Μαρία Κατσουνάκη
Η άρση, αν όχι η διάλυση, της οποιασδήποτε κανονικότητας ήταν μια από τις πιο σοβαρές συνέπειες της κρίσης. Μέσα στην ασάφεια και το διαρκώς χειρότερο, ανατράπηκαν οι προτεραιότητες, ορισμένα θέματα εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Ποιον απασχολούσε, για παράδειγμα, «η επένδυση στην προσχολική αγωγή»; Μόνον όποτε ξεσπούσε φασαρία για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς του δήμου, το θέμα αναδεικνυόταν ως μείζον – κι αυτό στην επικαιρότητα της ημέρας.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις (του ανεξάρτητου, μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού) παραθέτει δεδομένα και συνεντεύξεις που φανερώνουν την υστέρηση της χώρας μας αλλά και τις απώλειες που έχει εξαιτίας, ακριβώς, αυτής της υστέρησης. Διαβάζουμε: «Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, παιδιά που έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα προσχολικής αγωγής για τουλάχιστον έναν χρόνο, στα 15 τους εμφανίζουν κατά 30,3% καλύτερες επιδόσεις στα μαθηματικά. Σύμφωνα με τη διάσημη μελέτη του νομπελίστα Τζέιμς Χέκμαν, η ετήσια απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύεται στην προσχολική αγωγή είναι 7 – 10%».
Διαβάζουμε: «…Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 120.000 θέσεις παιδιών στους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή του πληθυσμού, τα παιδιά ηλικίας 1 – 4 ετών είναι υπερδιπλάσια και προσεγγίζουν τις 300.000. Κατά συνέπεια, πολύ περισσότερα από τα μισά παιδιά στις επιλέξιμες ηλικίες (περίπου 180.000) μένουν εκτός παιδικών σταθμών».
Ανάμεσα στα συμπεράσματα: «η προσχολική αγωγή, ως εκπαιδευτική βαθμίδα, παραμένει τραγικά παραμελημένη στη χώρα μας». Και δεν είναι η μόνη συνέπεια ότι χάνεται «μία από τις αποδοτικότερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει ένα κράτος». Το γεγονός ότι οι παιδικοί σταθμοί δεν θεωρούνται μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος «αντανακλά επίσης πιστά τη φιλοσοφία του ρυθμιστικού πλαισίου που ορίζει τη λειτουργία τους: Δεν υπάρχει». Και κάτι ακόμη, ως «παράπλευρη απώλεια», που άπτεται του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας, μιας χώρας που ο πληθυσμός της μειώνεται και γηράσκει: τα παιδιά ηλικίας έως 5 ετών αποτελούσαν το 2013 το 5,9% του ελληνικού πληθυσμού. Εως το 2030 το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι κατά 10,3% μικρότερο, φτάνοντας στο 5,3%.
Πόσο σοβαρό είναι το θέμα; Είναι σημαντικότερο από τη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια εκπαίδευση; Προφανώς και δεν αρμόζουν παρόμοια ερωτήματα. Οι λόγοι είναι περισσότερο από σαφείς και ορατοί: δομείται μια κοινωνία σε αδύναμα θεμέλια; Αρκεί η οικογένεια (νοσηρή συχνά – πυκνά) για να αναπληρώσει τα ελλείμματα του κράτους, στην αγωγή και εκπαίδευση της προσχολικής ηλικίας;
Και μιας και κουβέντα δεν γίνεται χωρίς συγκριτικά μεγέθη, ας στραφούμε, μία ακόμη φορά, στο προσφιλές «φινλανδικό μοντέλο». «Ολοι ανεξαιρέτως οι γονείς στη Φινλανδία, αμέσως μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας ή πατρότητας, έχουν το δικαίωμα να εγγράψουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά ή δημόσια κέντρα ολοήμερης παιδικής φροντίδας, μέχρι να ξεκινήσουν το σχολείο. Πρόκειται για μια διαδικασία που επιβλέπεται από τις τοπικές αρχές. Το κόστος της συμμετοχής των Φινλανδών γονιών στη δημόσια προσχολική αγωγή καθορίζεται ανάλογα με το μέγεθος της κάθε οικογένειας, τις οικονομικές δυνατότητές της, καθώς και με το πόσες ώρες χρειάζεται να παραμείνει το κάθε παιδί στα κέντρα». Και, βέβαια, υπάρχει ήδη μέριμνα για την ενσωμάτωση των παιδιών των μεταναστών στο σύστημα προσχολικής εκπαίδευσης.
Η ηλικία 1 – 5 δεν είναι απλώς η πρώτη πενταετία μιας ανθρώπινης ζωής. Είναι η πενταετία στην οποία εγγράφεται, κωδικοποιημένη, η προοπτική, αν όχι το μέλλον, μιας κοινωνίας και μιας χώρας.
Πηγή: Καθημερινή