του Σπύρου Βλέτσα
Διαβάζω και ακούω όλο και περισσότερους επαγγελματίες δημοσιογράφους να εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους για τις συνεχόμενες απεργίες του κηρύσσουν οι Ενώσεις Συντακτών. Με πρόσχημα την αντίθεση στο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό έχουν κηρυχθεί απεργίες ακριβώς τις μέρες που η κυβέρνηση προχωρά σε λήψη νέων μέτρων που περιορίζουν περαιτέρω τα εισοδήματα των μεσαίων και ασθενέστερων στρωμάτων. Για τα μέτρα αυτά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, καθώς είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της δικής της πολιτικής.
Oι απεργίες πάντα στόχευαν στην πρόκληση ζημίας στον εργοδότη, ώστε εκείνος υπολογίζοντας τα διαφυγόντα κέρδη από τις μέρες που η επιχείρηση έμενε κλειστή, να αναγκαστεί να υποκύψει και να ικανοποιήσει κάποια από τα αιτήματα των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν στην απεργία θυσίαζαν τα μεροκάματά τους και αναλάμβαναν το ρίσκο της διεκδίκησης.
Αργότερα, η ύπαρξη δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας δημιούργησε ένα νέο είδος απεργίας. Τώρα αυτός που ζημιωνόταν δεν ήταν το κράτος-εργοδότης αλλά οι πολίτες λήπτες των υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, συγκοινωνίες) και η ζημιά αυτή ήταν το μέσο πίεσης των απεργών. Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε τον πλήρη εκφυλισμό αυτών των απεργιών, εφόσον οι συνδικαλιστές επέβαλαν την πλήρη ακινητοποίηση των οργανισμών (Μετρό, ΕΡΤ) με συμμετοχή μόνο λίγων δεκάδων απεργών σε σύνολο χιλιάδων εργαζομένων. Έτσι είχαν βρει τον τρόπο να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο: Η απεργία είχε μεγάλη επιτυχία, η επιχείρηση έμενε κλειστή, οι μισθοί πληρώνονταν κανονικά και κανείς δεν μιλούσε για απεργοσπάστες αφού όλα ήταν σικέ.
Σαν να μην έφθανε αυτή η πρωτοτυπία αποκτήσαμε μία ακόμη: Τις τελετουργικά επαναλαμβανόμενες γενικές απεργίες, στις οποίες υπάρχει ελάχιστη συμμετοχή –κυρίως από τον δημόσιο τομέα– αλλά δίνεται η ευκαιρία σε συνδικαλιστές και κόμματα να εμφανιστούν σαν αγωνιζόμενοι και διαμαρτυρόμενοι ώστε να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Αν αθροίσουμε τις μέρες των γενικών απεργιών τα χρόνια της κρίσης, φτάνουμε στον αριθμό των εργάσιμων ημερών ενός μήνα. Αν ένας εργαζόμενος συμμετείχε σε όλες τις απεργίες θα είχε χάσει ένα μηνιάτικο σε εποχή περικοπών και αν η συμμετοχή ήταν καθολική το ΑΕΠ της χώρας θα είχε υποστεί αξιοσημείωτη μείωση.
Αν κάποιος ενδιαφερόταν για την αποτελεσματικότητα των γενικών απεργιών, θα αξιολογούσε την επίπτωσή τους στην εξέλιξη των πραγμάτων. Θα αναρωτιόταν αν οι τόσες απεργίες κατόρθωσαν να περιορίσουν έστω και λίγο τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης και των μέτρων στα εισοδήματα και στις ζωές των εργαζομένων. Η μόνη απεργία που είχε αποτέλεσμα ήταν εκείνη κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση το 2001. Η τότε κυβέρνηση απέσυρε τη μεταρρύθμιση μετά την τεράστια συγκέντρωση, αν και το παιχνίδι είχε παιχτεί κυρίως στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Ήταν η μοναδική νίκη των απεργών, αλλά η τραγική ειρωνεία είναι ότι η νίκη εκείνη –όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον– κατέληξε σε μια πολύ μεγάλη ζημιά για τη χώρα και τους εργαζόμενους.
Στις απεργίες των δημοσιογράφων που κηρύττουν οι Ενώσεις Συντακτών (υποτίθεται κατά της κυβερνητικής πολιτικής) αυτοί που πληρώνουν το κόστος είναι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι και ο μόνος που δεν ζημιώνεται είναι η κυβέρνηση. Δεν ζημιώνονται μόνο από τα μεροκάματα που χάνουν, αλλά και και από τη φθορά των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται. Κάθε επιπλέον απώλεια εσόδων σε ήδη προβληματικές επιχειρήσεις θα την πληρώσουν οι εργαζόμενοι με νέες μειώσεις αποδοχών και νέες απολύσεις.
Στις απεργίες των δημοσιογράφων παρατηρείται 100% συμμετοχή, πράγμα που δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλο κλάδο (Η αποχή των δικηγόρων είναι ειδική περίπτωση). Όπως γνωρίζουμε και από τις κομμουνιστικές δικτατορίες, ποσοστά τέτοιας ομοφωνίας δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καταπίεσης και καταναγκασμού. Και ενώ κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τους καθηγητές να απεργήσουν, οι Ενώσεις Συντακτών χρησιμοποιούν την απειλή της διαγραφής από το σωματείο για να επιβάλουν την καθολική συμμετοχή στην απεργία.
Οι δημοσιογράφοι δεν είναι άνθρωποι που μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν και να εργαλειοποιηθούν. Ανάμεσά τους βρίσκονται πρόσωπα που έχουν ισχυρό δημόσιο λόγο, ο οποίος λόγω του επαγγελματικού τους κύρους και του μεγέθους των μέσων που εργάζονται, διαδίδεται ευρύτερα στην κοινωνία. Οι δημοσιογράφοι που εκφράζουν δημόσια την πλήρη αντίθεσή τους στην απεργία θα πρέπει να εξηγήσουν στους αναγνώστες και στους ακροατές τους τι είναι αυτό που τους αναγκάζει να πάρουν μέρος σε κάτι με το οποίο τόσο έντονα διαφωνούν. Για να ξέρουμε κι εμείς.
Πηγή: Athens Voice