1. Ο Βάρναλης γνώρισε μεγαλύτερη φήμη ως αριστερός δημοσιογράφος και συγγραφέας του Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη παρά ως ποιητής. Εντούτοις θεωρείται κι αυτός “κλασικός” μαζί με τους Σικελιανό, Καρυωτάκη, Ρίτσο, Σεφέρη κλπ. Ποιήματά του βρίσκονται σε Ανθολογίες και μια επιλογή ποιημάτων του βγήκε στη σειρά Ελλήνων Ποιητών που εξέδωσε η Καθημερινή το 2014.
Για το γεγονός αυτό εγώ απορώ βρίσκοντας την ποιητική του γλώσσα απαράδεκτη. Ακόμα και στα τελευταία του γραπτά 1974 που δημοσιεύθηκαν μετά θάνατο στη συλλογή Οργή Λαού 1975 βρίσκεις – παιδικάτα, πάχητα, όξω, οχτρός, έφτατο(=έβδομος!), ριζό, απερνά, απομόναχο, σβηούμε (=σβήνουμε), αψηλά, καταλεί (-λύει) και ανάμικτους αρχαίους τύπους ή λέξεις με την αρχαία σημασία τους όπως πάσα, χαλάσασι (=εχάλασαν), εσώσασι, νυχτός, ψιχία, σκότη κλπ.
Δεν υπάρχει κανόνας που να απαγορεύει τη σποραδική χρήση μαλιαρής δημοτικής μαζί με καθαρευουσιάνικο ή και αρχαίο λεξιλόγιο. Πολλοί ποιητές το κάνουν, όπως πχ ο Σεφέρης που μάλιστα χρησιμοποιεί κάποτε κάποια επιτήδευση. Όμως ο Σεφέρης έχει μια ομοιόμορφη γλώσσα, το δικό του αποδεκτό στρωμένο ύφος. Η γλώσσα του Βάρναλη δεν έχει αυτή την ποιότητα.
2. Η δε ποιητική του Βάρναλη είναι σκέτη κακοτεχνία. Παίρνω από το Β΄ μέρος από Το Φως που καίει: πρωτοεκδόθηκε το 1922 μα ξαναδουλεύτηκε κι εκδόθηκε αναθεωρημένο το 1933: από το “Η Μάνα του Χριστού”, η οποία κοιτά και θρηνεί τον γιό της εσταυρωμένο –
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.
Άνοιξη μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πως μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Ο ρυθμός κυλά ομαλά. Αλλά στη δεύτερη γραμμή βλέπουμε μια αντίφαση. Ο στίχος ταυτίζει τον Ιησού με την Άνοιξη και αμέσως συνεχίζει με το ότι η άνοιξη δεν έχει γυρισμό – ενώ η άνοιξη έχει γυρισμό το επόμενο έτος! Αν η Μητέρα υπαινίσσεται τον επανερχομό της και υπονοεί την Ανάσταση (κάτι που ο ΚΒ δεν θα έκανε, σίγουρα, αλλά λέω, άν…), τότε δεν θα είχε λόγο να θρηνεί και να οδύρεται. Ο ποιητής είναι πολύ απρόσεκτος κι επιπόλαιος.
Ο τρίτος στίχος με την ομορφιά που βασίλεψε κίτρινη δεν είναι καθόλου καλύτερος. Το επίθετο είναι πολύ οριστικό, βέβαιο – απόλυτο χρώμα. Το ρήμα συνδέει με το ηλιοβασίλεμα που όμως ποτέ δεν είναι ολοκληρωτικά κίτρινο – όπως δεν είναι και η χλομάδα του προσώπου ανθρώπου που πονά ανυπόφορα και πεθαίνει.
Αλλά η τελευταία γραμμή χειροτερεύει. Ο γιός της βασανίζεται και αργοπεθαίνει πάνω στον σταυρό υποφέροντας αφάνταστα, και αυτή ζητά να την κοιτάξει και να την παρηγορήσει! Όσο για το ρήμα “μαδιέμαι” – είναι απίστευτα γελοίο: θυμίζει μαργαρίτα ή, χειρότερα, κοτόπουλο. Υποθέτω πως υπονοεί ότι η Παναγία τραβά τα μαλλιά της αλλά δεν υπάρχει τίποτα στα Ευαγγέλια (ή στα Απόκρυφα) που να υπαινίσσεται τέτοια εκδήλωση.
3. Η επόμενη στροφή από το ίδιο ποίημα παρουσιάζει τις ίδιες χοντράδες.
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα, τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Στην πρώτη γραμμή, η φυσική δαμάλα (= μία κανονική αγελάδα) ούτε “κλαίει”, ούτε “τέκνο” έχει: κάνει “μου-μου-ου” μόνο και το τέκνο της λέγεται ‘δαμάλι’ και ‘μόσχος’ ή ‘μοσχάρι’. Αν έβαζε τη λέξη “μόσχο” (αντί τέκνο) η φράση θα συνδεόταν με “τον μόσχο τον σιτευτό”(Λουκά, 15.23). Όμως φαίνεται πως ο ΚΒ δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει το ευαγγελικό δράμα αλλά να το φέρει στο δικό του επίπεδο, έτσι όπως το καταλαβαίνει ένας κομμουνιστής, ότι δηλαδή μια μάνα χάνει τον γιο της. Γι αυτό ξεφωνίζει (στη δεύτερη γραμμή) ακατάληπτα. Στην τρίτη βλέπουμε πάλι την απαίτηση της να την κοιτάξει ο γιός της με προσήλωση (στύλωσε τα μάτια σου!) – κι ας έχει βασανιστικό θάνατο. Τέλος, τ’ αστήθια (γιατί όχι την κανονική φράση τα στήθια;) τρέχουν αίμα: δεν φτάνει που τραβά και μαδάει τα μαλλιά της, γδέρνει και τα στήθη της! Προφανώς είναι οι υπερβολές της χαροκαμένης μάνας στον λαό της Ελλάδας – έτσι όπως την εικονίζουν συχνά οι διάφοροι λαϊκιστές.
4. Από τα τελευταία του Ποιήματα παίρνω μια στροφή από το “Στυλίτης” που αποτελείται από τρίστιχα:
Η κολασμένη πολιτεία μέσα στη σκόνη
φλέγεται, ουρλιάζει και κυλιέται χάμου
και πιο στην αμαρτία βουτάει μα δεν πατώνει.
Καταλαβαίνω την πολιτεία (=πολη στην αρχαιότητα) να είναι κολασμένη και γεμάτη σκόνη (δεν υπήρχαν τσιμέντα κι άσφαλτος τότε, ειδικά κοντά στην έρημο), να φλέγεται από πυρετικές δραστηριότητες και να ακούγεται σαν να ουρλιάζει με τις φωνές πωλητών, αμαξοδηγών, στρατιωτών κλπ ή τα ξεφωνητά ζώων. Αλλά πως κυλιέται χάμου σε τέτοιες περιστάσεις;… (Ας προσέξουμε και την απότομη χρήση του πιο). Το πατώνει επίσης είναι πολύ χοντρό. Η αμαρτία πάλι είναι όρος θρησκευτικός κι ένας βέρος αριστερός δεν θα την χρησιμοποιούσε, προτιμώντας ‘ανομία, έγκλημα’ και παρόμοια. Ας πάρουμε ακόμα ένα δείγμα:
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! Της αυγής κροκάτη γάζα…(“Μοιραίοι!)”
Γιατί είναι άσωτος ο ουρανός? Αλλά ας αφήσουμε τις πρώτες γραμμές. Εγώ εδώ θαυμάζω την καταπληκτική κακοτεχνία στην τρίτη. Το κροκάτη εκφράζει κιτρινωπή χροιά μα θυμίζει και κρόκο αυγού. Η γάζα πάλι θυμίζει πληγή και δεν ξέρω αν η Αυγή, πληγωμένη χρειάζεται γάζα, ή αν η αυγή λειτουργεί ως γάζα πάνω στον κόσμο μας: η νύχτα, όμως, συνήθως λειτουργεί θεραπευτικά στις πληγές μας, όχι η αυγή. Απρόσεκτος, επιπόλαιος.
5. Όσους, όποιους, στίχους του ΚΒ κι αν κοιτάξουμε θα βρούμε την ίδια άτσαλη κακοτεχνία. Ναι, υπάρχει κάποια (χοντρή) σάτιρα και κριτική. Ναι, διατυπώνει κάποιες κοινότοπες σκέψεις. Αλλά – και είναι πολύ μεγάλο αυτό – ο Βάρναλης δεν είναι ποιητής.
Η γλώσσα του, όπως έγραψα πιο πάνω, είναι τραχιά, αλλοπρόσαλλη, θυμίζοντας κακοτράχαλο κατσικόδρομο που ελίσσεται μέσα από καραφλές πλαγιές. Ναι, υπάρχει ρυθμός και ομοιοκαταληξία. Αλλά αυτά από μόνα τους δεν παράγουν ποίηση.
Κακώς ο ποιητικός κόσμος τον συμπεριλαμβάνει στους κόλπους του.