Π70: Ο Τολστόι για την Τέχνη (κι ο Ελύτης): (Β’)

Π70: Ο Τολστόι για την Τέχνη (κι ο Ελύτης): (Β’)

- in Ποίηση
0

1. Στο 15ο κεφάλαιο του Τι Είναι Τέχνη ο μεγάλος μυθιστορηματογράφος λέει:

“Όσο ποιητικό, ρεαλιστικό, εντυπωσιακό ή ενδιαφέρον κι αν είναι ένα έργο, δεν είναι έργο τέχνης αν δεν ξυπνά το αίσθημα (που διαφέρει σαφώς απ’ όλα τ’ άλλα) χαράς και πνευματικής ένωσης μ’ έναν άλλο (το συγγραφέα) και με άλλους (όσους ακόμη επηρεάζονται ψυχικά απ’ αυτό).”

Αυτό για τον Τολστόι διακρίνει τη γνήσια από την κίβδηλη τέχνη. Διότι, όπως γράφει (σ 197 αλλά και αλλού), “Η τέχνη στην κοινωνία μας διαστρεβλώθηκε τόσο ώστε όχι μόνο έφτασε η κακή τέχνη να θεωρείται καλή, αλλά χάθηκε κι η ίδια η αντίληψη του τι είναι πραγματικά τέχνη.”

Η τέχνη σήμερα, γράφει (σ 111) έγινε “φτωχή σε περιεχόμενο. Εκτός απ’ αυτό, όμως, καθώς γίνεται όλο και πιο κλειστή, γίνεται συγχρόνως ολοένα και περισσότερο μπερδεμένη, εξεζητημένη και στρυφνή.”(«κλειστή» = προσωπική, δίχως ευπρόσιτο ή και υπαρκτό έλλογο νόημα.)

Συνοψίζει δε το περιεχόμενό της σε τρία αισθήματα: “της περηφάνιας… του γενετήσιου πόθου και … της κούρασης από τη ζωή… μαζί με τα εκβλαστήματά τους”.

2. Ο Τολστόι δεν πρόλαβε τη μεγάλη καινοτομία του Σουρεαλισμού (=Υπερρεαλισμού) που έφερε τα πάνω κάτω. Αυτός εκδηλώθηκε, έγραψε ο Ελύτης (Ιουλ. 1928: Νεοελληνικά Γράμματα 84), “με μεγαλύτερες διεισδυτικές… επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης έκφρασης”. Και αναφέρει τους Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Έλιοτ, Ουνγκαρέτι, Ελυάρ, Ζουβ, Λόρκα, Σαλίνας ως “ποιητές της νέας πραγματικότητας” (αναγνωρίζοντας πως μερικοί δεν ανήκουν στους σουρεαλιστές) που έδειξαν “τη δύναμή τους στα αιώνια θέματα της Φύσης, του Έρωτα και του Θανάτου”. Αυτοί και άλλοι, όμως (συνέχισε ο Ελύτης), “Στο όνειρο δίνουνε σημασία … ως λειτουργία υποσυνείδητη… Μας δίδαξε να μην περιγράφουμε τα συναισθήματά μας, αλλά να τα … αναπαράγουμε κατά ένα τρόπο που να μένουν πάντα σαν ποιήματα, μ’ ένα ζωντανό παλμό”. (Μεταξύ μας, αυτά όλα είναι ανοησίες κουλτουριάρικες.)

Την ίδια περίπου εποχή (Νοεμ.1938: Νεοελληνικά Γράμματα 101) ο Δ. Φωτιάδης έγραφε για το ίδιο θέμα του Σουρεαλισμού πως “κάνει όμως κι ένα […] μεγάλο κακό στον τόπο μας: απομακρύνει όλο και περισσότερο τον πολύ κόσμο από την ποίηση. Αντί […] να εξωτερικεύει και να μορφοποιεί τις χαρές, τους πόνους, τις λύπες […] και τις αγωνίες μας, χαρίζοντας έτσι τη λύτρωση, κατάντησε ένα στεγνό πρόβλημα που απευθύνεται αποκλειστικά στη νόηση… προς λύση”. (Αυτά είναι πολύ ορθότερα, όπως έχει αποδειχθεί εμπειρικά!)

3. Ο ίδιος ο Ελύτης διακήρυττε πως δεν είναι σουρεαλιστής ποιητής. Το ίδιο διευκρίνισε ο Ν. Καλαμάρης (Μαρ. 1937: Νέα Φύλλα 3). Κι όμως ο Ελύτης έγραφε ως το τέλος με τρόπο σουρεαλιστικό και τα ποικίλα κολάζ που έφτιαχνε με φιγούρες κοριτσιών, αγγέλων, αγγείων κλπ είναι ακριβώς σουρεαλιστικά.

Εγώ επικεντρώνομαι σε μια μόνο άποψη – το παράλογο, το μπερδεμένο, το εξεζητημένο, το ακαταλαβίστικο, που όμως περνά για καλλιτεχνία και σοφία! Τέτοια ακριβώς είναι η κλειστή στιχουργία.


Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,// Χειμώνα ελάχιστε
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς.
(Παραλλαγές πάνω σε μια ακτίδα)

Τώρα, το “λινό” καλοκαίρι έχει ζωντανό νόημα (λινά ρούχα ευρύχωρα, ανάλαφρα). Αλλά δεν ξέρω γιατί το φθινόπωρο είναι “συνετό” κι ο χειμώνας “ελάχιστος” (όπου συχνά κρατά σχεδόν 4 μήνες). Αυτό που φέρνει βραχυκύκλωμα είναι η σαχλαμάρα στην τελευταία γραμμή. Το σύνολο εξυπνακίζει χωρίς να λέει τίποτα.

Παίρνω από τις Σποράδες γραμμές που έχουν εκθειασθεί:
Ω νεότητα/ πληρωμή του ήλιου/ αιμάτινη στιγμή/ που αχρηστεύει τον θάνατο// Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω/ το σκοτάδι με χρωστάει στο φως.

Κι εδώ έχουμε μια σειρά έξυπνες εικόνες (ειδικά “εδώ αράζω”!) που όμως χρειάζονται αρκετά νοητικά άλματα για να καταλάβουμε τι θέλουν να πουν χωρίς όμως να μεταφέρουν καθόλου το αίσθημα λύτρωσης που επιχειρεί (προσποιητά) να δώσει η τελευταία γραμμή. Η δεύτερη γραμμή στο απόσπασμα σε ποια «πληρωμή» αναφέρεται; Και είναι από ή προς τον ήλιο ή και τα δύο – αλλά τι «πληρωμή»; Και γιατί «αιμάτινη στιγμή»;… Η δε τελευταία γραμμή είναι σκέτη αρλούμπα. Ξέρω πως είναι ο Ελύτης και θαυμάζω τις εντυπωσιακές εικόνες και τον λυρισμό που πάνε να με ξεγελάσουν, μα δεν αισθάνομαι καμιά σύνδεση, επικοινωνία, μαζί του.

4. Παίρνω μερικές γραμμές από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, σ.17, από το “Σολωμού συντριβή και δέος” (όπου ήδη το “Οξώπετρα” δείχνει άκισμα).
«Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου/ Πήρε εσκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει/ Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω/ Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι/Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου/ Σφάδαζα/ Μ’ αποτελείωνε.»
(1991)

Πάλι έξοχες γραμμές (παρά το “πήρε εσκοτώνοντας” με τον δημοτικισμό και την κακοφωνία του ε-ε) και τρομερές ιδέες – αν δεν σταματήσεις. Μα τι λένε ουσιαστικά; Ποια ψυχή είναι η πρώτη και ποια η δεύτερη; Ποιος ο άγνωστος; Ποιοι άνεμοι μάλωναν και πώς τον αποτελείωνε η λόγχη του ήλιου; Βλέπετε, υπάρχει το φοβερά ρεαλιστικό “σφουγγαρισμένο πάτωμα” όπου, ναι, μπορώ να φανταστώ κάποιον να σφαδάζει στο φως. Πώς όμως υπάρχουν εδώ και κύματα και άνεμοι; Υπάρχει και μια αντίφαση διότι θα έπρεπε, λογικά, η πρώτη ψυχή να σκοτώσει τη δεύτερη για να γίνει πάλι ο άγνωστος που ήταν! Από την άλλη, μπορεί να γίνει πάλι άγνωστος μα διαφορετικός από τον πρώτο (;;;).

Το ουσιαστικό θέμα είναι πως ο εγωκεντρισμός («περηφάνεια» κατά Τολστόι που εκδηλώνεται σε τόσο έντονη περιαυτολογία δεν μεταδίνει ή δεν με κάνει να μοιράζομαι κανένα αίσθημα μαζί του και κανένα νόημα!

Παίρνω ακόμα ένα ελεγειακό απόσπασμα (“Ελυτόνυσος” από τα Ετεροθαλή):
«Κι ας μην ένοιωσε ποτέ κανείς/ Του μέλλοντος αρχαιολόγος/ Και των επουρανίων/ Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι./ Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά/ Πατρίδα που δεν χάνεται/ Κει που γυαλίσαν κάποτε ύστερα η αλήθεια ήρθε.»
(1971)

Κι εδώ βρίσκω τολμηρές, σπαρταριστές γραμμές – μα κλειστές στην προσωπική νοοτροπία και συμβολική του Ελύτη. Πάλι θέλουν δεύτερη και τρίτη ανάγνωση και νοητικά άλματα για να καταλάβω και να (συν)αισθανθώ κάτι, έτσι που τελικά δεν μένει ενέργεια για συγκινησιακή συμμετοχή.

5. Και όμως ο Ελύτης κατόρθωσε (1943) να γράψει ένα καθόλα όμορφο ποίημα (Ήλιος ο Πρώτος, “Σώμα του καλοκαιριού”, Νο IV):
Πίνοντας ήλιο Κορινθιακό/ Διαβάζοντας τα μάρμαρα/
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες/ Σημαδεύοντας με το καμάκι/
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά/…// Πίνω νερό, κόβω καρπό/
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου…

Εδώ συμμετέχεις στο αίσθημα της χαράς, στη θαυμαστή ομορφιά της πλάσης και νιώθεις την ενότητα με τον ποιητή και με τον κόσμο.

Θα επανέλθω.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *