του Ηλία Μαγκλίνη
«Ο λαός μας έχει μία πίστη. Η Εκκλησία οφείλει να τον θωρακίσει, να του πει ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε την ταφή. Θέλει κάποιος να καεί, δικό του θέμα είναι. Πρέπει να αφεθεί ελεύθερος». Αυτά έλεγε, μεταξύ πολλών άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στην εκπομπή «Mega Σαββατοκύριακο».
Η υπόθεση της καύσης των νεκρών ήρθε απότομα στην επικαιρότητα εκ νέου με τον θάνατο του Μηνά Χατζησάββα. Ενός επωνύμου δηλαδή. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο ζήτημα προκύπτει πολύ πιο συχνά, απλώς δεν το αντιλαμβανόμαστε στη δημόσια σφαίρα, διότι πρόκειται για περιπτώσεις ανωνύμων. Πολλοί όμως έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε για ένα θλιβερό (και ακριβό) ταξίδι στη Βουλγαρία ή τη Γερμανία. Να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο πως δεν επιθυμώ όταν κλείσω τα μάτια μου να αποτεφρωθώ – για την ακρίβεια, δεν με απασχολεί το θέμα, αποφεύγω και να το σκέφτομαι, ακριβώς επειδή δεν θα είμαι πια εδώ, μου είναι λίγο αδιάφορο τι θα απογίνει το σώμα μου. Πιο ενδιαφέρουσα ιδέα είναι να δοθεί στην επιστήμη – αλλά αυτές είναι αυστηρά προσωπικές απόψεις, και σίγουρα δεν μιλώ από αυτό το βήμα ως άτυπος εκπρόσωπος των υπερασπιστών της καύσης των νεκρών.
Απλώς μού φαίνεται εξαιρετικά υποκριτικό εκ μέρους της ελληνικής Εκκλησίας να καταδικάζει την καύση αλλά να επιτρέπει την εκταφή. Υποτίθεται πως η εκταφή του νεκρού γίνεται για πρακτικούς λόγους, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν διαθέτει η οικογένεια ιδιόκτητο τάφο, οπότε ενοικιάζει τη θέση και μετά το πέρας της τριετίας, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, πρέπει να γίνει εκταφή των οστών, τα οποία μεταφέρονται, ως γνωστόν, είτε σε οστεοφυλάκιο είτε σε ένα οριστικό σημείο ταφής. Αν δεν μεριμνήσει ο συγγενής για τη φροντίδα των οστών, αυτά καταλήγουν στο λεγόμενο «χωνευτήριο» (έχω διαβάσει τη σχετική προειδοποίηση).
Θέλετε να γίνω και άλλο μακάβριος; Δεν θα το κάνω, μέρες που είναι, ούτε θα μπω σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Είμαι όμως από τις πολλές χιλιάδες που έπρεπε να παραστώ σε διαδικασία εκταφής (της μητέρας μου), και η όλη εικόνα και αίσθηση, παρά τον στοιχειώδη σεβασμό που επέδειξαν οι εργαζόμενοι στο νεκροταφείο, δεν συνιστά παρά καθαρή σύληση τάφου και νομιμοποιημένη απρέπεια κατά του νεκρού. Πώς σε αυτή την ακραία μακάβρια διαδικασία η ελληνική Εκκλησία κλείνει τα μάτια και κοιτάζει αλλού; Η φρίκη της εκταφής δεν θωρακίζει καμία πίστη, το αντίθετο μάλιστα, μπορεί να σε κάνει ακόμα πιο κυνικό, σε ωθεί σε έναν ισοπεδωτικό μηδενισμό, όπου ακόμα και το «πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά» της αριστουργηματικής Νεκρώσιμης Ακολουθίας μοιάζει σαν κακόγουστο αστείο.
Η καύση των νεκρών ήταν από παλιά στιγματισμένη στο μυαλό των κληρικών, διότι σχετιζόταν με τους λεγόμενους «δωδεκαθεϊστές» και άλλους λογής λογής μοντέρνους παγανιστές, άθεους και γενικώς άθρησκους. Δικαίωμά τους φυσικά – το λέει και ο Αρχιεπίσκοπος. Κυρίως όμως είναι στιγματισμένη ως ένα δυτικό, ξενόφερτο έθιμο (αστεία πράγματα: σε πολλές θρησκείες της Ανατολής η καύση είναι κάτι συχνό). Γι’ αυτό και, ενώ στην Ελλάδα η καύση είναι νόμιμη από χρόνια, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ανέγερσης αποτεφρωτηρίων, κληρικοί ξεσήκωσαν τις ενορίες τους, ότι «χάνουμε την πίστη μας».
Υπάρχει και η «κοσμική» άποψη ότι στην καύση αντιδρά η λεγόμενη «βιομηχανία των κηδειών». Αφενός η ιδέα της καύσης έχει εξαπλωθεί σε πολλούς θρησκευόμενους Χριστιανούς Ορθοδόξους, αφετέρου σε καμία περίπτωση η καύση δεν απαγορεύει την εξόδιο ακολουθία ούτε καν το φέρετρο και τα λοιπά προνόμια των γραφείων τελετών. Και η τέφρα μπορεί κάλλιστα να ταφεί μετά την καύση. Η πίστη δεν αλλοιώνεται από την πρόοδο αλλά από αυτήν τη «νεκρική ακαμψία» ενός κορυφαίου θεσμού της χώρας.
Πηγή: Καθημερινή