Στέφανος Κασιμάτης
Μόλις προχθές δεν ήταν που είχε υπογράψει αναπομπή της υπόθεσης του Ελληνικού στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων; Πώς έγινε και χθες ανακάλεσε την αναπομπή; Μα, είναι η Λυδία Κονιόρδου, που πιστεύει στις θεραπευτικές ιδιότητες της «ενέργειας»! (Τα «τσάκρα» που λένε, αν έχετε ακούσει…) Και αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ότι της αρέσουν οι δραματικές χειρονομίες (λαμπρή καριέρα στην τραγωδία δεν έκανε η γυναίκα;) και, δεύτερον, ότι μπορεί να την εκμεταλλευθεί σχεδόν ο οποιοσδήποτε.
Το κεντρικό πρόσωπο στην υπόθεση αυτή είναι η Λυδία Κονιόρδου, όμως το θέμα είναι αντιστρόφως ανάλογης σοβαρότητας. Εκείνοι που μεθόδευσαν την αναπομπή, έστω και για μία μέρα, πέτυχαν τον σκοπό τους και έστειλαν παντού το μήνυμα ότι, στην Ελλάδα, η αντίσταση στην κοινή λογική (αυτοί το λένε «ξένο κατακτητή») συνεχίζεται, παρά την επίτευξη συμφωνίας για την αξιολόγηση. Είναι η γελοιότητα της κίνησης –σήμερα το υπογράφω, αύριο το παίρνω πίσω– που τρομοκρατεί κάθε πιθανό επενδυτή. Πού να μπλέξεις με τους Ελληνες, όταν ακόμη και κάτι τόσο γελοίο είναι δυνατό να συμβεί στον Υπαρκτό Ελληνισμό; Πώς να σταθούν οι ρητορείες του πρωθυπουργού περί επενδύσεων, όταν στην κυβέρνηση «βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτει η Γκιώνα», σε ένα διαρκές αντάρτικο εναντίον τους;
Το πρόβλημα είναι πολιτικό και ψυχολογικό ταυτοχρόνως. Τίποτε δεν μας το δείχνει εναργέστερα από την απάντηση του υπουργού Οικονομίας, Δ. Παπαδημητρίου, όταν τον ρώτησαν εάν στην κυβέρνηση ήθελαν τη λειτουργία των καταστημάτων και τις Κυριακές. «Φυσικά, δεν το θέλαμε. Ομως μπορούμε να το δούμε και ως μέτρο εκσυγχρονισμού, αφού γίνεται και αλλού στην Ευρώπη, όπως και στην Αμερική», απάντησε. Παραδέχθηκε, δηλαδή, ότι σοσιαλισμός και εκσυγχρονισμός είναι έννοιες ασύμβατες: έπρεπε να υποχωρήσει ο πρώτος, ώστε να προχωρήσει ο δεύτερος.
Αυτή η σύγκρουση, μεταξύ πραγματικότητας και ιδεολογίας, δεν διεξάγεται μεταξύ δύο ξεχωριστών ομάδων με αντίθετες απόψεις, εξελίσσεται διαρκώς μέσα στον καθένα τους προσωπικά. Διότι, εδώ στον Υπαρκτό, κακώς θεωρείται η Αριστερά ως πολιτική θέση· είναι στην πραγματικότητα μια κατάσταση νοσηρής, αφύσικα παρατεταμένης εφηβείας. Αυτοί οι άνθρωποι, ακόμη και αν κάποιοι υπήρξαν καθηγητές στην Αμερική και διηύθυναν ινστιτούτα, τώρα μαθαίνουν ότι και έξοδος από τα μνημόνια και σοσιαλισμός συγχρόνως δεν γίνεται. Διότι ο σοσιαλισμός ήταν που μας χρεοκόπησε, το κράτος φαλίρισε, ούτε οι τράπεζες ούτε οι ιδιώτες.
Είναι αστείοι να τους ακούς να καμαρώνουν ότι έτσι βγαίνουμε από τα μνημόνια. Ναι, αλλά έξοδος από τα μνημόνια σημαίνει είσοδο στις αγορές κι εκεί θα πρέπει να χορέψουμε «σέικ» (που θα έλεγε ο Φλαμπουράρης), ενώ εμείς σκαμπάζουμε μόνο ζουρνάδες, ντέφια και νταούλια. Τι εμπιστοσύνη θα μας δείξουν οι αγορές; Φαντάζομαι το καταλαβαίνουν και αυτό εντείνει την αμφιθυμία τους. Για κάποιους σχολιαστές, τους φύσει αισιόδοξους και ισορροπιστές, η προσπάθεια των κυβερνητικών να αναμετρηθούν με τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης ζωής οδηγεί, λένε, στην προσγείωση στον ρεαλισμό. Οχι απαραιτήτως. Μπορεί θαυμάσια να είναι και απογείωση, με σκοπό «την έφοδο προς τον ουρανό». (Αγαπημένη διατύπωση αριστερών και αναρχικών, που όμως προέρχεται από κείμενο του Ιερού Αυγουστίνου. Οχι ότι πειράζει, δηλαδή. Οταν τις μελετήσεις λίγο, βλέπεις ότι μικρές είναι οι διαφορές μεταξύ θρησκειών…)
Να κάνω μια εξομολόγηση, διότι είναι ανάγκη. Ξέρετε, δεν είναι τόσο ότι με τρομάζει σε τι χέρια έχει βρεθεί η χώρα. Αυτό που με τρομάζει είναι η ανακάλυψη ότι, κάτω από την επιφάνεια, πάντα έτσι ήταν…
Πηγή: Καθημερινή