλώς μετέτρεψε την υποψία σε βεβαιότητα ότι η επίσημη Ν.Δ. έβλεπε τον Παπαγεωργόπουλο απέναντι και έστριβε στην πρώτη γωνία, επειδή κάτι σοβαρό έτρεχε.
Δυστυχώς, η κάλυψη αυτή παρείχετο στον Β. Παπαγεωργόπουλο, έστω και «διά παραλείψεως». Διότι παράλειψη ήταν η προστασία του μέσω της τήρησης ηλίθιων προσχημάτων. Παράλειψη ήταν η στάση των «αποστάσεων», αντί της εσωτερικής έρευνας και της προσωρινής ή οριστικής αποπομπής του, αναλόγως των αποτελεσμάτων της έρευνας. Βέβαια, η εποχή άλλαξε απότομα – από τη μια στιγμή στην άλλη, όπως θα μπορούσε να μας πει και ο Ακης Τσοχατζόπουλος. Ολα αυτά που κάποτε μπορούσαν να περάσουν και να ξεχαστούν με λίγη υπομονή ξαφνικά έγιναν αδιανόητα. Αυτό όμως δεν ελαφρύνει τη θέση της Ν.Δ. Γι’ αυτό και σήμερα έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ όταν την εγκαλεί για τη στήριξη, που -απρόθυμα έστω- παρείχε στον τέως δήμαρχο.
Πηγή: Καθημερινή