1. Στο Περί Θείων Ονομάτων, ο Διονύσιος (εδώ πια αφήνω το Ψευδο- αφού γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για τον Διονύσιο, μαθητή του Παύλου, 1ος αιώνας ΚΕ, αλλά για τον Σύριο, ίσως μοναχό του 4ου αιώνα) γράφει πως οι θεϊκοί νόες (ή ουράνιοι, αγγελικοί ίσως, μετέχοντες άμεσα στην ακτινοβολία της Θεότητας) κινούνται με τρεις τρόπους (4.8): κυκλικά, όταν ενώνονται με τις αιώνιες εκλάμψεις του Ωραίου-και-Αγαθού˙ σε ευθεία, όταν προχωρούν να φροντίσουν κατώτερα όντα ώστε η βοήθεια να είναι άμεση˙ ελικοειδώς, όταν, ενώ φροντίζουν τα κατώτερα, διατηρούν την ταυτότητά τους μένοντας γύρω από το Αγαθό-και-Ωραίο.
2. Τα πάντα (συνεχίζει στο 4.10) έχουν ως αιτία γένεσής τους το Αγαθό-και-Ωραίο που βρίσκεται πάνω από κίνηση και στάση: Εκείνο είναι η Αιτία, Συνοχή και Τέλος. Τα πάντα είναι στραμμένα προς το Αγαθό-και-Ωραίο που είναι επιθυμητό και αγαπημένο.
«Τα πάντα δημιουργούνται από τον έρωτα που προϋπάρχει με περίσσεια στο Αγαθό-και-Ωραίο. Ο ίδιος ο Αίτιος των πάντων, λόγω υπερβολικής αγαθότητας, αγαπά τα πάντα, δημιουργεί τα πάντα, τα τελειοποιεί, τα συγκροτεί και τα κάνει να επιστρέφουν σ΄ Εκείνο. Ο ίδιος θείος έρως είναι αγαθός, ανήκει στο Αγαθό και αποβλέπει στο Αγαθό. Ο έρωτας δεν το αφήνει να μείνει άγονο, μα το ωθεί σε δημιουργία υπερχειλίζοντας γενεσιουργικά.»
Είναι μια εξαιρετική περιγραφή για τη γενεσιουργική, δημιουργική ενέργεια που εγείρεται στον Αίτιο, τον Ύψιστο Κύριο του Σύμπαντος, που όμως υπάρχει και στις Εννεάδες του Πλωτίνου. Ο Διονύσιος προχωράει να εξηγήσει (στο 4.11-17) τη φύση του έρωτα και τις εκδηλώσεις του.
3. Σημασία έχει η έννοια της λέξης έρωτας και όχι το ότι χρησιμοποιείται και για εγκόσμιες σχέσεις και απολαύσεις. Όπως αυτά αφήνονται πίσω όταν εισερχόμαστε στο νοητικό πεδίο και όπως οι νοητικές λειτουργίες αφήνονται όταν η ψυχή γίνεται θεοειδής, έτσι και για τον έρωτα αφήνουμε τις εγκόσμιες χρήσεις.
Ο αληθινός έρωτας είναι ο θείος που είναι εκστατικός και ξεχύνεται προς τον άλλο. Ο έρως μεταξύ ομοιογενών πλασμάτων (=ανθρώπων) εκδηλώνεται ως κοινωνία (έθνος ή μικρότερες ομάδες, μα πάντα συνδεόμενος με άλλους). Ο έρως για τον Θεό είναι η στροφή του ανθρώπου πλήρως προς τον Θεό. Ο έρως του Θεού είναι η (δημιουργία και η) πρόνοια προς τα δημιουργήματα. Επιπλέον, υπάρχει μια κυκλική μορφή ή κίνηση καθώς ο έρως εκχύνεται από τον Θεό σε όλη τη δημιουργία και ο έρως στους ανθρώπους τελικά τους ωθεί πίσω στην πηγή του έρωτα, στον Θεό!
4. Παραμένει όμως το ερώτημα: Πώς το Ύψιστο Ον, πέρα από κάθε ιδιότητα και προσδιορισμό, πέρα από κάθε κατάφαση, άρνηση και αντίθεση, πάνω από τον Ον και το μη-Ον, γίνεται να έχει έρωτα κι επιθυμία να δημιουργήσει; Και πώς δημιουργεί από το τίποτα; Είναι το τίποτα άλλο από το ίδιο;
Αντ΄ αυτών, ο Διονύσιος προχωράει (4.18-35) να διατρανώσει την ιδέα πως τελικά δεν υπάρχει κακό. Κι αυτή είναι μια πλατωνική ιδέα ή σωκρατική: κανείς δεν κάνει κακό θεληματικά, καθώς εκείνη την ώρα πιστεύει πως κάνει καλό! Επιχειρηματολογεί ως εξής:
Το κακό φαίνεται να εγείρεται ή προέρχεται από πολλές πηγές ή αιτίες – που είναι πάντα ελαττώματα ή μειονεκτήματα. Δεν προέρχεται από τον Θεό. Αν προερχόταν από Εκείνον, τότε Εκείνος δεν θα μπορούσε να είναι το Αγαθό-και-Ωραίο.
5. Το κακό δεν είναι κάτι αυθύπαρκτο ή έστω και υπαρκτό. Είναι κάτι καλό μα ατελές καλού και αδύναμο και έκπτωτο από τον στόχο και την ολοκλήρωση του καλού. Ακόμα και οι δαίμονες, στον βαθμό που υπάρχουν, δεν είναι το κακό ή ενσωμάτωση του κακού. Και αυτοί εκδηλωμένοι, ας πούμε ως παράλογη οργή, διεκδίκηση, φαντασίωση, είναι ενέργειες έκπτωτες από το αγαθό (= καλό) που δίνεται ως πρωταρχική φύση. Μα και στην επίδρασή τους σε άλλους δεν είναι δίχως το καλό.
Το κακό προκύπτει λόγω άγνοιας, ως εναντίωση στο αγαθό και είναι στέρηση του αγαθού, όπως η άγνοια είναι στέρηση της γνώσης την οποία παραγνωρίζει.
Τα πάντα προέρχονται από το Αγαθό. Έτσι όλα τα υπάρχοντα όντα είναι στην πρωταρχική φύση τους αγαθά. Ακόμα και ο ακόλαστος, παρότι αιχμάλωτος της παράλογης ακολασίας του, της τυφλής επιδίωξης ηδονής, μετέχει σε κάποιο βαθμό του Αγαθού διατηρώντας έναν απόηχο της αγάπης κι ένωσης με όντα άλλα από τον συνήθη εαυτό του.
Αφού υπάρχει Θεία Πρόνοια, δεν μπορεί να υπάρχει το κακό ως απόλυτο κακό.
Το κακό δεν είναι ον. Είναι μια αδυναμία (ή ασθένεια) ή αστοχία προς το Αγαθό.