1. Μια τεράστια παρανόηση στην εποχή μας είναι πως οι γλωσσολογικές μελέτες συνιστούν ‘επιστήμη’. Όπως δηλαδή η Φυσική, Χημεία, Βιολογία. Οι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι (και οι άλλες συγγενικές ειδικότητες) αγνοούν το απλό γεγονός πως, ό,τι άλλο κι αν σημαίνει ‘επιστήμη’ για Φυσική κλπ, δεν υπάρχουν στις μελέτες αυτές εξωγενείς παράγοντες που να επηρεάζουν (στα πειράματα, στα εργαστήρια, μα συχνά και στο φυσικό περιβάλλον) το αντικείμενο της μελέτης κι έτσι γίνονται προβλέψεις. Στα γλωσσικά/φιλολογικά θέματα υπεισέρχονται όλη την ώρα εξωγενείς παράγοντες κι έτσι το αντικείμενο (η γλώσσα στις διάφορες εκδηλώσεις της) επηρεάζεται και αλλάζει και έτσι δεν επιτρέπει προβλέψεις.
Όλες οι γλώσσες αλλάζουν ακατάπαυστα. Όχι όμως όπως τα φυσικο-χημικά φαινόμενα των οποίων οι αλλαγές μπορούν να καταμετρηθούν, να υπολογιστούν και να προβλεφθούν.
Ποιος μπορούσε στην αρχαιότητα να προβλέψει πως το επίθετο ‘αγαθός’ (που τότε σήμαινε μόνο ‘καλός, ευγενής, χρήσιμος, ενάρετος’) σήμερα σημαίνει κυρίως ‘καθυστερημένος νοητικά, παλαβός’;
Ποιος μπορούσε το 1990 να προβλέψει πως το αγγλικό επίθετο cool (που τότε σήμαινε ‘δροσερός’) θα αποκτούσε και την έννοια ‘εξαίρετος, καλός’;
2. Οι γλωσσολόγοι κάνουν βαρύγδουπες διατυπώσεις και μιλούν για ‘νόμους’ γραμματικής, συντακτικού κλπ, αλλά και φωνητικών αλλαγών. Επινοούν δε νέους όρους και προχωρούν σε ολοένα πιο δυσνόητες διατυπώσεις κι έτσι ξεγελούν τον εαυτό τους και πολλούς άλλους νομίζοντας πως έχουν ‘επιστήμη’.
Το μόνο πράγμα που θεμιτά μπορούν να πουν πως κάνουν είναι το ότι περιγράφουν μια γλωσσική κατάσταση που επικρατεί (όχι πάντα χωρίς εξαιρέσεις) σε μια εποχή, σε μια περιοχή.
Το να ισχυρίζεσαι πως υπάρχουν οικουμενικοί νόμοι που διέπουν τη χρήση ή εξέλιξη της γλώσσας είναι αυταπάτη και γενικότερη απάτη.
Το να παίρνεις απλές λέξεις με γενικά αποδεκτό νόημα ή να φτιάχνεις νέες λέξεις και να τις χρησιμοποιείς ως δήθεν ‘επιστημονικούς, τεχνικούς όρους’ είναι και αυτό απάτη.
Στην αρχαιότητα το ‘σημείον’ σήμαινε απλά ‘σημάδι, ίχνος, ένδειξη’ κυρίως για το ίχνος περάσματος ζώου, σημάδι ορίου περιοχής, οιωνός από θεούς. Σήμερα έγινε τεχνικός όρος και σημαίνει και ‘γράμμα, λέξη, φράση’. Υπάρχει μάλιστα η μελέτη Σημειωτική που είναι κλάδος ανεξάρτητος ανάμεσα στη γλωσσολογία και τη φιλοσοφία ‘η μελέτη σημείων (=λεκτικών σημαδιών και συμβόλων γενικά)’.
3. Σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη, η Κική Νικηφορίδου (σ102-107, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιμ. Α. Φ. Χρηστίδης, 2001 Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών) γράφει – αφού τονίζει την επιστημονικότητα των γλωσσολογικών μελετών – πως η γλώσσα αλλάζει εξωσυστημικά και ενδοσυστημικά, μα μετά ανακοινώνει πως όλες οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν πως οι μεταβολές αρχίζουν εξωσυστημικά , δηλαδή από εξωγενείς παράγοντες στην κατηγορία των λέξεων μεγάλης συχνότητας και μετά εξαπλώνεται σε κατηγορίες μικρότερης συχνότητας: το φαινόμενο λέγεται ‘λεξική διάχυση’.
Μετά γράφει πάλι για την ενδοσυστημική αλλαγή σχετικά με τη μορφολογία και το συντακτικό και αποδίδει τη λεξική διάχυση (=διάδοση αλλαγής) στην αναλογία. Εδώ κάνει λάθος, βέβαια, όπως όλοι οι γλωσσολόγοι κάθε είδους. Η ‘αναλογία’ λειτουργεί στο μυαλό των χρηστών της γλώσσας, των εξειδικευμένων, των μορφωμένων ή/και των αμόρφωτων. Αυτός είναι εξωγενής παράγων και καθόλου ‘ενδογλωσσικός’ όπως αλλιώς λέγεται.
4. Όπως βλέπει ο αναγνώστης, κι εδώ υπάρχουν τεχνικοί όροι (ενδο- κι εξω-συστημικό, λεξική διάχυση) που στην πραγματικότητα μόνο αν επεξηγηθούν θα γίνουν κατανοητοί, ενώ αναφέρονται σε πολύ απλά γλωσσικά φαινόμενα.
Όλες οι γλωσσολογικές μελέτες βασίζονται στην παρατήρηση της προφορικής ή γραπτής χρήσης της γλώσσας. Η αντίληψη πως υπάρχουν νόμοι ενδοσυστημικοί που κυβερνούν τις αλλαγές είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Τα ρήματα λύνω, ντύνω, σβύνω (σβήνω) δεν ακολούθησαν κανένα νόμο για να φτάσουν στην τωρινή μορφή τους: προέρχονται αντίστοιχα από λύω, ενδύ(ν)ω και σβέννυμι (σβεννύω). Ή πάρτε τα δείχνω και ρίχνω τα οποία ήταν δείκνυμι (δεικνύω) και ρίπτω.
Μερικοί ευφάνταστοι λόγιοι γράφουν βιβλία όπως του N.Ritt, Selfish Sounds & Linguistics: a Darwinian Approach, Κέμπριτς (Βρετανία) 2004.
Μόνο ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να είναι selfish ‘εγωιστικοί’ και να δείχνουν σημεία ανάπτυξης, εξέλιξης ή παρακμής όπως στη δαρβινική θεωρία. Η γλώσσα δεν είναι ζωντανός οργανισμός, αλλά ένα όργανο στη χρήση ζωντανών οργανισμών.
Ο W. Labow επεσήμανε πως ‘η διαδικασία της φωνητικής αλλαγής δεν είναι μια αυτόνομη κίνηση μέσα στα όρια ενός γλωσσικού συστήματος: είναι μάλλον μια περίπλοκη ανταπόκριση σε πολλές απόψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς’ (σ 153, Sociolinguistic Patterns Φιλαδέλφια, 1986/1972).
Αν αντί ‘φωνητικής’ είχαμε ‘γλωσσικής’ θα ήταν το ίδιο και καλύτερο.
Θα επανέλθω σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο μέλλον.