Το περιστατικό είναι από τη Vișṇu Purāṇa.
Ο σοφός Ṛbhu επέστρεψε μετά από 1000 έτη για να διδάξει κι άλλο τον Nidāgha. Τον βρήκε έξω από την πόλη κοντά στην πύλη όπου ετοιμαζόταν να εισέλθει ο βασιλιάς με τους ακολούθους του. Στεκόταν απόμακρα έχοντας ένα δέμα από καύσιμα και χορτάρι που μάζεψε στο δάσος.
Ο σοφός τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. “Γιατί στέκεσαι μόνος μακριά από το πλήθος, καλέ μου Βραχμάνε;”, τον ρώτησε.
Ο άλλος: “Α, κι εγώ βλέπω τον Βασιλιά μας να μπαίνει στην πόλη, μα το πλήθος συνωστίζεται κοντά”.
“Ποιος είναι ο Βασιλιάς;” ρώτησε πάλι ο σοφός. “Και ποιοι είναι οι άλλοι μαζί του;”.
Ν: “Εκείνος που κάθεται πάνω στον ελέφαντα μεγαλόπρεπα, εκείνος είναι ο Bασιλιάς μας. Οι άλλοι, ακόλουθοί του”.
Ρ: “Μου δείχνεις δύο – τον Βασιλιά και τον ελέφαντα μα πως τους ξεχωρίζουμε; Ποιος είναι ο ένας, ποιος ο άλλος;”
Ν: “Ο ελέφαντας είναι το κάτω μέρος, ο Βασιλιάς το πάνω. Είναι φανερό στους πάντες”.
Ρ: “Κάνε το πιο ξεκάθαρο, παρακαλώ. Τι καταδείχνει το ‘κάτω’ και τι το ‘πάνω’;”
Αμέσως τότε ο Nidāgha όρμησε, έριξε τον Ṛbhu και κάθισε πάνω του. “Εγώ είμαι από πάνω σαν τον Βασιλιά κι εσύ από κάτω σαν τον ελέφαντα! Και το κάνω αυτό για να σου δείξω!”.
Ρ: “Αν εσύ είσαι στην θέση του Βασιλιά κι εγώ στην θέση του ελέφαντα, πες μου τώρα ποιος ακριβώς είσαι εσύ και ποιος εγώ;”
Ο νους του Nidāgha δέχτηκε ισχυρό σοκ και στροβιλίστηκε διότι νόμιζε πως ο ίδιος δίδασκε ενώ διδασκόταν. Για λίγο τα έχασε.
Μετά γοργά ο Nidāgha πήδηξε γονατιστός στο χώμα και προσκύνησε τα πόδια του άλλου λέγοντας: “Είσαι ο Ṛbhu ο παλιός μου δάσκαλος. Κανείς άλλος δεν έχει προικιστεί τόσο με το πνεύμα της Ενότητας”.
Ρ: Ναι, ήρθα για να προχωρήσω στη διδαχή σου. Τώρα έμαθες αρκετά και μπορώ να φύγω.
Ο Nidāgha έμεινε σταθερός πια στην Ενότητα.
Ο σοφός Ṛbhu αποχώρησε και πήγε στο δάσος όπου τα ίχνη του εξαφανίστηκαν.