(Εδώ παρουσιάζω μερικά αποσπάσματα από το 4ο βιβλίο. Αρχίζει με Πρόλογο· μετά είναι ένα Αξίωμα, οι Ορισμοί και οι Προτάσεις που ακολουθούν μια λογική, «γεωμετρική», διαδοχή.)
Όταν ο άνθρωπος πέφτει θύμα των συναισθημάτων του, δεν είναι πια κύριος του εαυτού του: βρίσκεται στο έλεος της μοίρας, σε τέτοιο βαθμό που συχνά εξαναγκάζεται να ακολουθήσει κάτι χειρότερο, παρότι βλέπει το καλύτερο για τον ίδιο.
Οι άνθρωποι έχουν επίγνωση των πράξεων και των ορέξεών τους, αλλά αγνοούν τις αιτίες που επιφέρουν την κινητήρια επιθυμία.
Μια αιτία που λέγεται “τελική” δεν είναι παρά η ανθρώπινη επιθυμία καθόσον αυτή θεωρείται η απαρχή ή αιτία για οτιδήποτε. (Πρόλογος, βιβλίο 4, Ηθικά.)
Με το “καλό” εννοώ εκείνο που με βεβαιότητα γνωρίζουμε να είναι ωφέλιμο [αγαθό] για μας. Με το “κακό” εννοώ εκείνο που με βεβαιότητα γνωρίζουμε να εμποδίζει εμάς να αποκτήσουμε οποιοδήποτε αγαθό.
Με “αρετή” και “δύναμη” εννοώ το ίδιο πράγμα. Η αρετή, εφόσον αναφέρεται στον άνθρωπο, είναι η φύση ή ενουσία του, η οποία έχει τη δύναμη να επιτυγχάνει όλα όσα μπορούν να κατανοηθούν σύμφωνα με τους νόμους εκείνης της φύσης. (4, Ορισμοί.)
Η γνώση του καλού και του κακού δεν είναι παρά τα συναισθήματα ευχαρίστησης και πόνου, εφόσον έχουμε την επίγνωσή τους (Πρόταση 8).
Μια επιθυμία που εγείρεται από τη γνώση του καλού και του κακού μπορεί να ελεγχθεί ή να εξουδετερωθεί από άλλες επιθυμίες που εγείρονται από τα συναισθήματα που μας εφορμούν (Π 15).
Κάθε άνθρωπος από τους νόμους της φύσης του εξ ανάγκης επιθυμεί αυτό που θεωρεί καλό και αποφεύγει αυτό που θεωρεί κακό (Π 19).
Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος προσπαθεί και κατορθώνει να ανευρίσκει ό,τι είναι ωφέλιμο για τον εαυτό του, ή με άλλα λόγια να συντηρεί την οντότητά του, τόσο περισσότερο προικίζεται με αρετή. Αντίθετα, στον βαθμό που αμελεί να επιζητήσει ό,τι είναι ωφέλιμο, δηλαδή να συντηρήσει την οντότητά του, χάνει σε δύναμη (Π 20).
Το να δρούμε απόλυτα σε υπακοή στην αρετή μέσα μας είναι το ίδιο όπως να δρούμε, να ζούμε ή/και να συντηρούμε την οντότητά μας σύμφωνα με τις εντολές του Λόγου [ratio: λογική, λογισμός] με βάση την αναζήτηση αυτού που είναι ωφέλιμο για μας (24).
Κανείς δεν επιθυμεί να συντηρεί την οντότητά του για χάρη άλλου (25).
Ό,τι επιχειρούμε σε συμμόρφωση με τον Λόγο δεν είναι παρά να κατανοήσουμε. Και ο νους, εφόσον χρησιμοποιεί τον Λόγο, δεν κρίνει τίποτα ωφέλιμο για τον εαυτό του, παρά μόνο πράγματα που συμβάλλουν στην κατανόηση (26).
Δεν γνωρίζουμε τίποτα με βεβαιότητα να είναι καλό εκτός από ό,τι όντως συμβάλλει στην κατανόηση, και τίποτα κακό εκτός από ό,τι εμποδίζει την κατανόηση (27).
Ο νους δεν είναι ικανός να κατανοήσει τίποτα ανώτερο από τον Θεό, δηλαδή ένα Ον απόλυτα άπειρο, δίχως το οποίο τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει ή να εννοηθεί. Συνεπώς το ύψιστο αγαθό του νου είναι η γνώση του Θεού [= εκείνου του Όντος] και η ανώτατη αρετή/δύναμη του νου είναι η κατανόηση του Θεού (Π 28 και απόδειξη).
Κανένα πράγμα, εντελώς διαφορετικό από τη φύση μας, δεν μπορεί να βοηθήσει ή να περιορίσει την ικανότητα δράσης μας και τίποτε απολύτως δεν μπορεί να μας ωφελήσει ή βλάψει, εκτός κι αν έχει κάτι κοινό με τη φύση μας (29).
Όσο πιο πολύ ένα πράγμα είναι σε αρμονία με τη φύση μας, τόσο περισσότερο μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο, και, όσο πιο ωφέλιμο μας είναι ένα πράγμα, τόσο περισσότερο είναι σε αρμονία με τη φύση μας (31 και σχόλιο).
Εφόσον οι άνθρωποι πέφτουν θύματα του πάθους, δεν μπορούν σε αυτή την περίπτωση να θεωρούνται πως βρίσκονται σε φυσική αρμονία (32).
Τίποτα στο φυσικό περιβάλλον δεν είναι τόσο ωφέλιμο για κάποιον όσο ένας άλλος που ζει υπακούοντας τον Λόγο, διότι αυτός [ο δεύτερος] είναι στη μεγαλύτερη αρμονία με τη φύση [του πρώτου]. Και οι άνθρωποι είναι πιο χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο, μόνο όταν ο καθένας επιζητεί ό,τι είναι πιο ωφέλιμο για τον ίδιο – το οποίο είναι κοινό για όλους (35 και σχόλια).
Το καλό το οποίο κάθε άνθρωπος που συμπεριφέρεται ενάρετα θα επιθυμήσει, θα το επιθυμήσει εξίσου ή και περισσότερο για τους άλλους, αφού το καλό αυτό είναι η κατανόηση και μεγαλύτερη γνώση του Θεού (37 και σχόλια).