1. Όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, λόγω της ελληνικής μορφής α-νηρ (και φρυγικής και αρμενικής) που έχει αρχικό |α|, ενώ άλλες μορφές δεν έχουν, οι φιλόλογοι λένε πως στην ΠΙΕ υπήρχε το λαρύγγειο ә/h2 – әner/h2ner.
Στη Βεδική η λέξη είναι nṛ που κλίνεται κανονικά στον πληθυντικό ως Γεν nṛˊṇām, Αιτ nȓn, Δοτ nṛbhis κλπ. Υπάρχει και nara ‘α-νηρ’, αλλά και narī ‘γυναίκα’.
Στη Σανσκριτική η συλλαβή –ar- είναι συχνά παράγωγο του | ṛ |. Έτσι το dhātu √kṛ > kar-oti ‘κάνει’, kar-ma ‘εργο’, kar-aṇa ‘όργανο, σύνεργο’ κλπ. Υπάρχει και δεύτερος βαθμός ανάπτυξης σε ār: έτσι kār-aṇa ‘αίτιο’, kār-u ‘δημιουργός, τεχνίτης’ και nāra ‘αντρίκιο, ανθρώπινο’, nārī=γυναίκα, κλπ.
Το θέμα nṛ είναι λοιπόν αρχαιότερο ή πρωτογενέστερο του nara-. Αυτό φαίνεται καθαρά και στα σύνθετα. Έτσι ενώ υπάρχει μόνο ένα σύνθετο με nara- στα βεδικά narā-śaṃsa ‘εγκωμιασμένο από ανθρώπους’, υπάρχουν πολυάριθμα με nṛ – nṛcakṣas, ‘που παρατηρεί ανθρώπους’, nṛmadana ‘που ευχαριστεί ανθρώπους’ κλπ. Αργότερα, σε μετα-βεδικά κείμενα σύνθετα με nṛ δεν υπάρχουν αλλά τώρα γίνονται με nara- όλα.
Οπότε πρέπει να συμπεράνουμε πως το ΠΙΕ θέμα πρέπει να ήταν πιο κοντά στο nṛ παρά στο κατασκεύασμα h2ner!
2. Υπάρχει όμως μια πολύ ισχυρότερη άποψη – αυτή των dhātu.
dhātu είναι βασικά νοηματικά στοιχεία γλώσσας που λέγονται κοινώς μα λανθασμένα «ρίζες»: ορθότερα είναι «λεκτικό σπέρμα» ή απλά «σπερματικό».
Μόνο η Σανσκριτική έχει τέτοια σπερματικά. Όταν αναφέρουμε τη ρίζα για τα Ελληνικά (ή Λατινικά radix ή άλλη γλώσσα) εννοούμε ουσιαστικά το θέμα. Όπως στη λέξη τιμή το θέμα είναι τιμ– που παίρνει την κατάληξη της ονομαστικής· ή στο ρήμα τιμ-ώ παίρνει την κατάληξη του πρώτου προσώπου ενικού. Αλλά δεν υπάρχει ανεξάρτητη λέξη τιμ-. Υπάρχουν μόνο παράγωγα: α-τιμ-ία, απο-τίμ-ηση, εκ-τιμ-ώ, προ-τίμ-ησα, τίμ-ημα κλπ. Στα Αγγλικά βρίσκουμε τη λέξη act που σημαίνει και ‘πράξη’ και το ρήμα ‘I, you, they act’=εγώ, εσύ, αυτοί πράττουν. Έτσι παράγονται act-ion, act-ivate, in-act-ion, re-act-ive κλπ. Αλλά η act είναι μια από ελάχιστες περιπτώσεις και προέρχεται από τη Λατινική (actum ‘καμωμένο’, actus ‘παλμός, παρόρμηση’ από το ρήμα agere ‘εκτελώ’) – δεν είναι καν αγγλικής προέλευσης. Αλλιώς η κατάσταση είναι όπως στα Ελληνικά.
3. Στην αρχαία Ελληνική βρίσκουμε το ρήμα πλε-ω και παράγωγα πλευ-σις μα και πλους, πλοάς, πλοίο, πλω-τήρ, κλπ. Εδώ το | ε | του θέματος γίνεται | ευ | ου | ο | οι | ω | !
Αλλά ζέω ‘βράζω’ > ζεμα, ζεσις, ζεστό: μόνο | ε |!
Το ῥέω > ῥευμα, ῥεύσις, ῥοή, ῥυαξ: εδώ | ευ | ο | υ | !
Εξίσου παράξενο είναι το χεω ‘χύνω’ με > χευμα, χοή, χο-ευς, χους, χήνη ‘χύτρα’ χυ-|δευ|δαίο ‘που χύνεται σε πλημμύρα’, χυ-μα ‘ρευστό’ κλπ: | ευ | ο | ου | η | υ | !
Αν εξετάζαμε τα ρήματα νέω ‘κολυμπώ, επιπλέω’ κέω ‘ξαπλώνω, πνέω κλπ. θα βρίσκαμε πρόσθετες απρόσμενες αλλαγές – ναυ-ς, κοι-τ-, πνοι- κλπ.
Η αλλαγή του ριζικού/σπερματικού φωνήεντος λέγεται ετεροίωση (ή διαφόρηση: ablaut ή vowel-gradation ή apophonie). Στην Ελληνική όπως βλέπουμε είναι σχεδόν εντελώς ασυνάρτητη/ασυντόνιστη που σημαίνει πως η γλώσσα έπαθε μεγάλη φθορά.
Στη Σανσκριτική αντίθετα υπάρχει μεγάλη τάξη με ελάχιστες παρεκκλίσεις.
4. Στη Σανσκριτική εκτός από το | ṛ | που συναντήσαμε ήδη, κοινά σπερματικά φωνήεντα είναι τα |a |i |u|, βραχέα και μακρά. Αυτά έχουν διπλή ετεροίωση – δηλαδή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια – όπως το r > ar και ār (βραχύ και μακρό).
Ομοίως το i αναπτύσσεται σε e και ai ενώτο u σε o και au. Το a δείχνει μία μόνο ετεροίωση: στον πρώτο βαθμό μένει a, στον δεύτερο γίνεται ā.
Στη Σανσκριτική βρίσκουμε περίπου 2000 dhātu. Τα 700 είναι πλήρως ανεπτυγμένα ως ρήματα στην αρχαία μορφή, τη Βεδική. Από αυτά τα 200 αναπτύσσονται και ως ρήματα και ως ονόματα κι επίθετα. Δίνω τρία παραδείγματα.
Το √īś > (αρσ) ‘αφέντης, Κύριος’ > īśa (επθ) κύριος, έχων· (αρσ) κυβερνήτης, σύζυγος· īśin (επθ) που κατέχει, κυβερνά· aiśvarya (ουδ) ανωτερότης, εξουσία· √īś > ρήμα īśe εξουσιάζω, īśire (παρακείμενος)· ud-īś-ita (παρελθοντική μετοχή) ‘υπερυψωμένος’· κλπ.
√ruc > (θηλ) φως, λάμψη· ruci (θηλ) λαμπρότης· rukma (αρσ) ακτινοβολία· rukmin (επθ) χρυστοστολισμένο· rucita (επθ) λαμπερό· rocana (επθ) αστραφτερό· raukma/raucanika (επθ) χρυσό, χρυσοκίτρινο. √ruc > ρήμα rocate ‘λάμπει’· arucat (αόρ) έλαμψε· rocisyate (μλ) θα λάμψει· rocyate (παθ) φωτίζεται· κλπ.
√sad > (επθ, κυρίως 2ο σε σύνθετα) καθήμενο, εγκατεστημένο· sadas (ουδ) κάθισμα· sadana (ουδ) εγκατάσταση· sadasya (αρσ) θεατής (καθιστός) · sāda (αρσ) ιππασία· sādanya (επθ) σπιτικό. √sad > ρήμα sadāmi (sīdāmi) ‘κάθομαι’, (πρκμ) sasāda έχει καθίσει· (αιτιακό) sādayati ‘κάνει κάποιον να καθίσει’· (εντατικό) sāsadyate ‘κάθεται όπως θέλει’· κλπ.
5. Όπως βλέπουμε η διαφορά με την Ελληνική είναι καταφανέστατη και πολύ μεγάλη. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: πως έφθασε η Σανσκριτική σε αυτή την οργανική συνοχή και γιατί μόνη αυτή την έχει;
Θα επανέλθω.