Σώτη Τριανταφύλλου
Ο πρωθυπουργός είναι ανορθόγραφος: η ανορθογραφία του, αναμενόμενη μετά τη διαδρομή του στη δημόσια παιδεία, ίσως θεωρείται το μικρότερο ελάττωμά του. Άλλωστε, η άγνοιά του τον εξισώνει με τον λαό που τον εξέλεξε: η προσωπικότητά του δεν απειλεί κανέναν, αντιθέτως καθησυχάζει – the kid is alright, ένας από μας, απόφοιτος με μέτριο βαθμό. Όσο για το περιβάλλον του, αποτελείται από μερικούς αγράμματους (η αγραμματοσύνη των οποίων δεν είναι «αυθεντική» όπως ενός γιδοβοσκού) κι από μερικούς λογίους αριστερών πανεπιστημίων από τα οποία έχουν αποκτήσει τη μονομερή και αναχρονιστική γνώση του αριστερού κατεστημένου.
Πρώην πρασινοφρουροί, πρώην Κνίτες και δεξιοί της αλλοπαρμένης δεξιάς συναγωνίζονται προς τα κάτω: ποιος είναι πιο λούμπεν, ποιος ταυτίζεται περισσότερο με τον «απλό λαό» ή, ακόμα καλύτερα, με το περιθώριο: χασικλήδες, καταδίκους, αναρχοφασίστες… Και βεβαίως, ο απλός λαός – εκείνος που ταλαντεύεται μεταξύ άκρας αριστεράς και άκρας δεξιάς – ικανοποιείται: οι ανορθόγραφες και ανιστόρητες ηγεσίες είναι τα παλικάρια, οι κοπελιές, οι μάγκες και οι βλάμισσες που μιλάνε και γράφουν τη γλώσσα του γηπέδου χωρίς εκζήτηση και φιοριτούρες. Κι όπως πάντοτε, σε τέτοιες περιπτώσεις συνυπάρχει και το γελοιωδέστατα αντίθετο: άνθρωποι αρχαιοπρεπείς και γραφικοί που μιλάνε μόνο με εκζήτηση και φιοριτούρες.
Τον τόνο έδωσε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 με τη μεταρρύθμιση στην παιδεία και με τη δημόσια συμπεριφορά των στελεχών του· μ’ εκείνο το μείγμα χωριατιάς και πανηγυριού που έκανε την Ελλάδα τεράστιο σκυλάδικο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν απαραίτητη, το είδος όμως της μεταρρύθμισης που προτάθηκε ήταν καταστροφικό και απέληξε στις γενιές των αγράμματων (υπενθυμίζω ότι οι επανορθώσεις Γ. Αρσένη δεν πέρασαν, όπως δεν πέρασαν οι επανορθώσεις που ακολούθησαν). Το ΚΚΕ διέβρωσε τη γλώσσα, επέβαλε το βαρβαρικό ιδίωμα που αντιστοιχούσε στο κοινωνικό του όραμα και, στη συνέχεια, το ΠΑΣΟΚ, ως ανδράποδο του ΚΚΕ, εφάρμοσε τη γλωσσική του πολιτική στο σχολείο, στα μέσα ενημέρωσης, σε όλες τις πτυχές της ζωής του πολίτη που δεν εξελίχθηκε ποτέ σε πολίτη. Η γραμματική, το συντακτικό και η ορθογραφία έγιναν διαπραγματεύσιμα, όπως έγιναν διαπραγματεύσιμοι οι νόμοι και οι κανόνες στον κοινωνικό χώρο.
Το ζήτημα είναι λίγο πιο περίπλοκο από το αν η λέξη «φιλοξενία» γράφεται με γιώτα ή με έψιλον γιώτα· κι από το αν στελέχη της κυβέρνησης προβαίνουν σε σοβαροφανείς δηλώσεις και συνδιαλέγονται στα ηλεκτρονικά δίκτυα σαν κουτσαβάκια της κρεαταγοράς. Η ορθογραφία είναι μια μεταφορά: σημαίνει σεβασμό στην ιστορία και σε μια ταυτότητα· σημαίνει συνέπεια και εθελοντική συμμόρφωση σε κοινούς κανόνες. Όποιος υποτιμά αυτή τη σημασία, υποτιμά την αναγκαιότητα των κοινών κανόνων – η στάση αυτή είναι η ρίζα της δυστυχίας μας· η απάντηση στο γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε και να πάμε μπροστά.
Πράγματι, έχει προηγηθεί το χρονικό της διγλωσσίας που πολιτικοποιήθηκε όπως πολιτικοποιήθηκε. Αλλά σε όλες τις χώρες υπήρξε και υπάρχει γλωσσική ταξικότητα: δεν μιλάμε όλοι το ίδιο ιδίωμα, ούτε έχουμε ίσο απόθεμα λέξεων στο κεφάλι μας – ένα παιδί που μεγαλώνει σε περιβάλλον βιβλίων και καλλιέργειας έχει, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ευρύτερο λεξιλόγιο από ένα που μεγαλώνει μακριά από τα βιβλία. Η αποστολή της δημόσιας παιδείας είναι να λειάνει αυτές τις αρχικές ανισότητες: να εμπλουτίσει το φτωχό λεξιλόγιο, όχι να φτωχύνει το πλούσιο. Στην Ελλάδα, περισσότερο από αλλού, όλα εξισώνονται με το ευκολότερο, το απλουστευμένο: το στοίχημα φαίνεται να είναι, σταθερά, η ήσσων προσπάθεια.
Εκτός από την απόρριψη των κανόνων, η ανορθογραφία δείχνει έλλειψη αυτογνωσίας: ξέρουν άραγε οι αγράμματοι ότι είναι αγράμματοι; Ή μονάχα οι κάπως εγγράμματοι αντιλαμβάνονται τη χαώδη άγνοιά τους; Κι εκτός από έλλειψη αυτογνωσίας, η ανορθογραφία δείχνει έλλειψη ενδιαφέροντος μπροστά στα ενδεχόμενα μειωτικά σχόλια: οι κυβερνώντες, εκ θέσεως, δεν έχουν την πολυτέλεια να αδιαφορούν για τη γνώμη των άλλων όπως ο ιδιωτεύων πολίτης.
Παρά τις ελληνικές ιδιομορφίες – ανάμεσα στις οποίες είναι η ασυμφωνία για το πώς γράφονται πολλές λέξεις, κάτι που χρησιμοποιείται συχνά για να δικαιολογήσει την ανορθογραφία – το φαινόμενο είναι παγκόσμιο διατρέχει όλη την κοινωνική κλίμακα. Παραγνωρίζουμε τις ανθρώπινες δυνατότητες με τέτοιο τρόπο ώστε καταλήγουμε σε μια μορφή διάκρισης που παρατηρείται σε διάφορες εκδοχές σε όλον τον κόσμο: στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα παιδιά ενθαρρύνονται να παίζουν μουσική χιπ-χοπ (διότι είναι, ομολογουμένως, ευκολότερη από οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος) και να ζωγραφίζουν γκραφίτι ρίχνοντας κουβάδες με μπογιά στους τοίχους – όσο λιγότεροι οι κανόνες, τόσο λιγότερες οι απαιτήσεις. Το σύνθημα είναι «εκφραστείτε όπως μπορείτε». Και μοιάζει να υπονοεί: μόνο για χιπ-χοπ και για γκραφίτι είστε ικανοί. Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει ακόμα πιο περιορισμένο λεξιλόγιο από τον Τζορτζ Γ. Μπους, που είχε αποφοιτήσει, όπως ο κ. Τσίπρας, με μέτριο βαθμό από τοπικό κολέγιο· επιπροσθέτως, χρησιμοποιεί αντίστοιχες εκφράσεις με εκείνες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: απλές, επιθετικές, εμφατικές, γλαφυρές, κατανοητές από όλους, με απόχρωση απειλής για τους εχθρούς και με πολλά θαυμαστικά – και όπως στην Ελλάδα, ενώ μερικοί αποτροπιάζονται μπροστά σ’ αυτό το φτωχικό, διχαστικό και προσβλητικό ιδίωμα, άλλοι πανηγυρίζουν διότι επιτέλους ένας πρόεδρος μιλάει σαν ταβερνόβιος. Λίγο ενδιαφέρει αν ο ταβερνόβιος είναι μεθυσμένος, εν συγχύσει και έχει το ακαταλόγιστο.
Πολλοί λένε «τους είδαμε και τους γραμματιζούμενους!», λες και τα πράγματα μπορούν μόνο να βελτιωθούν, όχι να χειροτερέψουν. Αλλά, όπως έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά στην ιστορία, τα πράγματα μπορούν να χειροτερέψουν – κι αν γράψουμε τη λέξη ανορθόγραφα – χοιροτερέψουν – θα σημαίνει ότι έχουν όντως χειροτερέψει πολύ.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ