Νικόδημος
Συνεχίζω με πιο νεότερες προσεγγίσεις – εκτός του Σεφέρη κι Ελύτη. Ο Παπαδιαμάντης αντιμετώπισε μια σειρά από ήπιους μα και αδυσώπητους εχθρούς. Από την άλλη, δυστυχώς, οι πιο θερμοί υποστηρικτές του, προβαίνουν σε εκδηλώσεις λατρείας, που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν σαν καρπός μιας νηφάλιας, υπεύθυνης και αναλυτικά τεκμηριωμένης κριτικής.
Ο Ξενόπουλος έγραψε ξανά το 1933: Είναι να γελά κανείς με μερικούς κριτικούς, που τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα “κοινωνικού περιεχομένου”, τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν’ αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη.(….) Έτσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος, και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν “ιδέες”, εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την ομορφιά. Και τελειώνει το άρθρο του ο Ξενόπουλος με τη διαπίστωση πως ο Παπαδιαμάντης είναι “δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του”. Αξεπέραστος;…
Το 1936 ο Τέλλος Άγρας στο Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη (Κριτικά, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, 1984, σ. 45-46) έγραψε:
Τι κείμενα αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος! Τι “χωρία” της Γραφής, της Παλαιάς και της Νέας! Αλλ’ οι άμεσες γνώσεις του απ’ τη ζωή, οι ζωντανές, κ’ εκείνες μήπως ολιγότερες είναι; Ξέρει γαλλικά, αγγλικά, τούρκικα, αρβανίτικα, ρουμελιώτικα… Ο ψαράς, ο καϊκτσής, ο βοσκός, ο γεωργός τού έχουν μάθει ό,τι έμαθαν κ’ εκείνοι. Ξέρει έθιμα και συνήθειες, την Ιερά παράδοση και τα μάγια, τα ξόρκια και τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις… Ξέρει ανέκδοτα κ’ ιστορίες, παραμύθια του νησιού κ’ οικογενειακά — για να τα διηγείται ατέλειωτα μέσα στις πληχτικές ώρες του «καφενέ» του αθηναϊκού… Μα αν ο συνομιλητής του βαρεθεί και του ζητήσει να παίξουν έν’ από τα πολλά τ’ αλγεβρικά παιχνίδια του καφενέ, με τα χαρτιά, με τα ζάρια, ή με τα πιόνια, είναι πρόθυμος, γιατί τα ξέρει κ’ εκείνα. Ποιος απ’ όσους έγραψαν έκτοτε πεζογραφία ξέρει τα μισά απ’ όσα στη ζωή του είχε μάθει ο Παπαδιαμάντης!”
Ούτε ο Σέξπηρ και ο Τολστόι δεν είχαν τέτοιες γνώσεις!!! Μα είναι αυτά κριτήρια για την τέχνη της διήγησης;
Ο Πέτρος Χάρης εγκωμιάζει τρεις ιδιότητες στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη: Είναι, γράφει, “Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας”. Και τονίζει: “αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπο”. Αυτή η τελευταία πρόταση και τα δυο “έπρεπε” είναι μάλλον αυθαίρετα και ανεύθυνα.
Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τον τίτλο “Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη” τοποθετεί ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη και συλλαμβάνει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: “Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ’ όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οι δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω.” Έχει στοιχεία “προόδου” και ο Παπαδιαμάντης. Η εργασία του Παπαϊωάννου με πολλά στοιχεία άνοιξε τον δρόμο για το ξεκαθάρισμα και την τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.
Ο συγγραφέας και μεταφραστής Βαγγέλης Προβιάς (Διαδίκτυο) μας μιλά για τη θέση των “Πασχαλινών Διηγημάτων” και το “άρωμα” των ημερών, στο έργο του “φωτιστή” της ανθρώπινης ψυχής, σε κάθε κρυφή και κρυμμένη πτυχή της και προσθέτει. “Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι πόσο μόνιμα θλιμμένος είναι ο Παπαδιαμάντης. Πόσο σταθερά ‘καταθλιπτικοί’ είναι φυσικά και οι ήρωες του. Ακόμη κι όταν η όποια λύτρωση χτυπά το κατώφλι τους. Όσο φωτεινά και ειδυλλιακά είναι σε πρώτο επίπεδο αυτά που διαβάζουμε, τόσο σκοτεινά είναι σε ένα επόμενο, πιο ανθρώπινο, πιο μεγάλο. Οι ήρωες του είναι πληγωμένοι, έχουν υποφέρει πολύ, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν οικογένεια, ή υπάρχει μια μεγάλη, κομβική απώλεια που τους στοιχειώνει. Είναι βουτηγμένοι στα πάθη τους. Απλοί νησιώτες, με τους αγώνες και τις αγωνίες τους”. Σωστά!
Είναι πολλές οι εγκωμιαστικές προσεγγίσεις. Τελειώνω με μια πολύ ενδεικτική της αμέριστης υποστήριξης προς τον Παπαδιαμάντη, μα δεν κράτησα δυστυχώς τα στοιχεία προέλευσης. Προέρχεται από το Διαδίκτυο:
“Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μιλάει για την αρετή και την κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό, που γι’ αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής και αλήθειας. Επίσης μιλάει για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει μέτρα για την ηθική ανάπλαση, μέτρα για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας, με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την αλεξανδρινή εποχή, τη βυζαντινή εποχή, την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπως και τη νεότερη. Με την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ’ όλη την αντίθεσή του στον ακραίο ψυχαρισμό, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων χριστιανών. Υποστήριξε από τη μια πλευρά την πνευματική αναγέννηση, ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση, προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το ‘μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας’ “.
Πολλά με βρίσκουν σύμφωνο – όπως αρετή και κακία, ανάπλαση ηθική, στηλίτευση του λογιοτατισμού, των τοκογλύφων και δημαγωγών… Μα η ιδιότυπη γλώσσα του δεν έφτασε “στον ατόφιο δημοτικό λόγο” και δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι του λαού “αδιάφθοροι”. Η κακία δεν βγαίνει από τον λαό, επίσης; Προφανώς ο συγγραφέας δεν διάβασε ή άκουσε το διήγημα Οι αλαφροϊσκιωτοι (1892) όπου ο Παπαδιαμάντης “ζωγραφεί μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη” (“Λαμπριάτικος Ψάλτης”, 1893, σ. 99, Πασχαλινά Διηγήματα επιμ. Σπ. Κοκκίνη, Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου).
Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας….απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού…. Έκαστος έχαιρε να βλέπει τον άλλον δυστυχούντα…. οι συγγενείς κληρονόμοι τινός ετρώγοντο τις να αρπάσει τα πλείονα…. Δι’ εν στρέμμα αγρού ήσαν ικανοί να φαγωθώσι μεταξύ των… και πολλά άλλα!
Είναι αξιοπερίεργο πως χωρίς να έχουν μελετήσει καλά το θέμα τους πολλοί επιδίδονται σε τόσες ανόητες γενικότητες.