Στο 58. Μύθοι: Άγιος Γεώργιος Αγγλίας (3) ο ιππότης Γεώργιος πήγε με γράμμα από τον βασιλιά της Αιγύπτου στον βασιλιά της Περσίας. Αυτός τώρα διάβασε πως έπρεπε να θανατώσει τον ιππότη κι έτσι τον έκλεισε σε ένα μπουντρούμι για να τον εκτελέσει αργότερα δίνοντάς τον τροφή σε λιοντάρια.
Ο Γεώργιος ένιωσε τρομερή οργή για τέτοια προδοσία. Όταν τον έριξαν σε δυο λιοντάρια με χέρια και πόδια αλυσοδεμένα, η οργή του ήταν τέτοια που του έδωσε τη δύναμη να ανοίξει τις χειροπέδες. Ελευθερωμένος τώρα έκοψε γοργά με το μέταλλο τα μακριά ξανθά μαλλιά του και τα τύλιξε γύρω στα μπράτσα του. Έχωσε το χέρι του βαθιά στον λάρυγγα του πρώτου λιονταριού κι έσκισε την τρυφερή σάρκα. Βρήκε βαθύτερα την καρδιά του ζώου και την τράβηξε. Έτσι σκότωσε το ένα και μετά το δεύτερο λιοντάρι.
Μα οι φύλακες με τα όπλα τους τον οδήγησαν πίσω στο κελί του. Εκεί ο δύσμοιρος ιππότης έμεινε φυλακισμένος επτά χρόνια. Για συντροφιά είχε μόνο κατσαρίδες και ποντίκια. Είχε και την εικόνα της αγαπημένης του πριγκίπισσας στις σκέψεις του. Μα όλο το διάστημα έσκαβε τον τοίχο με ένα κομμάτι αλυσίδας που είχε φέρει μαζί του. Έτσι μια νύχτα βγήκε κοντά στους βασιλικούς στάβλους. Αφού σκότωσε τους φύλακες που προσπάθησαν να τον σταματήσουν, καβάλησε ένα άλογο και δραπέτευσε καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες φώτιζαν τον ουρανό.
Κάπου στον δρόμο της επιστροφής, κουρασμένος και πεινασμένος, είδε σε έναν λόφο έναν πύργο και μια αρχόντισσα σε μια βεράντα και ζήτησε λίγη τροφή, λέγοντας πως ήταν χριστιανός ιππότης. Εκείνη τον προειδοποίησε πως ο άντρας της ήταν ένας γίγαντας Μωαμεθανός, ορκισμένος εχθρός των Χριστιανών. Ο Γεώργιος τότε γέλασε και τον κάλεσε βροντερά σε μονομαχία.
Ο Μωαμεθανός ήταν όντως ένας γίγαντας με τεράστιο κεφάλι που θύμιζε τίγρη. Ο Γεώργιος ένιωθε αδύναμος από πείνα και κούραση και σκέφθηκε πως ήταν χαμένος. Μα θυμήθηκε τον Ύψιστο. ‘Γεννηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε’ είπε και ρίχτηκε στη μάχη με το φτωχό σπαθί που είχε πάρει από έναν νεκρό φύλακα. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν γοργά μα τότε ο γίγας σκόνταψε κι έπεσε και ο χριστιανός ιππότης τον διαπέρασε στο σημείο της καρδιάς.
Η αρχόντισσα τότε τον ευχαρίστησε που τη λύτρωσε από τον φοβερό γίγαντα και τον περιποιήθηκε. Μετά ο Γεώργιος, αναζωογονημένος την άφησε κυρία του πύργου της και ταξίδεψε δυτικά φτάνοντας χωρίς να το καταλάβει στη μαγική περιοχή του νεκρομάντη Ορμαντίνη. Εκεί σε έναν μεγάλο κήπο, είδε βυθισμένο σε έναν βράχο ένα υπέροχο ξίφος με χαλαζίες και ζαφείρια στη λαβή του, που τελείωνε στην άκρη με μια ασημένια σφαίρα. Και πάνω της ήταν χαραγμένοι αυτοί οι στίχοι:
Η μαγεία μου θα παραμείνει εδώ κλειστή ωσότου ένας ιππότης έρθει απ’ τον Βορρά και με τραβήξει μέσα απ’ του βράχου τη φυλακή. Και τότε όλα θα γίνουν πάλι φυσικά κι η εξουσία του Ορμαντίνη θα εξαφανιστεί.
Στην αρχή ο Γεώργιος νόμισε πως θα έπρεπε να ασκήσει μεγάλη δύναμη για να το τραβήξει το ξίφος από τον βράχο. Μα, προς έκπληξή του, δεν χρειάστηκε παρά να σύρει πίσω απαλά το χέρι του που κρατούσε το ξίφος και το βυθισμένο όπλο βγήκε από την αιχμαλωσία του στον βράχο.
Και τότε όλα όντως άλλαξαν στον κήπο.