Στέφανος Κασιμάτης
Οι πλειστηριασμοί είναι καλοί για τις τράπεζες και για την ανάπτυξη. Επί της αρχής, η διαπίστωση είναι σωστή· το γεγονός, όμως, ότι την κάνει ο Γιούκλιντ της Οικονομίας προκαλεί εσωτερική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και φρίκη στην αντιπολίτευση.
Καλά να φρίττει το ΚΚΕ, είναι κατανοητό· αλλά γιατί να φρίττει η Νέα Δημοκρατία; Η κ. Σπυράκη, λ.χ., που δηλώνει περήφανη για τον νόμο Κατσέλη, εξομολογείται στους δημοσιογράφους ότι άκουσε τις σχετικές δηλώσεις του Γιούκλιντ και νόμισε ότι άκουσε «εκπρόσωπο του καπιταλισμού». Δεν είπε κάτι περισσότερο επ’ αυτού – μάλλον θα είχε στη ζωή της τραυματικές εμπειρίες με τον καπιταλισμό. Πρόσθεσε, ωστόσο, υποθέτω με θυμόσοφη πρόθεση, «γι’ αυτό έχει τα λεφτά του στο εξωτερικό».
Είτε επειδή νομίζει ότι πρόκειται για ευκαιρία αντιπολίτευσης είτε επειδή απλώς έτσι είναι η φύση της και δεν μπορεί να την εμποδίσει, η λαϊκή Δεξιά ετοιμάζεται πάλι να σκίσει καλσόν. Παραβλέπει τη διάκριση ανάμεσα στο μέτρο αυτό καθαυτό και στην εν μέρει προβληματική ή άδικη εφαρμογή του και οδύρεται κατά των πλειστηριασμών γενικώς. Βλέπετε, πιστεύουν ακόμη κάποιοι –η βλακεία είναι ανίκητη– ότι η Νέα Δημοκρατία θα επιστρέψει στις δόξες του παρελθόντος αν μιμείται τους ΑΝΕΛ. Η προστασία της πρώτης κατοικίας «είναι θέμα τιμής», έλεγε σχετικώς ένας βουλευτής, με φωνή που έτρεμε από οργή, όσο του επέτρεπε ο καθωσπρεπισμός του. Η προστασία της πρώτης κατοικίας είναι «ο πυρήνας της αξιοπρέπειας», πρόσθεσε ο ίδιος και ίσως του διέφυγε ότι, με αυτήν τη φράση, προσέβαλε όλους εκείνους που δεν απέκτησαν πρώτη κατοικία.
Οι περιώνυμοι τραπεζίτες, που τόσο μισήθηκαν, ας καταλάβουμε κάποτε ότι τιμωρήθηκαν. Οι τράπεζες ανήκουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο ελληνικό Δημόσιο· και τις χρειαζόμαστε, όποια και αν είναι η κυβέρνηση, όποιοι και αν είναι οι μέτοχοί τους, για να αρχίσει ξανά να χρηματοδοτείται η πραγματική οικονομία. Αλλωστε, αν και πάλι επιβάλουμε στις τράπεζες το κόστος των σοσιαλιστικών πολιτικών, τις ζημίες θα κληθεί να πληρώσει ξανά ο ελληνικός λαός. Εν πάση περιπτώσει, αυτά και η λαϊκή Δεξιά τα καταλαβαίνει – απλώς υποκρίνεται ότι τα αγνοεί. Το ουσιώδες στην περίπτωσή της είναι ότι αντιδρά αταβιστικά και δεν καταλαβαίνει τη φύση του προβλήματος της χώρας.
Δεν καταλαβαίνει ότι ο κόσμος δεν σοκάρεται πια από τις ανακολουθίες της κυβέρνησης. Το ξέρει ότι την πάτησε πολύ άσχημα με αυτούς, όπως επίσης ξέρει ότι, εντός πλαισίου ευρωπαϊκών θεσμών, ένας είναι ο δρόμος και δεν υπάρχει άλλος: είναι αυτός που υποχρεώνεται να ακολουθεί, με τον άθλιο τρόπο της, η κυβέρνηση. Δεν προκύπτει όφελος, λοιπόν, από την αντιπολίτευση της φρίκης για τις κατάφωρες ανακολουθίες της κυβέρνησης.
Οι αντιφάσεις δεν ξενίζουν – στον Υπαρκτό Ελληνισμό βρισκόμαστε. Τις βλέπει ο κόσμος και τις καταλαβαίνει. Γι’ αυτό, όταν η αντιπολίτευση συγκεντρώνει σε αυτές την έμφαση της κριτικής της, ακούγεται μάλλον σαν την αρχετυπική (και εκνευριστικότατη) Ελληνίδα μητέρα, που υπάρχει για να σου θυμίζει τα λάθη σου. Αυτός ο κόσμος περιμένει μάλλον από την αντιπολίτευση μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση, πάντα μέσα στο δεδομένο πλαίσιο. Μια πρόταση, που θα διαμορφώνεται μεν σταδιακά, αλλά θα είναι σαφής, για το πώς μπορεί η χώρα να πορευθεί αυτόν τον μοναδικό δρόμο καλύτερα, δικαιότερα, αποτελεσματικότερα.
Ειδικότερα για τη Νέα Δημοκρατία, η αντιπολίτευση της φρίκης επάνω στο ζήτημα των πλειστηριασμών είναι και στρατηγικό σφάλμα. Οσοι από τις τάξεις του κόμματος υποκύπτουν στην ευκολία της πεπατημένης του λαϊκισμού (κανένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας), νομίζοντας ότι έτσι επιταχύνουν τη φθορά της κυβέρνησης από την εφαρμογή ενός επί της αρχής σωστού και αναγκαίου μέτρου, στην πραγματικότητα σπεύδουν να μοιραστούν μαζί της το κόστος της ανακολουθίας, αντί να την αφήνουν να το υφίσταται μόνη της. Ευγενής στάση, δεν λέω! Πλην τόσο ηλίθια…
Πηγή: Καθημερινή