1. Συνεχίζω με το τραγικό μυθιστόρημα του Σόλωνα Γρηγοριάδη με θέμα το ηρωικό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τους διαβολικούς Άγγλους.
Ο Στάλιν άλλος ήρωας, μας λέει για πολλοστή φορά, «έκανε το παν για χάρη της συμμαχικής ενότητας» ενώ ο συνεταίρος του Τσόρτσιλ, «ήταν έτοιμος να την τορπιλίσει» (σ 140).
Μα πως γινόταν αυτό, σύντροφε Σ. Γρηγοριάδη;
Στη σ 138 δίνεται η συμφωνία της Μόσχας μεταξύ των δυο συνεταίρων: Ρουμανία – στη Ρωσίαˑ Ελλάδα στη Βρετανίαˑ Γιουγκοσλαβία μισή – μισήˑ Ουγγαρία ομοίωςˑ Βουλγαρία στη Ρωσία.
Ο Στάλιν όμως καταβρόχθισε και την Ουγγαρία και τη Τσεχοσλοβακία (με στημένες εκλογές) και τη Γιουγκοσλαβία, άσχετα αν το Τίτο μετά επέλεξε ανεξαρτησία από τη Σοβιετία. Στο μεταξύ ρούφηξε και τις χώρες της Βαλτικής ξανά ως δορυφόρους.
Ο Τσόρτσιλ διεκδίκησε την Ελλάδα κι επειδή το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ είχε άλλο σκοπό, επέβαλε την αρχική συμφωνία, με τα όπλα. Που είναι η εντιμότης του Στάλιν (που καταβρόχθισε και την Πολωνία και τις χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) και η ανεντιμότης του Άγγλου;
2. Δείχνει όμως ο Σ. Γρηγοριάδης λίγη αντικειμενικότητα όταν διορθώνει την έκθεση της ΚΕ του ΕΑΜ προς τις ξένες πρεσβείες για τα έκτροπα που έγιναν από τους αστυνομικούς και ασφαλίτες στις 4 και 5 Δεκ. 1944 με 40 νεκρούς περίπου και 70 τραυματίες.
Δεν ήταν τόσα τα θύματα, γράφει (σ 56), ούτε πήρε μέρος όλη η Αθήνα, ούτε ήταν εκατοντάδες χιλιάδες οι διαδηλωτές. Ευτυχώς!
Επανειλημμένα επίσης επισημαίνει σοβαρά λάθη στις αποφάσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στην Αθήνα και κατ’ επέκταση του ΚΚΕ.
Η μάχη στα Δεκεμβριανά δόθηκε χωρίς «καμιά προπαρασκευή» (σ 70). Το ΚΚΕ ήθελε «παρατεταμένο αγώνα φθοράς μέσα στην πόλη αν και ήταν φανερό ότι ο ΕΛΑΣ έχανε συνεχώς έδαφος» (79). Και προσθέτει πως δεν δεχόταν τις προσφορές των Άγγλων για απόσυρση των ανταρτών, μα πρόβαλλε «όρους σκληρούς, έξω από την πραγματικότητα» (79-80). Ένα – ένα ρίχνονταν τα τάγματα του ΕΛΑΣ στη μάχη μόλις κατάφθαναν «λαχανιασμένα από το εσωτερικό» (82). Όμως ο όγκος του ΕΛΑΣ παρέμεινε για ανεξήγητους λόγους «έξω από την αποφασιστική αναμέτρηση» (101). Παραθέτει τα λόγια του Πέτρου Ρούσου πως «Η καθοδήγηση δεν στάθμισε καλά όλους τους παράγοντες… σ’ ένα έδαφος ξένο και ζωτικότατο για τη Μεγάλη Βρετανία» σχετικά με την Συμφωνία το Λιβάνου (113) κλπ.
3. Θα μπορούσε να είναι πιο αντικειμενικός ο Σ. Γρηγοριάδης και σε άλλα θέματα μα δεν τον άφηνε η προσκόλληση του στα κομμουνιστικά δόγματα, στο αλάθητο του Στάλιν και στην αυτοδικαιωτική αφήγηση.
Στην ανασκόπηση των γεγονότων που οδήγησαν στα Δεκεμβριανά, εξετάζει τις καταστάσεις και τους παράγοντες που προκάλεσαν την αναμέτρηση και την οριστική ήττα του ΕΛΑΣ μέσα στην Αθήνα. Γράφει λοιπόν πως «ενώ το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ παρέμειναν σε θέση επιφυλακτική αναμένοντας εξελίξεις, οι Άγγλοι και η Δεξιά (δια της κυβέρνησης [Παπανδρέου]) προσπαθούσαν με κάθε μέσο να ισχυροποιήσουν και να επεκτείνουν τις θέσεις τους» (146).
Για το δεύτερο σκέλος έχει δίκιο. Οι Βρετανοί έφερναν όσο γοργά μπορούσαν μονάδες στρατιωτικές το φθινόπωρο 1944 – και δικές τους και την περίφημη ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι λαμβάνοντας τις κατάλληλες θέσεις για την αναμέτρηση. Αυτοί ήξεραν τι έκαναν ενώ οι κουκουέδες, ως συνήθως, ήταν σε βαθύτατη σύγχυση. Αυτοί γνώριζαν άριστα πως οι εαμίτες-ελασίτες θα προσπαθούσαν να ανατρέψουν το καθεστώς δια της βίας.
4. Ο ίδιος ο Σ. Γρηγοριάδης το υπονοεί αυτό σε αρκετά σημεία. Ένα καλό σημείο είναι αυτό που μόλις ανέφερα. Το πρώτο σκέλος της πρότασής του είναι παντελώς παραπλανητικό. Διότι οι κομμουνιστές είχαν ήδη προχωρήσει στο σχέδιό τους να καταλάβουν την εξουσία – σχέδιο, έτοιμο από το 1943, ίσως και 1941, μα χαζό.
Λίγες σελίδες αργότερα γράφει για τις μεραρχίες του ΕΛΑΣ «που πήραν μέρος στην εκστρατεία κατά του Ζέρβα» (σ 158), δηλαδή της αντιστασιακής ΕΔΕΣ των δεξιών η εθνικοφρόνων.
Νωρίτερα στις σελίδες 101-103 περιγράφει συνοπτικά τη «Συντριβή του ΕΔΕΣ» στην Ήπειρο (αναγκάζοντας τα κατάλοιπα με τον Ζέρβα να αποσυρθούν στην Κέρκυρα).
Ήδη από το καλοκαίρι 1943 ο ΕΛΑΣ αφόπλιζε και διέλυσε άλλες αντιστασιακές ομάδες όπως γράφει ο κομμουνιστής ιστορικός Γ. Μαργαρίτης, σ 65, 1ος τόμος, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου 1946-49 3η εκδ, Βιβλιόραμα 2001.
Το ιστορικό γράψιμο απαιτεί όχι τόσο «φοβερά ντοκουμέντα» όσο μια σχετική αμεροληψία και παρουσίαση όλων των σχετικών γεγονότων.