Ήταν και οι δύο από την ίδια στόφα: αλαζόνες, εγωκεντρικοί, πεισματάρηδες. Ταυτόχρονα λαμπροί στην εκκόλαψη σχεδίων και ιδεών, επιφυλακτικοί για την ασφάλεια των ανδρών τους κι επίμονοι στην προώθηση του σχεδίου τους. Ποτέ δεν άφησαν τον φόβο της ήττας να τους υποδουλώσει. Μα και ο ένας και ο άλλος νόμιζαν τον εαυτό τους ανώτερο, εξυπνότερο, αλάνθαστο. Και ο ένας και ο άλλος το έβρισκαν δύσκολο να εναρμονιστούν με άλλους.
«Στην ήττα – ανίκητος. Στη νίκη – ανυπόφορος». Αυτό που ο Τσώρτσιλ είπε για τον Μοντγκόμερι ίσχυε και για τον εαυτό του. Τουλάχιστον άλλοι το έλεγαν.
Ο Τσώρτσιλ, που έχει μεγάλη εμπειρία στρατού και πολέμου έχοντας υπηρετήσει στη Νότιο Αφρική και στην Ινδία, ο ίδιος διόρισε τον Μόντι διοικητή στην 8η Στρατιά στη Βόρειο Αφρική εναντίον του Ρόμελ το καλοκαίρι 1942, διότι αναγνώριζε τις αρετές του στρατηγού: ο Μόντι είχε ηγηθεί της υποχώρησης στη Δουνκέρκη το 1940.
Λίγο πριν τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία (6/6/1944) ο Τσώρτσιλ έμαθε πως ο Μοντγκόμερι θα έπαιρνε μαζί του 2.000 κατώτερους αξιωματικούς και γραμματείς για να κρατούν ακριβή αρχεία. Αποφάσισε να τα ψάλλει στον Αρχιστράτηγο αυτοπροσώπως και τον επισκέφθηκε στο Αρχηγείο του. Το επεισόδιο δεν αναφέρεται σε καμία επίσημη βιογραφία του Τσώρτσιλ ούτε από τον ίδιο στην ιστορία του του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Μα το αναφέρει ο Nigel Hamilton στη δική του βιογραφία του Μοντγκόμερι.
Ο Μόντι εξήγησε πως όντως ο ίδιος είχε σχεδιάσει τις λεπτομέρειες όλες για την απόβαση μα είχε ακολουθήσει καλά εδραιωμένες διαδικασίες. Δεν μπορούσε τώρα, την τελευταία στιγμή πριν την απόβαση να κάνει αλλαγές, διότι αυτό θα υπονόμευε την πίστη των αξιωματικών στον Διοικητή τους και αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει με κανέναν τρόπο. «Αν νομίζεις», είπε στον Τσώρτσιλ, «πως κάνω λάθος, αυτό σημαίνει πως δεν με εμπιστεύεσαι πλέον!».
Ο Τσώρτσιλ δάκρυσε όχι από αδυναμία ή φτηνό συναισθηματισμό. Σύμφωνα με τον Χάμιλτον, ήταν δάκρυα που σφράγισαν την αμοιβαία εκτίμηση και εμπιστοσύνη που έτρεφε ο ένας για τον άλλον.
Αυτή η αμοιβαιότητα διατηρήθηκε και μετά τον πόλεμο. Ο ένας χρωστούσε πάρα πολλά στον άλλον. Δίχως την οξυδέρκεια κι εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού ο Μόντι θα παρέμενε ένας στρατηγός μα χωρίς τις δάφνες δόξας που κέρδισε στη 2η μάχη του Ελ Αλαμέιν κι έτσι ανέτρεψε το αήττητο των Γερμανών. Ο δε Τσώρτσιλ θα αντιμετώπιζε ακόμα πιο μεγάλες δυσκολίες αν δεν έδρεπε τις νίκες που κατόρθωσε ο Μόντι. Από την υποχώρηση στη Δουνκέρκη ο Μόντι είχε δείξει πως σκεφτόταν και σχεδίαζε για μελλοντικές αναποδιές.
Ο ένας γνώριζε κι εκτιμούσε τον άλλον πολύ καλά με σεβασμό και θαυμασμό. Γνώριζαν πως είχαν παίξει κομβικό ρόλο στον πόλεμο, ο καθένας στο δικό του πεδίο. Ήταν ο Τσώρτσιλ που είχε πείσει τους Αμερικανούς να εισέλθουν στον πόλεμο και να συνεχίσουν τον αγώνα στη Βόρεια Αφρική συγχρόνως εφοδιάζοντας με άφθονα πολεμοφόδια τον Μόντι.
Και οι δύο αναγνώριζαν το χρέος που ο ένας χρωστούσε στον άλλον και τον ρόλο του στη σωτηρία του Έθνους και του ελεύθερου κόσμου.