1. Αυτός ο τόμος δείχνει το ποιόν του με το λογότυπο InteLLiGentsia όπου δεν καταλαβαίνεις γιατί τρία γράμματα στη μέση και μη συνεχόμενα είναι κεφαλαία. Η ίδια ποιότητα παλαβομάρας και αλαζονείας διαπερνά τα κείμενα.
Ο Δ. Βαρβαρήγος γράφει στον πρόλογο – «Ίσως να είναι η διαδικασία της δημιουργίας της ποίησης μια υπερβατική ενσυναίσθηση που τραβάει έξω από ΄το σώμα την ψυχή και το πνεύμα». Μετά παραθέτει τα λόγια ενός Γερμανού ψυχολόγου-κοινωνιολόγου «Ποίηση είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητα του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής»!
Αυτά είναι αρλούμπες αρτιότατες. Μια «ενσυναίσθηση» είναι μάλλον αδύνατο να τραβά ψυχή και πνεύμα έξω από το σώμα. Για να γίνουν τι; Όσο για τη δεύτερη ρήση του εξειδικευμένου Γερμανού – είναι ένα πεζό κλισέ που ισχύει για κάθε δήλωση.
2. Ο Βαρβαρήγος μας δίνει «ποίηση» απείρου κακοτεχνίας:
Κυνόδοντες χαράξανε βαθιά την αλκοόλη να ματώσει (σ42)
Τώρα πως οι κυνόδοντες χαράζουν ένα υγρό (=οινόπνευμα) και το κάνουν να ματώσει ούτε ο γράψας ξέρει και δεν μπορεί τέτοια «ποίηση» να τραβά ψυχή και πνεύμα παρά μόνο στην ανοησία.
Αβέβαιη τυλίχτηκε η σιωπή/
με κόκκινο μετάξι/ στο αντρικό χάδι/(σ48)
Πλήρης σουρεαλιστική ασυναρτησία. Και αυτή επαναλαμβάνεται με ακούραστη επαγγελματική επιμονή:
Κεντούσες με το νήμα της ζωής αστέρια
να κρέμονται σαν κρόσσια στ’ ανάκατα μαλλιά σου (50)
Μόνο ο αχός της θάλασσας και οι νωποί πόθοι φωτίζουν
τις ευάλωτες στιγμές/φορούν στα σώματα συγκινήσεις/(52)
Εδώ έχουμε τέχνη πραγματική της παρα-ποίησης και του ανόητου.
3. Δεν έχουν όλα τα κείμενα την άρτια άρθρωση του σουρεαλισμού του Βαρβαρήγου: η ασυναρτησία είναι πιο ήπια. Έχουν πεζότητα, προσπάθεια να δείξουν βαθιά συγκίνηση, εξυπνακισμό και παρόμοια. Λείπει μόνο η ποίηση- εκτός από λίγες σκόρπιες γραμμές.
Μια κυρία με γνώσεις μουσικής, ηθοποιίας και με πλούσια συγγραφή, γράφει:
Η νύχτα κυλάει στις φλέβες μου, / Φτάνει ως την καρδιά,
γαντζώνεται από τους χτύπους της…/ (75)
Άλλη κυρία μας δίνει ένα βαθύ χαμόγελο «πληγωμένο στα γόνατα» (96) και μια άλλη βλέπει πως «κυπαρίσσια στο σύθαμπο μαντιλοδεμένα ικετεύουν» (103).
Άλλη πάλι μας λέει «επιδίδομαι στο άσκοπο» (114) – πολύ σωστά! Ένας κύριος πολυγραφότατος και γαλλομαθής βρίσκει πως «Φθόνος οξύ θεϊκόν/ τρώει τα μάρμαρα της ψυχής/» (160). Άλλος, επίσης πολυγραφότατος, φιλόσοφος και ζωγράφος γράφει σε κάποιον/κάποια – «Έχω σαν σκοπό μου/ και ζω,/ την αφομοίωση του θέλω σου/» (181). Άλλος πάλι, πολυτεχνίτης και δικηγόρος μας προειδοποιεί «τα φίδια θα σου τάζουνε αγάπες» (195).
Τελειώνω με μια κυρία που έχει 4 ποιητικές συλλογές που για να μην πέσει ο έρωτας «στου θυμού μου το μαχαίρι» έβαλε «στο φρούριο της καρδιάς… σπάθες κι αγκυλωτούς συρμούς» – μα δεν εξηγεί πως τις έβαλε ή τι συμβολίζουν (263).
4. Ας κλείσω με τις λιγοστές όμορφες γραμμές που ξεπετάχτηκαν μάλλον κατά τύχη σε αυτά τα χωράφια όπου ευδοκιμούν τόσα ζιζάνια κακογουστιάς.
Αλλά είναι μοναχικές γραμμές μόνο δίχως καν υπόσχεση συνέχειας.
Τυφλώθηκα / γιατί έχασα την όραση του έρωτα (12)
Αλμύρα ματιών και θάλασσας / γίνανε Ένα (20).
Η Καίτη Κουμανίδου που έγραψε «Δάκρυσε ο ήλιος στο βλέμμα σου» (116) γράφει –
οι ανάσες ανεμώνες / ανασταίνουν. / Μες στο χαμόγελό σου/
άνθισε η άνοιξη / μέσα στα λόγια σου / (122).
Άλλη γράφει – «Απροετοίμαστη με βρήκε η νύχτα. / Επέστρεφες μνήμη γυμνή» (167).
κι απέναντι το εκκρεμές / χτυπάει στους τοίχους, /
αδειάζοντας χρόνο / σε τόνους φθινοπώρου / (180).
Αυτές είναι όλες κι όλες, κατ’ εμέ!