Π121: Ακρισία – Β. Λεοντάρης

Π121: Ακρισία – Β. Λεοντάρης

- in Ποίηση
0

1. Ο Βύρων Λεοντάρης γράφει μια ωμή αλήθεια, σερβιρισμένη σε λογοτεχνικές πορφύρες:

“Στο χρηματιστήριο των κοινωνικών αξιών ο τίτλος “ποιητής” παίρνει τη ρεβάνς από το παραδοσιακό του αντίκρισμα (την Ποίηση), αναποδογυρίζει όλα τα μελανοδοχεία της κλασικής αισθητικής και επιβάλλει τον νέο ορισμό: ποίηση είναι ό,τι κάνει ο ποιητής.” (Κείμενα για την Ποίηση 2001:61.)

Η ωμή αλήθεια είναι – ποίηση είναι ό,τι κάνει ο ποιητής. Με άλλα λόγια, δηλαδή, φτάνει κάποιος να (αυτο-)ονομαστεί “ποιητής” και ό,τι γράφει θεωρείται “ποίηση”. Προσθέτω συμπληρωματικά πως φτάνει κάποιος να γράφει διακεκομμένες αράδες και μπορεί να (αυτο-)ονομαστεί “ποιητής”.

Από μια άποψη αυτό είναι ορθό, αφού “ποίηση” είναι παράγωγο του “ποιώ = κάνω, φτιάχνω” και κάθε “κάμωμα”, κάθε κατασκευή, είναι μια “ποίηση”. Μόνο που στη Λογοτεχνία η λέξη έχει μια συγκεκριμένη, μια πιο εξειδικευμένη έννοια: αναφέρεται σε είδος γραφής όπως η Οδύσσεια του Ομήρου ή το Μυθιστόρημα του Σεφέρη.

2. Δυστυχώς ο Λεοντάρης δεν μου φαίνεται να μένει σε αυτό το θέμα: επεκτείνεται σε κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους που μάλλον τον ενδιαφέρουν περισσότερο.

Στο άρθρο “Στον δεύτερο όρο της αντίφασης” (δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει!) αρχίζει με την πρόταση: “Η ολοκληρωτική δημοκρατία, που σφραγίζει τη σημερινή ιστορική φάση της ανθρωπότητας, επανεντάσσει δυναμικά τον ποιητή στο σύστημα των εξουσιαστικών αξιών” (ούτε αυτό!). Συνεχίζει σε αυτόν τον τόνο και μετά γράφει πως όπως “η επαναστατική πράξη είναι άρνηση και συντριβή του πραγματικού” έτσι και η ποίηση είναι “άρνηση του συνειδητού και συντριβή της πρακτικής γλώσσας κι ωστόσο δεν είναι ούτε επαναστατική πράξη ούτε η έκφρασή της” (σ 61).

Προφανώς δεν είναι μόνο ποιητές που εξυπνακίζουν με οξύμωρα, μα και κριτικοί. Ο Λεοντάρης συνεχίζει για τη γενικότερη κατάσταση του ανθρώπου: “Η επανάσταση είναι η μόνη μοίρα, η μόνη ατελείωτη περιπέτεια του ανθρώπου. Ασυμφιλίωτος με κάθε αρχή και κάθε τέλος, ο άνθρωπος είναι πάντα αυτό που δεν θέλησε να είναι. Η κάθε πραγματικότητα του είναι θανάσιμα εχθρική και συγχρόνως αυτή η πραγματικότητα είναι η ζωή του”. Προφανώς δεν ήταν πολύ ευτυχής με τη ζωή του ή δεν γνώρισε ανθρώπους ευτυχισμένους.

3. Μετά επεκτείνεται στην “επαναστατική ποίηση” αφού περάσει από μια “βιωματική – προϊδεολογική και μια ιδεολογική – αντεπαναστατική”. (Συμφωνώ μαζί του ότι ο Βάρναλης δεν είναι ποιητής ή ο πιο “αντιποιητής” από όλους, σ 63).

Και καταλήγουμε στην ποίηση του Ρίτσου που είναι “άγνοια και παραμόρφωση του πραγματικού” (σ. 67) αφού όπως επισημανθεί πως αποδέχεται τον κόσμο φτάνει αυτός να υποστεί “ένα νοικοκύρεμα, μια επισκευή” (σ 66). Και ο Λεοντάρης παραθέτει τους στίχους –

α) Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες μέσα στις φλέβες μου είσαι 

γιε μου, στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε.

β) Σ’ αυτό το δρόμο δεν πεθαίνει κανένας / κανένας νεκρός σου δεν πέθανε.

γ) Όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα…

δ) Οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες…

Ο κριτικός συμπεραίνει: “Μετατροπή – μεταποίηση του κόσμου όχι ανατροπή του, ψευδής πραγματικότητα και όχι άρνηση της πραγματικότητας, υποτυπώδης προβληματισμός και εύκολη δικαιολόγηση της ανθρώπινης ύπαρξης – να τα κυρίαρχα ποιητικά μοτίβα που νανουρίζουν μια γενιά που είχε την ατυχία να γεννηθεί στην ήττα και τη δυστυχία να ανατραφεί στην αντεπανάσταση” (σ 68).

4. Αλλά, όπως εύκολα διαπιστώνει ο προσεκτικός αναγνώστης, αυτές οι κρίσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να αναφέρονται σε κάποιο πεζό κείμενο αριστερού διαλόγου. Πολύ ορθές ίσως, μα ασχολούνται με τη θεματολογία, με τη σκέψη του Ρίτσου, όχι με την ποιητική τέχνη με την οποία εκφράζει τη σκέψη του – όπως εγώ ασχολούμαι με τα λεγόμενα του Λεοντάρη και όχι με το λογοτεχνικό ύφος του (εκτός από τη διατύπωση περί εξυπνακισμού στο § 2).

Το ερώτημα είναι γράφει “καλή” ποίηση ο Ρίτσος έτσι που να αξίζει να ασχοληθούμε εμείς με αυτήν ως ποίηση και όχι ως ιδεολογία;

Είναι άραγε συναρπαστική ή έστω ενδιαφέρουσα η μεταφορά στην πρώτη γραμμή όπου η μάνα λέει πως ο νεκρός γιος της είναι μέσα στις φλέβες της κι έτσι δεν χάθηκε; Και προτού πούμε ναι ή όχι, ας κοιτάξουμε τη δεύτερη γραμμή όπου η μάνα καλεί τον πεθαμένο να μπει “στις φλέβες ολουνών”!

Ναι, καταλαβαίνω την υπερβολή εδώ, τον σπαραγμό της μάνας και τη λαχτάρα της, μα η μεταφορά δείχνει κακογουστιά και κακοτεχνία. Δεν το πιάνει αυτό ο κριτικός της ποίησης;…

Στο δεύτερο απόσπασμα έχουμε όχι “μεταποίηση” και “ψευδή πραγματικότητα” μα μια ετσιθελική υπερεπιβολή, έναν παραλογισμό. Διότι και “σ’ αυτό το δρόμο” πεθαίνουν οι σύντροφοι και κυριολεκτικά και μεταφορικά (μη μένοντας στη μνήμη). Ποιος θυμάται πια όλους όσοι πέθαναν για τα κομμουνιστικά (ή άλλα) ιδεώδη τους; ΚΑΝΕΙΣ.

Η δε τελευταία γραμμή δείχνει αφέλεια καθυστερημένου.

Ο Ρίτσος έγραφε συναισθηματικές αρλούμπες, προπαγάνδα, προσποίηση – όχι ποίηση.

Και αυτό θα έπρεπε να επισημάνει ο κριτικός, όχι μόνο την αριστερή, κούφια ιδεολογία του.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *