Άγγελος Στάγκος
Είναι σαφές ότι από τον διπολισμό και τον Ψυχρό Πόλεμο ο πλανήτης έχει περάσει σε μια φάση εξαιρετικά περίπλοκη και ίσως πολύ πιο ζοφερή. Επικρατεί ρευστότητα και ανασφάλεια, οι περιφερειακές συγκρούσεις πληθαίνουν, εμφανίζονται κράτη που διεκδικούν ηγεμονία στην περιοχή τους, η πολιτική της ισχύος παίρνει διαστάσεις, η διεθνής οικονομία δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο λαϊκισμός επικρατεί φέρνοντας στο προσκήνιο ηγέτες που τον ευαγγελίζονται, η Ευρώπη παραπαίει, τα κύματα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης μοιάζουν με «τσουνάμι», η κλιματική αλλαγή απειλεί τους πάντες και κανείς δεν είναι βέβαιος ακόμη πώς θα αντιμετωπιστεί η εξάπλωση του κορωνοϊού, που ήδη ξεφεύγει από τα όρια της Κίνας. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η κατάσταση διεθνώς στη σημερινή συγκυρία και όποιος διαφωνεί μάλλον δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα…
Για ποικίλους, αντικειμενικούς και άλλους λόγους που έχουν να κάνουν με την ιδιοσυστασία της, η Ελλάδα δεν είναι από τις χώρες που μπορούν μόνες τους να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν όλο αυτό το φάσμα της αβεβαιότητας και των απειλών που κατακλύζουν το διεθνές περιβάλλον. Οσοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «λανσάρουν» το αντίθετο στην πολιτική σκηνή ή στο Διαδίκτυο, είναι είτε βλαμμένοι είτε απατεώνες. Τόσο κάθετα και τόσο απλά. Η νεότερη ιστορία μας το έχει επανειλημμένα αποδείξει, όπως είναι επίσης αλήθεια ότι «ο χαρακτήρας των Ελλήνων» δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια, μια και το 2021 γιορτάζουμε τα γενέθλια.
Οποιος αμφιβάλλει ας ψάξει στις περιγραφές και στις διαπιστώσεις ξένων, με φιλελληνικά αισθήματα οι περισσότεροι, που επισκέφθηκαν την Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της και στα χρόνια του Οθωνα. Και κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχουν χρονικά όρια, και ποια μπορεί να είναι αυτά, στην αλλαγή της νοοτροπίας –του «DNA», δηλαδή– ενός λαού.
Στα απανταχού ελληνικά μίντια ακούγεται κάθε τόσο το ερώτημα αν η πολιτική τάξη και η ελληνική κοινωνία έμαθαν τίποτα από την κρίση που βίωσε η χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια. Πολλοί παραπέμπουν σε επιτεύγματα και σε μεταρρυθμίσεις που έγιναν με νόμους, αρκετοί μιλούν για ενδείξεις βελτίωσης της στάσης των πολιτών σε διάφορα ζητήματα, αλλά το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η ίδια νοοτροπία και τα ίδια λάθη που οδήγησαν στην κρίση περιμένουν να επαναληφθούν. Και περιμένουν επειδή η πολιτική τάξη (ως πολιτική τάξη εννοούνται όλοι όσοι ασχολούνται με τα κοινά), η κοινωνία, τα μίντια, η μηχανή του Δημοσίου δείχνουν έτοιμα να τα επαναλάβουν.
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες κεραίες για να το αισθανθεί κάποιος, αρκεί να παρακολουθεί με σχετική επιμέλεια δημόσιο λόγο, γεγονότα και συμπεριφορές που καθορίζουν την κοινωνική καθημερινότητα στη χώρα. Ισως το ύφος έχει αλλάξει στον δημόσιο λόγο, αλλά μέχρις εκεί, και προς το παρόν μάλιστα.
Αρκετοί είναι της άποψης ότι η συνεχής γκρίνια δεν ωφελεί, ότι συχνά οι αλλαγές –ακόμη και οι στοιχειώδεις– απαιτούν χρόνο, ότι πρέπει να «χαϊδεύονται αυτιά» και να γίνονται πρόσκαιρες υπαναχωρήσεις προκειμένου να υπερνικηθούν οι αντιδράσεις «από κάτω», ή ακόμη και ότι τα πράγματα πάνε μια χαρά τώρα. Δεν είναι, όμως, ακριβώς έτσι. Κατ’ αρχήν, η συνεχής γκρίνια είναι μορφή ελέγχου που έχει υποχρέωση να ασκεί η δημοσιογραφία σε συνδυασμό με την παρατήρηση και περιγραφή όσων συμβαίνουν στο περιβάλλον κατά τρόπο κατανοητό. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Ελλάδα και η κοινωνία της ξεμένουν από χρόνο. Πρώτον, γιατί οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον μπορούν ανά πάσα στιγμή να έχουν απρόβλεπτη συνέχεια και να γίνουν άμεσα απειλητικές, χωρίς η Ελλάδα να έχει δυνατότητα επηρεασμού. Δεύτερον, γιατί πολλοί άλλοι τρέχουν με μεγαλύτερες ταχύτητες και η απόσταση από αυτούς μεγαλώνει. Τρίτον, γιατί το μοντέλο λειτουργίας της χώρας μοιάζει ξεπερασμένο και δημιουργεί μόνο του μεγάλες δυσκολίες. Τέταρτον, γιατί δεν ζούμε σε εποχή αλληλεγγύης.
Ολα αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά επειδή δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα ονόματα και παραδείγματα. Το σίγουρο είναι ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας περιθωριοποίησης και χρειάζεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που σκέπτεται και λειτουργεί. Από την άλλη πλευρά, στο ερώτημα πώς μπορεί να γίνει αυτό, η λογική και η επιστήμη σηκώνουν τα χέρια, δυστυχώς. Ισως μια διέξοδος να είναι η… προσευχή!
Πηγή: Καθημερινή