1. Η σύγχυση που επικρατεί γενικά στην Οικονομολογία διαφαίνεται καθαρά και στη φορολογία. Εξετάζονται αλλαγές στα κλιμάκια εισοδημάτων, στους συντελεστές του ΦΠΑ, στις αντικειμενικές αξίες ακινήτων, στις ρυθμίσεις αποπληρωμής οφειλών με δόσεις, δηλαδή λίγα ή πολλά από τα ίδια. Μιλάμε για τροποποιήσεις υφιστάμενων φόρων, ούτε καν για πραγματικές αλλαγές.
Το τωρινό σύστημα έμμεσων και άμεσων φόρων με αυθαίρετους συντελεστές είναι, έγραψα, και παράλογο και περίπλοκο. Επιπλέον προσφέρει πολλές ευκαιρίες για απάτη και χρηματισμό, δηλαδή διαφθορά, ενώ τιμωρεί και αποθαρρύνει την εργασιακή ανάπτυξη αφού όσο πιο πολύ εργάζεται κάποιος και κερδίζει περισσότερα, τόσο πιο πολύ φορολογείται.
Αυτό το σύστημα πρέπει, όχι να μπαλώνεται κάθε τόσο εδώ κι εκεί, αλλά να πεταχτεί και τη θέση του να πάρει ένα καλύτερο – πιο λογικό, διαφανές, απλό και αποτελεσματικό.
2. Όπως έγραψα στο προηγούμενο άρθρο Φορολογική Μεταρρύθμιση (Ι), §7, αυτό το απλό σύστημα το γνώριζαν μερικοί αγωνιστές του ’21, και το εφάρμοσαν από την άνοιξη το 1822, ωσότου, οκτώ χρόνια αργότερα, ο Καποδίστριας επέβαλε τον φόρο εισοδήματος σε «προοδευτική» κλίμακα 10%-25%. Το Εθνικό Ταμείο, στα σπάργανα του τότε, αποκόμιζε την πρόσοδο (ή το πλεόνασμα υπεράνω φτωχότερων κτημάτων) από την αγροτική παραγωγή.
Αυτή την ιδέα μπορεί να την είχαν κληρονομήσει από την Βυζαντινή παράδοση μας («Γεωργικός Νόμος», 5ος αιώνας, το «Αλληλέγγυο» του Βουλγαροκτόνου, στο 996, με το οποίο πλήρωναν ως φόρο μόνο τα μεγάλα κτήματα που είχαν πρόσοδο ή πλεόνασμα) ή από τους Γάλλους «Φυσιοκράτες» ή από τον Adam Smith (The Wealth of Nations) ή τον Thomas Paine (Agrarian Justice).
Το διάγραμμα δείχνει απλουστευμένα την παραγωγή μιας αγροτικής κοινότητας κοντά σε ένα ποτάμι ή λιμάνι στις εκβολές ποταμού. Κάθε στήλη αντιπροσωπεύει μια ζώνη από 10-20 κτήματα, ας πούμε ισομεγέθη, που δέχονται ισόποση εργασία και χρήση κεφαλαίου (ζωντανά, άροτρο, κάρο, σπόροι, εργαλεία). Σαφώς το πλεόνασμα στις τοποθεσίες Α, Β, Γ και Δ οφείλεται αφενός στη γονιμότητα του εδάφους και αφετέρου στη γειτνίαση στο νερό (για άρδευση) και στο λιμάνι (κέντρο, αγορά, εισαγωγές, εξαγωγές κλπ.)
Η πρόσοδος, ή το δημόσιο τμήμα της αξίας του προϊόντος (προηγούμενο άρθρο Φορολογική Μεταρρύθμιση (Ι), §2-3) οφείλεται στη ύπαρξη και προοδευτική ανάπτυξη της κοινότητας σε γνώση, τεχνολογία, πολιτισμό, συγκοινωνίες, συνδέσεις με άλλα κέντρα. Μπορούμε να δούμε πως αν δεν υπήρχε η κοινότητα, η παραγωγή ενός αγρότη μόνου ή πέντε αγροτών δεν θα ήταν ούτε καν 60 μονάδες. Επίσης, πως αν οι αγρότες άλλαζαν τοποθεσίες, αλλά πάντα με ισόποση εργασία και χρήση κεφαλαίου, η παραγωγή σε κάθε τοποθεσία θα έμενε ίδια. Έτσι το πλεόνασμα ή δημόσιο τμήμα της αξίας δεν οφείλεται στην εργασία και χρήση κεφαλαίου των αγροτών αλλά στη θέση της παραγωγικής μονάδας μέσα στην ευρύτερη κοινότητα. Τέτοια είναι η φυσική κατάσταση.
Αφού λοιπόν οι πρόσοδοι οφείλονται στην ύπαρξη της κοινότητας και μόνο το υπόλοιπο στην εργασία των ατόμων, είναι φυσικό και δίκαιο αυτές να μαζεύονται ως έσοδα για το Κράτος.
3. Το πώς μαζεύονται οι πρόσοδοι, το πώς υπολογίζονται, είναι πολύ εύκολο. Στη συγκεκριμένη κοινότητα, οι τιμές των τοποθεσιών θα διαφέρουν ανάλογα με την απόδοση τους. Οι πιο παραγωγικές στη ζώνη Α θα είναι και οι πιο ακριβές· μετά θα έρχονται αυτές στη ζώνη Β, μετά στη Γ και Δ και τελευταίες στη ζώνη Ε. Η αξία της τοποθεσίας είναι ανάλογη με τη σύνολη παραγωγή της ή το πλεόνασμα (=δημόσια αξία).
Αν κάποιος ήθελε να μισθώσει ένα κτήμα αντί να αγοράσει, θα συναντούσε την ίδια σχέση μισθωμάτων: πιο μεγάλο μίσθωμα στη ζώνη Α και πιο μικρό στη ζώνη Ε. Η σχέση ανάμεσα στα μισθώματα θα αντανακλά την αποδοτικότητα. Έτσι αν στη ζώνη Α τα μισθώματα είναι γύρω στις 20 μονάδες, στη Β θα είναι γύρω στις 15 και ούτω καθεξής.
Ας ονομάσουμε τη λιγότερο παραγωγική ζώνη «οριακή τοποθεσία ή παραγωγή».
Εδώ τώρα οι κρατικοί εκτιμητές (=αντίστοιχοι των εφόρων) βρίσκουν τις οριακές τοποθεσίες παραγωγής, δηλαδή τις φθηνότερες τοποθεσίες σε χρήση που είναι συνήθως απόμακρες, παραμεθόριες περιοχές, κτηνοτροφικές ή γεωργικές. Ελάχιστοι θα θέλουν να τις μισθώσουν ή να τις αγοράσουν, εκτός αν κάποιες έχουν δυνατότητες ανάπτυξης για τουριστική δραστηριότητα. Όλες οι άλλες τοποθεσίες δεν έχουν πρόσοδο ή πλεόνασμα και δεν φορολογούνται. Όσες όμως είναι πιο αποδοτικές και συνεπώς πιο ακριβές, έχουν πλεόνασμα-μικρό, στην αξία των γαιών, τώρα φορολογείται για τις ανάγκες του Κράτους.
4. Εδώ χρειάζονται δύο σημαντικές διευκρινήσεις.
(α) Γράφοντας για γη, γαίες, εδάφη, αγροτεμάχια, οικόπεδα κλπ, εννοώ μόνο την επιφάνεια της γης σκέτη δίχως κανένα βελτιωτικό έργο – κτήριο, φράχτες, καλλιέργειες, πηγάδι, ορυχείο ή ό,τι άλλο. Σκέτη στέρεη επιφάνεια της γης.
Εγγειοβελτιωτικά έργα οποιασδήποτε μορφής πάνω στο έδαφος ή από κάτω θεωρούνται και είναι κεφάλαιο, ή προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας και δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην εκτίμηση της αξίας οποιασδήποτε τοποθεσίας.
Οι μεσίτες γνωρίζουν και ξεχωρίζουν εύκολα τις αξίες των γεωτεμαχίων από τυχόν κτίσματα ή καλλιέργειες πάνω σε αυτά. Π.χ. συχνά μια κατασκευαστική εταιρία αγοράζει, ας πούμε, κάποιο οικόπεδο με μεγάλη κατοικία, αλλά την γκρεμίζει για να κτίσει ένα καινούργιο πολυώροφο κτήριο, η τιμή που πλήρωσε ήταν για τη γη σκέτη.
Σε κάθε περιοχή όλες οι αξίες γεωτεμαχίων είναι γνωστές. Με τα αναγκαία τηλεφωνήματα, email, ή φαξ, οι κρατικοί εκτιμητές, μεσίτες και όλοι όσοι ενδιαφέρονται, μπορούν να μάθουν τις τρέχουσες αξίες (ή τιμές) γεωτεμαχίων ανά στρέμμα στην ύπαιθρο και τετραγωνικό μέτρο σε πόλεις σε κάθε περιοχή της χώρας.
(β) Υπάρχει ο φόρος επί της ακίνητης (ή μεγάλης ακίνητης) περιουσίας που βασίζεται στις λεγόμενες «αντικειμενικές» και τώρα «εμπορικές» αξίες. Τέτοιο φόροι φανερώνουν σύγχυση και βαθύτερη άγνοια διότι δεν διαχωρίζουν τη γη σκέτη από τα εγγειοβελτιωτικά έργα επάνω της ή από κάτω (κτήρια, καλλιέργειες, ορυχεία κλπ).
Στο σύστημα που προτείνεται ως μεταρρύθμιση μόνο η αξία της γης θα φορολογείται. Αν είναι να φορολογείται η αξία των ανακαινισμένων κτηρίων που τώρα θα έχει αυξηθεί, οι κάτοχοι θα αποφεύγουν όσο μπορούν να κάνουν βελτιώσεις. Το ίδιο ισχύει για κάθε είδους έργο πάνω στη γη ή από κάτω. Ο (αυξημένος) φόρος παντού και πάντα είναι αποτρεπτικός ή περιοριστικός.
Ο φόρος επί της αξίας της (επιφάνειας της) γης σκέτης έχει αντίθετη επίδραση διότι αναγκάζει τον κάτοχο να τη χρησιμοποιεί αφού είναι ασύμφορο να πληρώνει φόρο χωρίς να έχει έσοδα!
5. Οι κάθε λογής οικονομολόγοι αποτελούν στην εποχή μας μια φοβερά αξιοπερίεργη τάξη ανθρώπων. Διότι γνωρίζουν κάλλιστα πως υπάρχει αυτή η όλως διαφορετική μέθοδος φορολόγησης και την αναφέρουν σε όλα τα έγκριτα εγχειρίδια τους ή κάποτε σε ομιλίες τους. Όμως στις μέρες μας δεν την προωθούν: δεν πιέζουν ούτε καν συμβουλεύουν τις κυβερνήσεις να την εφαρμόσουν καταργώντας παράλογες πρακτικές φορολόγησης.
Από τον Adam Smith και όλους τους κλασικούς ως τους μετακλασικούς και σύγχρονους οικονομολόγους, όπως οι νομπελίστες M. Friedman και J. Stiglitz, όλοι διακηρύσσουν, πως η φορολόγηση της προσόδου (ή αποκομιδή της δημόσιας αξίας), είναι μια ιδιαίτερα ευεργετική μορφή φορολογίας, που δεν προκαλεί αγκυλώσεις ή στρεβλώσεις στην οικονομία. Αυτό το ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο Φορολογική Μεταρρύθμιση (Ι), §8.
(α) Ας αρχίσουμε με τον Smith ο οποίος έγραψε – «Η πρόσοδος…. Είναι ένα είδος εισοδήματος που ο ιδιοκτήτης της γης απολαμβάνει χωρίς καμιά φροντίδα ή προσοχή εκ μέρους του. Ακόμα και όταν ένα μέρος αυτού του εισοδήματος αφαιρεθεί από εκείνον για να καλυφθούν οι δαπάνες του κράτους, δεν θα προκύψει καμιά αποθάρρυνση παραγωγικής προσπάθειας. Το ετήσιο προϊόν της γης, η εργασία της κοινωνίας, ο πραγματικός πλούτος και το εισόδημα του μεγάλου σώματος του λαού θα έμενε ίδιο μετά από έναν τέτοιο φόρο. Έτσι η πρόσοδος είναι ίσως το είδος εισοδήματος που μπορεί καλύτερα να υποστεί την επιβολή ενός ιδιαίτερου φόρου! ( Στο Πλούτος των Εθνών… 1776, 2.2.1.)
(β) O David Ricardo είναι εξίσου σαφής αλλά με διαφορετικά λόγια: «Ένας φόρος επί της προσόδου θα επηρέαζε την πρόσοδο μόνο. Θα τον πλήρωναν οι γαιοκτήμονες αποκλειστικά και δεν θα μετακυλιόταν σε άλλη τάξη καταναλωτών» (The Principles of Political Economy, Λονδίνο 1978, Everyman, κεφ. 10,12 και 14.) Αυτό που λέει ο Ρικάρντο είναι πως ο γαιοκτήμονας δεν μπορεί να αυξήσει το μίσθωμα της γης του όταν την ενοικιάζει, διότι όλοι γνωρίζουν την αξία της τοποθεσίας και την απόδοση της σε σχέση με άλλες τοποθεσίες και τη διαφορά από τις οριακές (=με την πιο χαμηλή παραγωγή). Αφού θα πλήρωνε την πλεοναστική διαφορά σε φόρο, δεν θα τον συνέφερε να κρατά τη γη αχρησιμοποίητη.
Η σπουδαιότερη συνέπεια είναι πως δεν υπάρχει τώρα αυτό το πρόσθετο κόστος που απαντάται στις σύγχρονες συνθήκες (δηλ. το ενοίκιο ή μίσθωμα που καταβάλλει στον ιδιοκτήτη ένας επιχειρηματίας) κι έτσι δεν εισέρχεται στις τιμές προϊόντων (κάτι που γίνεται σήμερα) και δεν προκαλεί πληθωριστική τάση.
(γ) Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) το πρώτο μέτρο που ο Μαρξ διατυπώνει για την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος είναι η «κατάργηση της ιδιοκτησίας της γης και χρησιμοποίηση της γεωπροσόδου για τα έξοδα του κράτους!»
Από τη στιγμή που η πρόσοδος όλη περνά στο κράτος, η απόλυτη ιδιοκτησία εδάφους (όχι όμως κτισμάτων ή άλλων έργων) παύει να υφίσταται!
6. Ας πάρουμε και μερικούς μετακλασικούς.
(α) Ο επιφανής J. Shumpeter έγραψε: «Είναι φανερή σοφία αυτό που ο Χένρι Τζώρτζ είπε στο βιβλίο του Progress and Poverty (9.1) για τα ευεργετικά αποτελέσματα που ακολουθούν την κατάργηση φορολογικών επιβαρύνσεων [=δηλ. φόρων επί εργασίας και κεφαλαίου] με τη φορολόγηση της προσόδου» (History of Economic Analysis σ 865, 1950 Οξφόρδη και Ν. Υόρκη).
(β) Ο Paul Samuelson έγραψε: «Ο φόρος στο πλεόνασμα [=πρόσοδος] από την αυτόματη υπερτίμηση του εδάφους είναι χρήσιμος φόρος» (Οικονομική 9η εκδ, 1973, εκδ Παπαζήση 1975, τόμος 2,28, σ337). Η «αυτόματη υπερτίμηση» (=αύξηση της αξίας) της γης φαίνεται καθαρά, και μάλιστα σε σύγκριση με άλλα μεγέθη τιμών στον τομέα της οικοδόμησης, στο πλαϊνό γράφημα όπου η τιμή γαιών στις ΗΠΑ αυξήθηκε σε λίγα χρόνια περίπου 2.000%!
Αλλά όσο υπερβολική κι αν μας φαίνεται η αύξηση αυτή, στην Αυστραλία ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Πχ. στη Μελβούρνη το μέσο καθαρό εισόδημα (=μισθός) αυξήθηκε στα έτη 1970-2007 από $2.500 σε $30.000 (αύξηση 1.100%). Παραταύτα για να αγοράσει μια κατοικία ένας εργαζόμενος το 1970 χρειαζόταν 4 έτη εργασίας, ενώ το 2007 χρειαζόταν 9 έτη (125% αύξηση)! Γιατί άραγε; Διότι η μέση τιμή γης εκεί το 1970 ήταν $2.500 ενώ το 2007 $145.000 (αύξηση 5.700%)!
Αυτή είναι η «υπερτίμηση». Και οφείλεται στην αύξηση πληθυσμού και ζήτησης γης, ενώ η γη δεν αυξάνεται• επίσης σε αύξηση/βελτίωση κρατικών υπηρεσιών (υγεία, παιδεία κλπ), δημόσιων υποδομών (δρόμοι, γέφυρες, φωτισμός, υδροδότηση κλπ) και πολιτισμικών φαινομένων (θέατρο, μουσική, χορός κλπ). Οι γεωκτήμονες δεν έκαναν τίποτε απολύτως αλλά απολαμβάνουν τα έσοδα της υπερτίμησης (ή «υπεραξίας»)!
(γ) Ο Έλληνας Α. Σκούρας: «Η φορολόγηση της γης είναι μια ιδιαίτερα πλεονεκτική και ευεργετική μορφή φορολογίας» (Land and its Taxation…PhD διδακτορικό στο LSE Λονδίνου 1975, εκδ. Παπαζήση 1977, σ5).
(δ) Ο H. Speight γράφει στο δικό του εγχειρίδιο: «Το κύριο ελάττωμα των πλείστων φορολογικών συστημάτων είναι ότι τείνουν να στρεβλώνουν την παραγωγή…. Ο φόρος επί της προσόδου δεν θα είχε τέτοια στρεβλωτική επίδραση! Έτσι ο ιδανικός φόρος είναι ο φόρος επί της προσόδου.» (Economics: The Science of Prices and Incomes Λονδίνο 1965, σ277.)
(ε) Είναι και οι δύο νομπελίστες, M.Friedman και J.Stiglitz.
Λέει ο Φρίντμαν: «Υπό μια έννοια όλοι οι φόροι ανταγωνίζονται την ελεύθερη οικονομία… Ο λιγότερο κακός φόρος είναι ο φόρος επί της αξίας αβελτίωτου εδάφους.» (Στο περιοδικό Human Events 18/11/1978, σ14.)
Λέει ο Στίγκλιτς (πρώην μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου Κλίντον): «Η γεωφορολόγηση [=φορολόγηση αξίας εδαφών σκέτων] όχι μόνο δεν είναι στρεβλωτική αλλά είναι ο μοναδικός φόρος αναγκαίος να χρηματοδοτεί τις δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας» (A.Atkinson & J.Stiglitz, 1980 Lectures on Public Economics Λονδίνο, Mc Graw, σ524)
Ο Στίγκλιτς θίγει τη σημαντικότατη αρχή ότι το Κράτος θα πρέπει να μαζεύει την πρόσοδο και να μην ξοδεύει περισσότερα: η (γεω-)πρόσοδος είναι τα έσοδα του και θα πρέπει να ζει σύμφωνα με αυτά.
7. Υπάρχουν 12 τουλάχιστον πλεονεκτήματα στο νέο σύστημα.
1. Η γη δεν μπορεί να κρυφτεί: κατοχή, μέγεθος και αξία είναι στοιχεία φανερά σε όλους. Η αξία οποιασδήποτε τοποθεσίας γίνεται εύκολα γνωστή.
2. Η άντληση του έγγειου φόρου είναι λιγότερο δαπανηρή.
3. Η γεωφορολόγηση (=φορολόγηση αξιών της γης σκέτης) δεν μετακυλίεται στις τιμές κι έτσι δεν προκαλεί στρεβλώσεις στην οικονομία όπως ο πληθωρισμός.
4. Η εργασία δεν επιβαρύνεται – αφού δεν είναι η προσπάθεια του κατόχου που δίνει αξία στη γη αλλά η ανάπτυξη της κοινότητας.
5. Εδάφη που κρατούνται αχρησιμοποίητα, αφού θα πρέπει να αποδώσουν για την πληρωμή του φόρου, εξ ανάγκης θα χρησιμοποιούνται.
6. Η κερδοσκοπία στη γη θα σταματήσει.
7. Κεφάλαια που επενδύονται κερδοσκοπικά (speculation) στη γη θα κατευθυνθούν σε βιομηχανία, εμπόριο κλπ.
8. Καθώς νέες τοποθεσίες και νέα κεφάλαια διατίθενται για παραγωγή, οι νέες επιχειρήσεις απορροφούν τους άνεργους και η ανεργία μειώνεται.
9. Τα ολιγοπώλια σύντομα χάνουν την ισχύ τους και δημιουργείται χώρος για νέες μονάδες.
10. Υπάρχει αληθινός υγιής ανταγωνισμός, βασισμένος στην εργασία και όχι στα προνόμια που δίνει ο έλεγχος γης και φυσικών πόρων.
11. Ακολουθεί αποκέντρωση από την πρωτεύουσα και τις μεγαλουπόλεις καθώς άλλα κέντρα, κοντά σε φυσικούς πόρους και κόμβους συγκοινωνιών, αναπτύσσονται ραγδαία.
12. Τέλος, όποιος θέλει να χρησιμοποιεί πιο πολύ κεφάλαιο και να εργάζεται περισσότερο, θα έχει μεγαλύτερο εισόδημα και αυτό δεν θα φορολογείται αφού μόνον η αξία της γης θα φορολογείται και όχι η παραγωγή. Και δίκαια η Πολιτεία θα παίρνει από την παραγωγή για το Δημόσιο Ταμείο μόνο τις δημόσιες αξίες που η ίδια δημιουργεί. Τα ιδιωτικά εισοδήματα θα αυξηθούν και οι κρατικές δαπάνες θα μειωθούν.