1. Σχεδόν καθημερινά παραπαίουμε στο πέλαγος της παρακμής και σκαλί σκαλί κατεβαίνουμε στην άβυσσο της βλακείας.
Ποιός θα το περίμενε…
Ο κ. Καβάκος, ο γνωστός βιολιστής, πρώην αρχιμουσικός στο Μέγαρο Μουσικής, νυν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και διεθνής αυθεντία στο βιολί και την κλασική μουσική, είχε το θράσος να απαξιώσει την ελληνική λαϊκή μουσική και δη το ρεμπέτικο, την καρδιά δηλαδή του υπαρκτού Ελληνισμού, λέγοντας σε κάποια συνέντευξή του στην ΕΡΤ πως είναι χαμηλής ποιότητας.
Ο ίδιος ο δημοσιογράφος βγαλμένος και βολεμένος επί χρόνια στα πολιτισμικά των κρατικοδίαιτων καναλιών έμεινε κατάπληκτος διότι, όπως ορθά ρώτησε, πώς θα διασκεδάσει ο λαός πχ στα βαφτίσια; Είναι και οι γάμοι – και οι κηδείες!
Πράγματι, θα μπορούσαν να διασκεδάσουν με τις θλιβερές μουσικές που λέγονται “κλασσική” και δεν έχουν απλά ονόματα – όπως Να με παίρνανε τα σύννεφα;
Μέρος της συνέντευξης αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και φυσικά βούιξε απ’ άκρη σ΄ άκρη ο υπαρκτός Ελληνισμός. Και τι δεν άκουσε ο βέβηλος βιολιστής, που μάλιστα σε αντίθεση με τις επιθυμίες της λαϊκής φασιστεράς τολμά να αποδέχεται βραβεία για την τέχνη του από καπιταλιστικές νεοφιλελεύθερες χώρες όπως η Δανία.
Ο λαός διασκεδάζει αιώνες τώρα με ζουρνάδες, κλαρίνα, μπουζούκια, νταούλια και ταμπούρλα. Διασκεδάζει χοροπηδώντας όχι μόνο πάνω στην πίστα με ζεεμπέκικα και τσιφτετέλια, μα και πάνω στα τραπέζια και σπάζοντας πιάτα.
Ακούς εκεί, κάκιστη μουσική, να μας λέει ο βλάχος, ο ανθέλληνας!
2. Βέβαια ο μεγάλος αυτός βιολιστής διεθνούς κύρους υπέδειξε πως η σπουδαιότητα της καλής κλασσικής μουσικής, έγκειται στο ότι οδηγεί τον νου σε ησυχία, σε απόλαυση, ανάπαυση και σιωπηλή χαρά.
Επιπλέον οδηγεί στην ενότητα της σιγής όπου τα ξεχωριστά, φλύαρα εγώ μας με τις φιλοδοξίες και τα ακατάπαυστα καμώματά τους ησυχάζουν και βρίσκουν αναζωογόνηση – σε αντίθεση με την αισθηματική σπατάλη κι εξάντληση στο σκανδαλιάρικο σκυλάδικο.
Αυτός ήταν και είναι ο στόχος της καλής τέχνης σε όλες τις μορφές της. Οι “καλλιτέχνες” της πιάτσας σήμερα έχουν ξεχάσει παντελώς αυτόν τον πρώτο σκοπό της καλλιτεχνίας διότι επιθυμούν εύκολο κέρδος και κύδος (= φήμη) κι έτσι παράγουν τα προϊόντα της παρακμής, τα τερατουργήματα της σύγχρονης ασυδοσίας.
Ο Λεωνίδας Καβάκος όμως δούλεψε όσο λίγοι κι ανέπτυξε το μεγάλο μουσικό του ταλέντο. Ξέρει πως δεν υπάρχει καλή μουσική και αληθινή απόλαυση αν δεν υπάρξει σιγή. Γι’ αυτό πάντα ζητά ησυχία και σιωπή από το ακροατήριο – παρότι αυτό, εκτός από τους αληθινούς κονοσέρ της Μουσικής, σπάνια συμμορφώνεται!
Μακάρι να παρουσιάζονταν κι άλλοι Καβάκοι στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στον χορό, να μιλήσουν με την ίδια αμεσότητα και βεβαιότητα, διαχωρίζοντας την καλή τέχνη από τα σκουπίδια.
3. Όπως είναι φυσικό, οι υβριστές από τα λούμπεν στρώματα του ελληνισμού αγνόησαν τον διαχωρισμό που έκανε ο Καβάκος μιλώντας ένθερμα για την δημοτική μουσική μας. Η δημοτική μουσική μας δεν διασκεδάζει σε μπουάτ ή σκυλάδικα!
Προφανώς λίγοι πλέον καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ δημοτικής μουσικής και αμανέδων ή λαϊκών σουξέ – έστω κι αυτών που ονομάζονται “έντεχνα”. Ο Καβάκος υπέδειξε πως ενώ η δημοτική μουσική φέρνει ανάταση πνεύματος, η φωνακλάδικη λαϊκή μουσική οδηγεί σε παρακμή.
Ο Καβάκος έπρεπε να υποδείξει επίσης πως πάμπολλα κομμάτια κλασσικής μουσικής (μενουέτα, χοροί κλπ.) παίζονταν ακριβώς σε βαφτίσια, γάμους και άλλες γιορτές σε πληθυσμούς ή στρώματα του λαού που είχαν κάποια αίσθηση πολιτισμού και όχι τη σύγχρονη ελλαδική χυδαιότητα.
Λίγοι κατανοούν το απλό γεγονός πως η μουσική, όπως υπέδειξε και ο Πλάτων στην Πολιτεία και στους Νόμους, διαμορφώνει τη νοοτροπία και τον χαρακτήρα των νομιμόφρονων υπεύθυνων πολιτών.