Η 9η Φεβρουαρίου έχει ανακηρυχθεί ως “Ημέρα των Ελληνικών”. Το οποίο σημαίνει πολλά και διάφορα και πολλά αδιάφορα. Η γλώσσα παίζει σημαντικό ρόλο στην παρουσία Πολιτισμού. Μα ακόμα σημαντικότερο ρόλο παίζει ο νους και η κατάσταση της καρδιάς. Ο νους με τη διανόηση οπωσδήποτε χρειάζεται μια ευέλικτη, πλούσια γλώσσα. Η καρδιά με την αρετή και το αγνό αίσθημα όχι, διότι αυτή αρκείται σε πολύ απλές πράξεις και πολύ απλές ανεπιτήδευτες εκφράσεις.
Όσοι διαβάζουν την Κυριακάτικη Καθημερινή θα έχουν προσέξει πως ο Χρήστος Γιανναράς, στις 23/1/22, δημοσίευσε το άρθρο “Σαράντα χρόνια μονοτονικό”, ενώ στις 13/2/22 “Ευθύνη δημόσιου λόγου”. Και τα δυο άρθρα σχετικά με τη γλώσσα, “την κοινή λαλιά”. Έχει γράψει και άλλα παλαιότερα με τη μονότονη γκρίνια για το μονοτονικό σύστημα της Δημοτικής.
Δεν είναι ο μόνος. Και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γράφει συχνά για τη γλώσσα μας συνδέοντάς την άμεσα με την κουλτούρα και τον πολιτισμό. Και οι δύο, όπως πολλοί άλλοι στον δημοσιογραφικό και συγγραφικό χώρο, μέμφονται σε μεγάλο βαθμό την επικράτηση της Δημοτικής και την πλήρη πλέον παραγνώριση της Καθαρεύουσας (και σε κάποιο βαθμό την απαξίωση της Αρχαίας). Το υπουργείο Παιδείας ακόμα και στις καλές του στιγμές είναι άχρηστο. Μα το ζήτημα της Δημοτικής αποφασίστηκε ίσως και πριν την Επανάσταση 1821, όταν οι Επτανησιώτες και κυρίως ο Σολωμός έγραψαν στη Δημοτική.
Το πρόβλημα δεν είναι η Δημοτική ούτε η παραγνώριση του Παπαδιαμάντη (την οποία τονίζει επαναληπτικά ο Θεοδωρόπουλος). Προσωπικά, δεν νομίζω πως ο Παπαδιαμάντης είναι και τόσο σπουδαίος συγγραφέας – όσο, ας πούμε, ο Βενέζης του “Νούμερο 31328” και της “Αιολικής Γης”: και αναφέρομαι σε καθαρά λογοτεχνικά κριτήρια.
Κάνουν μεγάλο σφάλμα και οι δύο να νομίζουν πως ο “Ελληνισμός” ή η κουλτούρα ή ο Νεοελληνικός πολιτισμός θα βασιζόταν σε πνεύματα και τόνους (αν και η δασεία έχει γλωσσολογική αξία ως τύπος ήχου “χ/σ”). Ή στην Καθαρεύουσα.
Ο Γιανναράς έγραψε: “Με τη μονοτονική γραφή τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός – όποιος δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της καταστροφής επιτρέπει απλώς να αμφιβάλλουμε για τη γνωστική του καλλιέργεια και επάρκεια.” Ανάμεσα σε άλλες καταστροφές θεωρεί το μονοτονικό “ιστορικό έγκλημα – στίγμα ντροπής για τον ελληνισμό και την ιστορία του”.
Τι στην ευχή είναι αυτός ο “Ελληνισμός”; Ψιλές και περισπωμένες και ήτα υπογεγραμμένα και 6 διαφορετικές γραφές του ήχου “ι”; Φουστανέλες και τσαρούχια, κομπολόγια και φέσια; (To άλλο φέσι καλά κρατεί, παρεμπιπτόντως.)
Ο αρχαίος ελληνισμός είναι ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Ηράκλειτος, οι Πλάτων και Αριστοτέλης και οι Στωικοί, ο Παρθενώνας και άλλοι ναοί και γλυπτά. Ο σύγχρονος ελληνισμός τι είναι; Η αρχαία Ελλάδα στο εξωτερικό είναι γνωστή ως η χώρα του Ομήρου, του Σωκράτη και του Παρθενώνα. Αυτό το έχω ακούσει στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική από μη-πανεπιστημιακούς που όμως έχουν διαβάσει 5-6 βιβλία και κάτι ξέρουν και για την Ελλάδα.
Η μοντέρνα Ελλάδα;
Η Αγγλική ούτε τόνους έχει, ούτε πνεύματα, ούτε πτώσεις, ούτε τρία γένη: μόνο ουδέτερα, θηλυκές γυναίκες και φρεγάτες, σκούνες και καράβια και αρσενικούς άντρες (και ζώα, φυσικά: lion, lioness). Και όμως έχει ευρύτατο πνεύμα, μια ζηλευτή παράδοση νόμου, δημοκρατικών θεσμών, λογοτεχνίας, θεάτρου και άλλων τεχνών. Έχει γίνει δε μια διεθνής γλώσσα σε όλη ανεξαίρετα την υφήλιο. Κάποτε ήταν και η Αγγλοσαξονική μια γλώσσα με τρία γένη, με κλίσεις ονομάτων και συζυγίες ρημάτων.
Πώς κι έτσι;
Διότι, όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, ο Geoffrey Chaucer στα τέλη του 14ου αιώνα έγραψε πολλά και διάφορα (και Troilus and Criseyde, Book of Duchess, Legend of Good Women) και το διάσημο Canterbury Tales. Με αυτά έφτιαξε την Αγγλική (από τη Λατινική και τη Γαλλική της εποχής του και 3, 4 ισχυρές διαλέκτους). 2.000 λέξεις της σύγχρονης Αγγλικής βρίσκονται για πρώτη φορά στα κείμενά του.
Μετά ήρθε ο Σαιξπήρος με τα δραματικά του έργα και τα σονέτα του κι απογείωσε τη γλώσσα. Την στήριξε δε η μετάφραση της Βίβλου επί βασιλιά Ιακώβου, αρχές 17ου αιώνα.
Και η παράδοση εξαίρετης λογοτεχνίας, πρόζας και ποίησης, συνεχίστηκε τους επόμενους αιώνες με καταπληκτικά μυθιστορήματα από τον Daniel Dafoe και τον Ροβινσώνα Κρούσο του, την Τζέιν Όστιν, ως την George Eliot και τις αδελφές Μπροντέ (και τον Μαρκ Τουέιν στην Αμερική) ως τους πεζογράφους και ποιητές (Έλιοτ, Όντεν, Χάξλεϊ κ.λπ.) του 20ου αιώνα.
Η Αγγλική δεν δίστασε (δηλαδή ο λόγιος και συγγραφικός κόσμος) να απορροφήσει από όλες τις ευρωπαϊκές, την Ινδική, την Αραβική και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Ευτυχώς δεν υπήρξαν Μπαμπινιώτες και Γιανναράδες!
Εμείς δεκαετίες μείναμε με μια Καθαρεύουσα που κανένας σοβαρός δεν τη μιλούσε και μόνο σοβαροφανείς ενδιαφέρονταν για να κάνουν επίδειξη. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε ανάγλυφα ολόγυρα! Πολλή πάρλα περί γλώσσας και αναστεναγμοί και μοιρολόγια, ενώ η ουσία είναι αλλού κι εγκωμιάζουμε και βραβεύουμε κάθε ανόητο γιατί δεν έχουμε τίποτα καλύτερο!